Κείμενο - Συνέντευξη: Δέσποινα Παυλάκη
Είναι 35 χρονών, ζει στο Μπουένος Αϊρες με τη γυναίκα της ζωής της, κάνει «άβολο» σινεμά από τα 19 και βρίσκεται στον όγδοο μήνα της πρώτης αντισυμβατικής εγκυμοσύνης της. Η αινιγματική σκηνοθετική της πορεία, που αναμειγνύει ντοκιμαντέρ, animation και μυθοπλασία, οφείλεται σ' ένα «ατύχημα»: μία ωραία πρωία, όταν ήταν 3 ετών, οι γονείς της εξαφανίστηκαν από πρόσωπου γης. Ηταν η απαρχή της σκληρότερης δικτατορίας που γνώρισε ποτέ η Αργεντινή. Γνωρίστε την Αλμπερτίνα Κάρι μέσα από το αφιέρωμα που διοργανώνει στο έργο της το 14ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας Conn-X.
Από τότε και για πολλά χρόνια, η Αλμπερτίνα περίμενε με ανυπομονησία τα γενέθλιά της για να κάνει πάντα την ίδια ευχή, σβήνοντας τα κεράκια: «Να γυρίσουν γρήγορα. Δεν ξέρω αν άλλαξε η προοπτική μου μετά την εξαφάνιση, γιατί ήμουν πολύ μικρή για να θυμάμαι τον εαυτό μου πριν από το χαμό. Τους έχω συγχωρέσει όμως. Παρ όλο που ο πόνος με επισκέπτεται ξανά και ξανά, αν μπορούσα να πάω πίσω στο χρόνο και να διαλέξω γονείς από την αρχή, θα διάλεγα πάλι τους ίδιους». Ο Ρομπέρτο Κάρι και η Ανα Μαρία Καρούσο, αντιστασιακοί διανοούμενοι της εποχής, έχουν αποκρυσταλλωθεί με διαφορετικό τρόπο στη μνήμη των απογόνων τους. Οι δύο μεγάλες αδερφές της Αλμπερτίνα τούς θυμούνται λίγο πιο ωραίους, λίγο πιο σπουδαίους και λίγο πιο τρυφερούς απ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Για τις πρεσβύτερες κόρες Κάρι δεν τίθεται θέμα συγχώρεσης, γιατί κάνεις δεν θυμώνει ποτέ με τους Αγίους. Η Αλμπερτίνα όμως χρειάστηκε να σκηνοθετήσει μια από τις σημαντικότερες ταινίες της καριέρας της («Οι Ξανθοί»/«Los Rubios») για να καταφέρει να ξεπεράσει την οργή της εγκατάλειψης. Και γιατί δηλαδή η επανάσταση θα πρέπει να είναι σημαντικότερη από τα ίδια σου τα παιδιά;
Η αμφισβήτηση των προσωπικών επιλογών μιας αγιοποιημένης μερίδας ανθρώπων (οι «εξαφανισμένοι» αγωνιστές της Αργεντινής μετριούνται σε χιλιάδες, χωρίς να έχουν αφήσει πίσω τους το παραμικρό ίχνος ή την παραμικρή ελπίδα για το ενδεχόμενο να βρίσκονται κάπου ζωντανοί) δεν ήταν η πρώτη φορά που η Αλμπερτίνα ήρθε σε ρήξη με το κατεστημένο της χώρας της: «Νομίζω ότι η λέξη που με περιγράφει καλύτερα, ως γυναίκα και ως καλλιτέχνη, είναι ανήσυχη. Μια ανησυχία απέναντι στην τέχνη, τη ζωή, τον έρωτα, τους δεσμούς που μας δένουν με όλα αυτά, αλλά και τους δεσμούς που είμαστε ανίκανοι να διατηρήσουμε».
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της επιτίθεται κατά μέτωπο ενάντια στον «καθωσπρεπισμό» της αργεντίνικης οικογένειας. Το «Νo Quiero Volver Α Casa» του 2001, τυλιγμένο στη σκοτεινή ασπρόμαυρη ατμόσφαιρα ενός σκληρού και ταυτόχρονα ρομαντικού Μπουένος Αρες, αφηγείται την ιστορία δυο πολύ διαφορετικών αδερφών που σχεδιάζουν ο ένας τη δολοφονία του άλλου. Η ενασχόληση με το οικογενειακό δράμα όμως σύντομα την έφερε αντιμέτωπη με τον ίδιο της τον εαυτό και την ανάγκη να εξερευνήσει πρώτα απ όλα τα δικό της παρελθόν.
Οι εκπληκτικοί «Ξανθοί» («Los Rubios»/2003) την οδηγούν σε μισοσβησμένα μονοπάτια θαμπών αναμνήσεων, που έχουν πια υποστεί μόνιμη παραμόρφωση: διαπιστώνοντας, κατόπιν εξαντλητικής έρευνας, ότι δεν θα ανακαλύψει ποτέ την αλήθεια για την εξαφάνιση των γονιών της, συνειδητοποιεί ότι έχει περισσότερη ανάγκη να τους συγχωρήσει, παρά να τους εντοπίσει. Στήνει λοιπόν ένα ντοκιμαντέρ με πρωταγωνιστή τον εαυτό της, αναθέτοντας όμως τον ρόλο της σε μια επαγγελματία ηθοποιό! Αψηφώντας πλήρως τους κανόνες του σινεμά τεκμηρίωσης, αναπαριστά το παρελθόν με πλεμομπίλ, ανακρίνει τους συγγενείς της με όργανο τον ψεύτικο εαυτό της και καταγράφει μάρτυρες που ψεύδονται ολοφάνερα. Σκοπός της όμως δεν είναι να μάθει την αλήθεια, αλλά να επιτρέψει στον καθένα να ζήσει με τη δική του - με την εκδοχή δηλαδή της πραγματικότητας που του είναι απαραίτητη για να συνεχίσει να ζει. Χρησιμοποιώντας άλλωστε μια ψεύτικη Αλμπερτίνα, επιτρέποντας περιστασιακά στον εαυτό της να συμμετέχει στην ταινία δίνοντας σκηνοθετικές οδηγίες στο alter ego της, είναι η πρώτη που παραδέχεται ότι η παιδική της μνήμη έχει διαστρεβλώσει ανεπανόρθωτα το ίδιο της το παρελθόν.
Κάνοντας ένα δημιουργικό διάλειμμα με το «Ακόμα Και Οι Μπάρμπι Μελαγχολούν» («Βarbie Tambien Puede Estar Τriste»/2003) εκδήλωσε για πρώτη φορά τους σεξουαλικούς της προβληματισμούς με την πολύτιμη βοήθεια ενός κοριτσίστικου ειδώλου: παραμορφώνοντας ανηλεώς τη γλυκιά Μπάρμπι και τον αρραβωνιαστικό της, εισάγει την Μπάρμπι transsexual και κάνει το γύρο των φεστιβάλ διαλαλώντας μια νέα εποχή!
Η επιστροφή της στη συμβατική (εικονογραφικά και μόνο) μυθοπλασία, της εξασφαλίζει την πολυπόθητη είσοδο στις Κάννες. Το «Geminis» του 2005 διεισδύει στο σπιτικό Αργεντίνων αριστοκρατών, καυτηριάζοντας την αυτάρκεια μιας κάστας που αρνείται να ανοίξει τις πόρτες στο λαό. Εν μέσω γαμήλιων δεξιώσεων και ανελέητου κουτσομπολιού, η Κάρι συλλαμβάνει τον έρωτα της Μέμε και του Χέρε, δυο δίδυμων αδερφών που βρίσκουν διέξοδο ο ένας στο άλλο, γιατί πολύ απλά δεν έχουν μάθει να κοιτούν ποτέ παραέξω.
Ο μεγαλύτερος καλλιτεχνικός της θρίαμβος όμως, είναι αδιαμφισβήτητα το φετινό «La Rabia», η ιστορία δυο διαταραγμένων παιδιών στην αργεντίνικη πάμπα (μεγάλη, εύφορη έκταση) και των βάρβαρων ενηλίκων που τα περιβάλλουν. Μέσα από μια βίαιη πρόσμειξη animation και εκθαμβωτικών τοπίων, η Κάρι σχολιάζει το σεξ και τον θάνατο, δηλαδή τον τρόμο της ανθρώπινης ύπαρξης. «Η βασική θεματική που διέπει όλες τις ταινίες μου είναι ο φόβος που μας προκαλεί η επιβεβλημένη ηθική. Με απασχολεί η ατομικότητα και η προσωπική επιθυμία σε αντιδιαστολή με τους καταπιεστικούς κοινωνικούς θεσμούς που μας μετατρέπουν σε τέρατα, όπως ακριβώς τους ενήλικες στο «La Rabia».
Οσο για τη δική της προσωπική εξέλιξη, η ευχή που έκανε στα 35α της γενέθλια, πριν φυσήξει τα κεράκια, έχει επιτέλους μετατοπιστεί στο μέλλον αφήνοντας το παρελθόν εν ειρήνη: «Να γίνω μια καλή μητέρα κι ας κάνω και λάθη». Φαντάζομαι ότι η κόρη της θα τη συγχωρέσει, όπως συγχώρεσε κι αυτή τους δικούς της γονιούς.