Τα 'τυχαία ραντεβού' του πεπρωμένου

06.08.2007
«Οι τυχαίες συναντήσεις είναι ραντεβού» (Χόρχε Λουίς Μπόρχες). Μότο που εκ των υστέρων ιδωμένο αποτελεί και τη βασική συγγραφική εμμονή. Ο κεντρικός ιστός στην καινούργια ιστορία της Τίτσας Πιπίνου «Ζωή χωρίς φιλοδώρημα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα».
«Οι τυχαίες συναντήσεις είναι ραντεβού» (Χόρχε Λουίς Μπόρχες)...

... μότο που εκ των υστέρων ιδωμένο αποτελεί και τη βασική συγγραφική εμμονή. Ο κεντρικός ιστός στην καινούργια ιστορία της Τίτσας Πιπίνου «Ζωή χωρίς φιλοδώρημα» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα» αλλά ως «ιδέα» φαίνεται να τη βασανίζει χρόνια πριν...

Όταν το 1994 κυκλοφόρησε το βιβλίο «Η γυναίκα της Σκιάς», η συγγραφέας έδειξε αμέσως την προτίμησή της στις παράλληλες ιστορίες, τη μοιραία συνάντηση σε ορατό ή αόρατο τόπο και χρόνο, καθώς και τη σημασία της επιστροφής. Στις «Τέσσερις μέρες του Μάρτη» οι παράλληλες διαδρομές ήταν ένα παράλληλο βίωμα και η επιστροφή σε μια παλιά θολή -γι αυτό και ανεξήγητη στον πόνο της- πληγή.

Το «Για να θυμάσαι τη Λοϊδα» υπήρξε για το αναγνωστικό κοινό ένα σοκ. Ο θάνατος νικήθηκε από τον έρωτα και ο χρόνος έγινε όλος μια στιγμή. Διότι ο ήρωας κι εκεί, επέστρεφε. Για να τηρήσει μιαν υπόσχεση σε νεκρή.

Η «Ονειροπαγίδα» της υπήρξε ένα διαρκές πηγαινέλα. Με τη μοιραία συνάντηση, βεβαίως, να δεσπόζει μια και δυο φορές και τη γνωστή ατμόσφαιρα μιας Ρόδου αριστοκρατικής και γοητευτικής που διασώζεται παντού, κι όχι μονάχα στα βιβλία. Το μυθιστόρημά της «Παλιοί Γάτοι, τρυφερά ποντίκια» διέθετε επίσης, ατμόσφαιρα, μοιραία συνάντηση κι επιστροφή. Στο «Σ αγαπώ σε ξένη γλώσσα» εκείνη έρχεται στη χώρα μας μόνο για καλοκαίρι. Εκείνος, μια τυχαία ερωτική συνάντηση γι αυτήν. Που θα αποκτήσει διάρκεια και επαναληπτικότητα μέσα στον χρόνο. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, για μια ολόκληρη ζωή.

Και σ' όλα, τυχαίες συναντήσεις που αποδεικνύονται, τελικά, ραντεβού, με κάτι αόρατο ενδιάμεσο να τους ρυθμίζει τα βήματα. Να συντονίζει των πρωταγωνιστών τις κινήσεις.

Η υπόθεση
Στο καινούργιο βιβλίο «Ζωή χωρίς φιλοδώρημα», ο καθηγητής Ιάσονας Στεφανίδης φαίνεται να έχει ήδη διανύσει ολόκληρη τη διαδρομή. Ό,τι έζησε, έζησε, η Μαρία η γυναίκα του που πέθανε ξαφνικά, διέγραψε κάθε του εκκρεμότητα όσον αφορά τις υποχρεώσεις, η ζωή του σχεδόν μια ευθεία γραμμή: «Όταν πήρε τη σύνταξη, ο χρόνος του έγινε πιο άδειος από ποτέ. Ωστόσο συνέχισε να ταξινομεί τα γραμματόσημά του, να διαβάζει τα βιβλία που συνωστίζονταν στη βιβλιοθήκη του, να ξεκοκαλίζει την κυριακάτικη εφημερίδα, σαν καλός ψαροφάγος το ψάρι του από το οποίο δεν πρέπει να μείνει παρά η αγκάθα... Συνέχισε να γευματίζει στην ώρα του, να κάνει τον καθημερινό του περίπατο με τα πόδια και να πίνει τον καφέ του σε συγκεκριμένα μέρη, έναν, το πρωί, στο καφενείο του κέντρου της αγοράς και έναν, αργά το απόγευμα, στο καφεστιατόριο της παραλίας. Να διατηρεί ένα αυστηρό πρόγραμμα τέλος πάντων.

Του ήταν δύσκολο να περνά τις ημέρες του δίχως τη στρατιωτική πειθαρχία που επέβαλε στον εαυτό του. Τώρα μάλιστα, περισσότερο από ποτέ. Ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου γι αυτόν».

Με τη Νατάσα, Ρωσίδα που εργάζεται σκληρά στο απογευματινό του στέκι, μοιάζουν σαν να βαδίζουν σε παράλληλες ράγες. Κατ αρχάς καμία πιθανότητα να βρεθούν. Ακόμα κι αν του σερβίρει η ίδια καφέ (μία στις τόσες) σχεδόν δεν τη βλέπει. Ομως μια τυχαία συνάντηση σαν ραντεβού θα του αλλάξει τη ζωή. «Μα ναι, αυτός είναι ο κύριος που πίνει τον καφέ του τα απογεύματα στο εστιατόριο, είπα όταν σας είδα από μακριά... με λένε Νατάσα».

«Ηθελε να μπορούσε να την ακολουθήσει, ήθελε να περπατήσει πλάι σε αυτή την άγνωστη, μέχρι πριν από λίγο καιρό, γυναίκα, αλλά κάτι τέτοιο ανήκε πια σε άλλη εποχή, σε άλλη ζωή. Δεν σάλεψε, μόνο συνέχισε να κάθεται στην ίδια θέση, με την τσαλακωμένη εφημερίδα του αφημένη στο πλάι, χωρίς να τη διαβάζει... Ολη εκείνη τη μέρα η συνάντηση θα του τριβελίζει το μυαλό».

Αλλά τι παράδοξο, θα αποδεχθεί ως και την πρόσκλησή της να γευματίσει στο σπίτι της και μια και δυο και πολλές φορές, θα της προτείνει μάλιστα να συγκατοικήσουν. Τα εβδομήντα χρόνια του, εξάλλου, ευνοούν μια τέτοια συγκατοίκηση-φροντίδα, θα ξανανιώσει, στο σπίτι θα υπάρχουν τώρα ήχοι, μυρωδιές, το ράφι του μπάνιου γεμίζει με βαζάκια και μπουκαλάκια, τα φώτα θα μένουν αναμμένα ως αργά...

Και κάποια στιγμή, θα κάνει για κείνη και τη μοιραία κίνηση, χαρίζοντάς της όλες του τις οικονομίες, αυτός που μια ζωή έτσι έζησε: χωρίς φιλοδώρημα. Θα τη διευκολύνει να φύγει. Θα της ανοίξει ο ίδιος το δρόμο. Ευνοώντας αφάνταστα μια τέτοια προοπτική.

Και θα της γράψει για πρώτη φορά στη ζωή του ένα γράμμα. Αρχίζοντας με το «αγαπημένη μου», ποτέ δεν το είχε ξαναπεί. Αφάνταστα ευγνώμων και απόλυτα γνώστης: «Ξέρω πως το γράμμα θα το διαβάσεις, αν τελικά το κάνεις, αφού θα έχεις πια φύγει από μένα. Ισως τώρα να είσαι σε κάποιο πλοίο ή αεροπλάνο, σε κάποιο σταθμό».

Το κέρδος, τεράστιο: «Σε σένα γράφω, ή μάλλον μπορεί να γράφω και στον εαυτό μου, όσα μέχρι τώρα δεν είπα ή, ακόμη χειρότερα, όσα για πολλά χρόνια δεν χάρηκα ή δεν ομολόγησα. Γιατί σε σένα; Δεν ξέρω. Ειλικρινά, δεν ξέρω. Μπορεί γιατί εσύ δεν έζησες μια ζωή δίπλα μου. Θα ήταν δύσκολο, αν όλα τα είχες ζήσει από κοντά, να σου γράφω γι αυτά. Το ότι δεν με ξέρεις ίσως διευκολύνει τα πάντα. Πρέπει να τα πω και, απ όσους ξέρω, διάλεξα εσένα. Επειτα, κανείς πια δεν ασχολείται μαζί μου. Νιώθω μεγάλη ευγνωμοσύνη που εσύ το έκανες. Ξέρεις τι θα πει ευγνωμοσύνη; Αν δεν ξέρεις τι σημαίνει, ρώτα να σου πουν».

Μια ιστορία λιτή κι αυστηρή, τρυφερή και βαθιά, αποκαλυπτική όσον αφορά τη λεπτομέρεια και τα σημεία, μελαγχολική, με χαρμολύπη σαν ζωή. Η οποία διασώζει την ποίηση και τη μαγεία στην καθημερινή τελετουργία επιβίωσης και αναδεικνύει με τρόπο μοναδικό κι ανεπανάληπτο μια τυχαία συνάντηση που ήταν απ ό,τι αποδείχθηκε, τελικά, ραντεβού. Μετά απ αυτήν, μεταβλήθηκαν και οι δύο.

Ταυτότητα
Γεννήθηκε στη Ρόδο.
Για ένα διάστημα έζησε στην Αγγλία όπου παρακολούθησε μαθήματα γλώσσας.
Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1994, με το μυθιστόρημα «Γυναίκα της σκιάς». Ακολούθησαν τα βιβλία της:
«Τέσσερις μέρες του Μάρτη», «Για να θυμάσαι τη Λοϊδα», «Ονειροπαγίδα», «Παλιοί γάτοι, τρυφερά ποντίκια», «Το σ' αγαπώ σε ξένη γλώσσα», «Ζωή χωρίς φιλοδώρημα»..

ΚΡΙΤΙΚΗ: Ελένη ΓΚΙΚΑ
[email protected]