Luton

07.10.2013
Μετά την διεθνή πρεμιέρα του στο διαγωνιστικό τμήμα στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν και την προβολή του στις Νύχτες Πρεμιέρας, το «Luton» βρίσκει τον δρόμο προς τις σκοτεινές αίθουσες για να συστήσει στο ελληνικό κοινό το αδιαμφισβήτητο σκηνοθετικό ταλέντο του Μιχάλη Κωνσταντάτου.

Το να πει κανείς πως η βία είναι η ρυθμιστική συνθήκη που διέπει τις σύγχρονες κοινωνίες δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Μπορείς να την εντοπίσεις ως προέκταση της εξουσίας που προσπαθεί να επιβάλλει την ισχύ της ή απλά να κρυφοκοιτάξεις στον μικρόκοσμο μιας οικογένειας. Σωματική ή ψυχολογική, εμφανής ή συγκαλυμμένη, η βία έχει τρυπώσει στον πυρήνα της σύγχρονης ζωής και ρέει ανεξέλεγκτα, όπως ο κρόκος απ' το αυγό στην αφίσα του «Luton».

«Καταδικάζεις την βία απ’ όπου και αν προέρχεται;» Η ερώτηση - ορόσημο των τελευταίων χρόνων φαντάζει τόσο κλισέ όσο και ειρωνική. Μα, πραγματικά το ζητούμενο είναι να καταδικάσεις τη βία; Αυτό που ψάχνεις είναι το πώς θα την καταστείλεις ή τι στ’ αλήθεια την γεννά;

Το μεγάλου μήκους σκηνοθετικό ντεμπούτο του Μιχάλη Κωνσταντάτου παίρνει μια βαθιά ανάσα και βουτάει στον βάλτο μιας ζοφερής καθημερινότητας που μολύνει αργά αλλά σταθερά τις ζωές τριών διαφορετικών ανθρώπων που δεν έχουν την παραμικρή σχέση μεταξύ τους.

Ο Τζίμης (Νικόλας Βλαχάκης) είναι ένα πλουσιόπαιδο ενός ιδιωτικού λυκείου, μπουχτισμένο απ’ το σχολείο και αποξενωμένο απ’ τους εγωκεντρικούς γονείς του. Ακόμη και οι προπονήσεις τένις ή οι συναντήσεις με την κοπέλα του φαντάζουν γι’ αυτόν μαρτύριο.

Η Μαίρη (Ελευθερία Κόμη) είναι μια ασκούμενη δικηγόρος γύρω στα 30 που ανεβοκατεβαίνει ορόφους υπηρεσιών για να ξεμπερδέψει με τη λάντζα της δουλειάς. Η μητέρα της βρίσκεται κατάκοιτη στο νοσοκομείο ενώ ο σύντροφός δεν δίνει δεκάρα τσακιστή για εκείνη.

Ο Μάκης (Χρήστος Σαπουντζής), ένας πενηντάρης ψιλικατζής, περνάει την περισσότερη μέρα του στο μαγαζί καπνίζοντας και χαζεύοντας αγγελίες τηλεφωνικού σεξ. Πίσω στο σπίτι τον περιμένουν γυναίκα και παιδιά, βαρετές εκδρομές και πικρές οικογενειακές γιορτές που ολοκληρώνουν το παζλ της αφόρητης ρουτίνας του.

Στο πρώτο και μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, ο Κωνσταντάτος με αργό και αβίαστο ρυθμό, εγκλωβίζει στα αποχρωματοποιημένα και στυλιζαρισμένα κάδρα του τις μικρές καθημερινές στιγμές των ηρώων του και τις παθογένειες που αυτές κρύβουν.

Η Μαίρη επιχειρεί να αυτοϊκανοποιηθεί μέσα στο δοκιμαστήριο ενός καταστήματος ρούχων. Ο Τζίμης, σχεδόν μαζοχιστικά, αφήνει να τον χτυπούν στο πρόσωπο τα μπαλάκια του τένις που εκτινάσσονται από το αυτόματο μηχάνημα. Μετά όλα συνεχίζουν κανονικά, σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Στα αλήθεια τίποτα τραγικό δεν έχει συμβεί μέχρι που όμως η σύμβαση μιας κανονικής ζωής θα γίνει αβάσταχτη και για τους τρεις τους.

Τότε, χωρίς να μάθουμε το πώς και το γιατί, η απόγνωση των τριών πρωταγωνιστών διοχετεύεται σε έναν κοινό δρόμο και οδηγεί σε ένα ντελιριακό κρεσέντο βίας, σε ένα ξέσπασμα που ταρακουνά. Η μέχρι πρότινος ιμπρεσιονιστική φόρμα και η κλινική ματιά δίνουν τη θέση τους σε μια φρενήρη σκηνοθετικά και μονταζιακά σεκάνς, στην οποία ο Κωνσταντάτος ολοκληρώνει την εικόνα ενός ψηφιδωτού που κάποια απ’ τα κομμάτια του στα είχε ήδη φανερώσει αλλά που δεν μπορούσες να φανταστείς πως μοιάζουν συντεθειμένα. Μετά το τέλος της ταινίας, μπορεί και κάποιες μέρες μετά, συνειδητοποιείς πως τελικά όλα ήταν εκεί.

Το «Luton» είναι μια ταινία που ρισκάρει σε πολλά επίπεδα. Ρισκάρει με την εκκεντρική κινηματογραφική του γλώσσα, φλερτάρει με την αμφιλεγόμενη ταμπέλα του «weird greek cinema» (λες και όλα τελευταία τριγύρω μας είναι εντελώς φυσιολογικά) αλλά κερδίζει το στοίχημα, διατηρώντας τελικά την δική του ξεχωριστή ταυτότητα.

Σε κάθε περίπτωση, το «Luton» μάς συστήνει το αδιαμφισβήτητο ταλέντο ενός νέου Έλληνα δημιουργού, ο οποίος με το ντεμπούτο του μας αναγκάζει να τον τοποθετήσουμε στην λίστα με τους σκηνοθέτες εκείνους που οφείλουμε να παρακολουθούμε στενά.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ