Είδαμε το "Σμύρνη μου Αγαπημένη" της Μιμής Ντενίση [και ξύπνησαν μνήμες μέσα μας]

18.10.2015
Δεν είχα δει ποτέ έργο της Μιμής Ντενίση και σ΄ένα μεγάλο βαθμό ήμουν προκατειλημμένη απέναντί της. Την εκτιμούσα μόνο ως μεταφράστρια (διότι εκτός από ηθοποιός είναι εξαιρετική φιλόλογος), καθώς τα έργα που αναλάμβανε να μεταφράσει ξεχώριζαν για τη ροή του λόγου και τη γλώσσα τους. Τρανταχτό παράδειγμα ο μονόλογος της Ρόουζ που είχε ανέβει 2003 με την Αντιγόνη Βαλάκου στο θέατρο Χώρα.

Μολονότι έχω και εγώ καταβολές από τη Σμύρνη, στην παράσταση «Σμύρνη μου Αγαπημένη» πήγα τη δεύτερη χρονιά, αφού πρώτα άκουσα πως πρόκειται για μία πολύ καλή και έντιμη προσπάθεια. Και πραγματικά δεν το μετάνιωσα. Τουναντίον βίωσα μια ευχάριστη έκπληξη και κατάλαβα γιατί γίνεται όλος αυτός ο ντόρος και ο χαμός από κόσμο κάθε βράδυ.

Το «Σμύρνη μου αγαπημένη» είναι ένα έργο που ζωντανεύει την ιστορική μνήμη. Η Μιμή Ντενίση το έγραψε μετά από έρευνα πολλών ετών, χρησιμοποιώντας υλικό από τα πλούσια αρχεία του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού, μαρτυρίες Ελλήνων, Τούρκων, Λεβαντίνων, ιστορικών, περιηγητών, λογοτεχνών, δημοσιογράφων, αλλά και απλών ανθρώπων της εποχής και καλύπτει την σημαντική ιστορικά περίοδο από το 1917 μέχρι την προσφυγιά και την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1923. Παράλληλα, αποτελεί ένα φορτισμένο συγκινησιακά κείμενο, όμορφα εμβολισμένο από ισχυρές δόσεις ελληνοτουρκικών λέξεων, που περιστρέφεται γύρω από την ιστορία μίας εύπορης οικογένειας από την Σμύρνη. Ένα κείμενο που ισορροπεί και κινείται άψογα ανάμεσα στην ιστορία και την μυθοπλασία, ένα κείμενο που δεν σε κάνει στιγμή να κουραστείς και να αφαιρεθείς λόγω της έντονης, πυκνής και δραματικής πλοκής του.

Πιο συγκεκριμένα, μια αρχόντισσα της Σμύρνης, η Φιλιώ θυμάται και νοσταλγεί τη ζωή της εκεί. Ο νους της «φεύγει» από την προσφυγική γειτονιά της Αθήνας όπου ζει πια και ξαναζεί τη χρυσή εποχή της Σμύρνης. Ο άντρας της Φιλιώς φανατικός Έλληνας και Βενιζελικός, όπως και ο πατέρας της και τα παιδιά της, ζουν με το όνειρο της Μεγάλης Ιδέας. Ο αδελφός του και η οικογένεια του, επίσης πετυχημένοι έμποροι, Βασιλικοί και φανατικοί Μικρασιάτες θέλουν την Σμύρνη αυτόνομη. Οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο οικογένειες, η αρμονική συνύπαρξη με Τούρκους και Λεβαντίνους, οι ανεκπλήρωτοι, απαγορευμένοι έρωτες ανάμεσά τους, τα γλέντια τους, τα τραγούδια, τα όνειρά τους, κυριαρχούν στο έργο. Κάπως έτσι, μέσα από την γλαφυρή ιστορία της οικογένειας, ξετυλίγεται και η ευρύτερη ιστορία της πόλης.

Η σκηνοθετική γραμμή που ακολούθησε η Μιμή Ντενίση ήταν απλή, άκρως ρεαλιστική και κατά κύριο λόγο γραμμική, καθώς στηριζόταν σ΄ ένα αφηγηματικό κείμενο. Πολύτιμοι σύμμαχοί της αναδείχθηκαν η ατμοσφαιρική πρωτότυπη μουσική του Ανδρέα Κατσιγιάννη, η ζωντανή της εκτέλεση από την Εστουδιαντίνα, μιας ορχήστρας που ειδικεύεται στη μουσική της Ιωνίας, αλλά και η παρουσία του Μπάμπη Τσέρτου και της Σοφίας Μέρμηγκα που αναμειγνύονταν με τους ηθοποιούς και έπαιρναν μέρος στην πλοκή του έργου τραγουδώντας τα μοναδικά σμυρνιώτικα τραγούδια.

Εξαιρετικά και απόλυτα εναρμονισμένα με την εποχή τους, τα εντυπωσιακά σκηνικά και κοστούμια του Γιώργου Πάτσα, καθώς και η επεξεργασία οπτικού υλικού από τον Γιάννη Βολιώτη. Οι σκηνές που προβάλλονταν στο βάθος της σκηνής από το λιμάνι της Σμύρνης, καθώς και η ψηφιακή αναβίωση του ολοκαυτώματος ήταν πραγματικά εντυπωσιακή.

Η Μιμή Ντενίση κράτησε για τον εαυτό της τον πρωταγωνιστικό ρόλο, αυτόν της Φιλιώς και οι ρόλοι της εναλλασσόταν ανάμεσα σ΄αυτόν της αφηγήτριας και της ηρωίδας που συμμετείχε στη δράση. Η αφήγησή της έρρεε αβίαστα, μαγνήτιζε και διακρινόταν από ικανές δόσεις παραστατικότητας, ωστόσο η ερμηνεία της σε κάποια κρίσιμα δραματικά σημεία του έργου ήταν ρηχή και αρκετά επιτηδευμένη. Τις εντυπώσεις έκλεψε ο Τάσος Νούσιας στο ρόλο του νεαρού Τούρκου υπηρέτη που έχει μεγαλώσει στην ελληνική οικογένεια και τελικά την αποστρέφεται, κατατασσόμενος στα στρατεύματα του Κεμάλ πολεμώντας για μια Νέα Τουρκία. Αδύνατο σημείο του; Ο ανομολόγητος έρωτάς του για την Φιλιώ….

Πολύ καλές οι ερμηνείες του Τάσου Χαλκιά, του Μάνου Ζαχαράκου και του Μιχάλη Μητρούση στους ρόλους του συζύγου, του αδελφού της και του υπηρέτη της Φιλιώς αντίστοιχα. Απολαυστικός ο Κώστας Βουτσάς ως πατέρας της Φιλιώς, σ΄ ένα ρόλο κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του. Ο Δημήτρης Μακαλιάς στο ρόλο του γιου ήταν αξιοπρεπής, αλλά ολίγον υποτονικός και εκτελεστικός.

Αν ψάξει κανείς, σίγουρα θα βρει στην παράσταση αυτή και πολλά αρνητικά στοιχεία, γεγονός πολύ φυσιολογικό, αν αναλογιστεί τη τρομακτικά μεγάλη δυσκολία του όλου εγχειρήματος, του να μεταφέρει, δηλαδή, κάποιος την Καταστροφή της Σμύρνης στο θεατρικό σανίδι. Για παράδειγμα, η έντονη αυτή γραμμικότητα της αφήγησης στέρησε από τους ήρωές της ένα πιο ουσιαστικό ψυχογράφημα, κάποιες ιστορικές διαστάσεις δε διαφαίνονται ξεκάθαρα, κάποιες ισορροπίες είναι λίγο εύθραυστες στη δραματουργία. Όλα αυτά ωστόσο αντισταθμίζονται από τη μεγάλη και έντονα φορτισμένη συγκινησιακά δυναμική της παράστασης που σε παρασύρει στη θεάσή της.

Τελικά αξίζει να δει κάποιος την παράσταση; Σίγουρα, πρόκειται για μία παράσταση που απευθύνεται στο ευρύ κοινό, θεατρόφιλο και μη και ξυπνά μνήμες. Το πιο σημαντικό ίσως επίτευγμα της είναι πως πίσω από τις προσωπικές ιστορίες των ηρώων, τελικά αποτυπώθηκε σε μεγάλο βαθμό η πολιτική ιστορία, τα αντικρουόμενα συμφέροντα και οι πολιτικές βλέψεις που οδήγησαν στην καταστροφή της περίφημης πόλης, ενώ «έλαμψαν» και οι παραλληλισμοί της με το σήμερα.

Γεωργία Οικονόμου
[email protected]