Το λυκόφως του Βυζαντίου...

08.03.2002
Τη μόνιμη έκθεση με τίτλο Το λυκόφως του Βυζαντίου 1204-1453 εγκαινιάζει το απογεύμα της Παρασκευής, στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης ο υπουργός Πολιτισμού Ευάγγελος Βενιζέλος. Η έκθεση αναφέρεται στην τέχνη και τον πολιτισμό που αναπτύχθηκαν κατά τους τελευταίους αιώνες ζωής της βυζαντινής αυτοκρατορίας, σε μία εποχή που ορίζεται από τις δύο αλώσεις της Κωνσταντινούπολης, το 1204 από τους Λατίνους της Δ΄ Σταυροφορίας και οριστικά το 1453 από τους Οθωμανούς Τούρκους.
&00 Τη μόνιμη έκθεση με τίτλο Το λυκόφως του Βυζαντίου 1204-1453 εγκαινιάζει το απογεύμα της Παρασκευής, στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης ο υπουργός Πολιτισμού Ευάγγελος Βενιζέλος.
Η έκθεση αναφέρεται στην τέχνη και τον πολιτισμό που αναπτύχθηκαν κατά τους τελευταίους αιώνες ζωής της βυζαντινής αυτοκρατορίας, σε μία εποχή που ορίζεται από τις δύο αλώσεις της Κωνσταντινούπολης, το 1204 από τους Λατίνους της Δ΄ Σταυροφορίας και οριστικά το 1453 από τους Οθωμανούς Τούρκους. Την εποχή εκείνη παρά την ανάκτηση της πρωτεύουσας το 1261 από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο και την εγκαθίδρυση της δυναστείας των Παλαιολόγων, η αυτοκρατορία διαρκώς συρρικνώνεται εδαφικά, κυρίως εξαιτίας της ορμής των Οθωμανών Τούρκων, καταρρέει οικονομικά και σημαδεύεται από εμφύλιες διαμάχες.
Εντούτοις τα γράμματα και οι τέχνες γνωρίζουν μια άνθηση αντιστρόφως ανάλογη προς τις ζοφερές συνθήκες της περιόδου. Η τέχνη της Κωνσταντινούπολης φτάνει στο απόγειό της την πρώτη εικοσαετία του 14ου αιώνα δημιουργώντας έργα ύψιστης ομορφιάς και πολυτέλειας. Η Θεσσαλονίκη, κέντρο ισότιμο αλλά διαφορετικών αισθητικών αναζητήσεων από την πρωτεύουσα, επηρεάζει με την τέχνη της το Αγιο Ορος και τους όμορους σλαβικούς λαούς, καθώς Θεσσαλονικείς ζωγράφοι καλούνται να εργαστούν σε περιοχές της Βαλκανικής. Από την άλλη Κωνσταντινοπολίτες ζωγράφοι μεταλαμπαδεύουν την τέχνη της πρωτεύουσας στη Γεωργία και τη Ρωσία.

Η άνθιση των γραμμάτων το 14ο αιώνα εκδηλώνεται με την ανανέωση του ενδιαφέροντος για την αρχαία γραμματεία στην Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη. Η τελευταία ανέδειξε επίσης δύο μεγάλες προσωπικότητες της νομικής επιστήμης, τον Κωνσταντίνο Αρμενόπουλο και τον Ματθαίο Βλάσταρη. Το έργο τους υπήρξε πηγή δικαίου και στη μετέπειτα τουρκοκρατία, με τεράστια απήχηση στους σλαβικούς λαούς.

Στην έκθεση παρουσιάζονται μερικά αντιπροσωπευτικά έργα τέχνης της περιόδου αυτής. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ο αριστουργηματικός επιτάφιος του 1300, μία σειρά εικόνων και ανάμεσά τους αυτή του Χριστού ως "σοφία του Θεού ", το μαρμάρινο ανάγλυφο ομφάλιο από το δάπεδο του ναού της Αγίας Σοφίας της Τραπεζούντας που έφεραν οι πρόσφυγες , ορισμένες τοιχογραφίες ενδεικτικές του υψηλού επιπέδου της τέχνης της Θεσσαλονίκης, το χειρόγραφο Ευαγγέλιο του 13ου-14ου αιώνα, η συλλογή των γυάλινων αγγείων που πιστοποιούν αφενός την αναβίωση της τέχνης της υαλουργίας της Θεσσαλονίκης και αφετέρου τις επαφές της με τη Βενετία και την Ισλαμική Ανατολή.

Ακόμη, θίγονται ζητήματα σχετικά με τη χωροθέτηση των κοιμητηρίων στην πόλη και τις ταφικές συνήθειες της εποχής, το νομισματοκοπείο της Θεσσαλονίκη και την παρουσία των Παλαιολόγων στην πόλη. Τέλος στο πατάρι της αίθουσα παρουσιάζονται τα εργαστήρια παραγωγής εφυαλωμένης κεραμικής της Θεσσαλονίκης, των Σερρών και του Μικρού Πιστού Ροδόπης, με αναφορές στην τεχνολογία παραγωγής, στις διακοσμητικές και άλλες ιδιαιτερότητες του κάθε εργαστηρίου και στην εμπορική εξακτίνωση των προϊόντων τους.