Ενας νεαρός Σκοτσέζος γιατρός γίνεται έμπιστος του δικτάτορα της Ουγκάντα Ιντι Αμίν Νταντά, ανακαλύπτοντας τη σκοτεινή πλευρά της εξουσίας.
Είναι ολοφάνερη η ντοκιμαντερίστικη ματιά με την οποία ο Κέβιν ΜακΝτόναλντ αφηγείται τα έργα και τις ημέρες ενός από τους μεγαλύτερους δικτάτορες της σύγχρονης ιστορίας της Αφρικής. Οπως είναι ολοφάνερη η αδυναμία του έμπειρου ντοκιμαντερίστα να προσδώσει στη fiction ιστορία του ένα ισχυρό κέντρο βάρους. Γοητευμένος (δικαιολογημένα) από την προφανώς πιο ενδιαφέρουσα περσόνα του στρατηγού Αμίν Νταντά, όπως αυτός μεταμορφώνεται από ελευθερωτής σε ένα αδίστακτο τέρας στην Ουγκάντα της δεκαετίας του 70, ο ΜακΝτόναλντ ξεχνάει συχνά πως κεντρικός ήρωας είναι ο νεαρός Σκοτσέζος γιατρός που ο δικτάτορας θα «υιοθετήσει» ως το πιο έμπιστο μέλος της αυλής του. Ταυτόχρονα διστάζει μέχρι και το τέλος να αποφασίσει αν αυτό που παρακολουθούμε είναι μία βιογραφία του Νταντά, ένα πολιτικό θρίλερ ή ένα δράμα ενηλικίωσης.
Κατακερματισμένος μέσα στις πολύπλευρες και ομολογουμένως φιλόδοξες προθέσεις του, ο Τελευταίος Βασιλιάς Της Σκοτίας είναι τελικά μία μάλλον πιστή, αλλά ανώδυνη (για χάρη του αδηφάγου mainstream κοινού, προφανώς) κινηματογραφική διασκευή του ομώνυμου βιβλίου του Τζιλ Φέντον (που κυκλοφόρησε το 1998). Μία ατυχής προσπάθεια παραλληλισμού μίας προσωπικής συνειδητοποίησης μέσα από τις ιστορικοπολιτικές εξελίξεις, η οποία αποδυναμώνεται, πέφτοντας στις παγίδες του φολκλόρ και της πολιτικής ορθότητας.
Κι όλα αυτά την ίδια ακριβώς στιγμή που ο Φόρεστ Γουίτακερ υπερβαίνει όλους τους πιθανούς σκοπέλους γραφικότητας για να υποδυθεί τον Νταντά με την αθωότητα ενός αγνού παιδιού, με την γενναιοδωρία ενός φιλεύσπλαχνου πατέρα, με την τρέλα ενός αδίστακτου εξουσιαστή σε ένα σαιξπηρικό ντελίριο ανώτερης υποκριτικής τεχνικής. Λόγος ικανός, αν και μόνος, να στερήσει το fiction ντεμπούτο του Κέβιν Μακ Ντόναλντ από τη λήθη.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ