Αν προσπεράσουμε τον εξωραϊσμένο, πλέον, μύθο, που θέλει τους Joy Division απαραίτητο συμπλήρωμα του lifestyle κάθε μαυροντυμένου ημι-γκόθικ έφηβου, αυτό που μένει είναι ένα σπουδαίο post punk συγκρότημα που μετουσίωσε την γκρίζα, βιομηχανική ατμόσφαιρα της πόλης του Μάντσεστερ σε έναν γκρι, βιομηχανικό ήχο παγκοσμίου εκτοπίσματος.
Αν προσπεράσουμε το γεγονός ότι ο Ιαν Κέρτις έγινε, χωρίς να το φανταστεί καν, στα 23 χρόνια της ζωής του, σύμβολο/λογότυπο/αντι-ήρωας παιδιών που δεν είχαν γεννηθεί καν όταν ο ίδιος αποφάσιζε να παραδοθεί στους δαίμονές του, αυτό που μένει είναι ένας χαρισματικός στιχουργός και ένας εκφραστικός ερμηνευτής που, τρεις δεκαετίες αργότερα, εξακολουθεί να ρίχνει τη σκιά του σε πλήθος ποιοτικών συγκροτημάτων (ας μην αρχίσουμε λίστες με ονόματα...).
Αν προσπεράσουμε τον ασπρόμαυρο φακό του Αντον Κόρμπιν και την υποδειγματική ηθοποιία του Σαμ Ράιλι, αυτό που μένει είναι μία ταινία για όλους εκείνους τους ανθρώπους που, είτε λόγω συγκυριών είτε λόγω ιδιαιτεροτήτων, κουβαλάνε ένα σταυρό που οι υπόλοιποι θέλουν να δουν να φτάνει στην κορυφή του Γολγοθά, χωρίς να βοηθήσουν στη μεταφορά του.
Αν όμως προσπεράσουμε και το γεγονός ότι το «Control», ως ταινία, αποτυπώνει τέλεια τις αγωνίες της μετα-Sex Pistols βρετανικής γενιάς και τη βασανισμένη ψυχή ενός καταραμένου ποιητή, αυτό που μένει είναι η μουσική. Μουσική που έγραψαν οι New Order (η φυσική και φωτεινή συνέχεια των Joy Division) ειδικά για το έργο, μια διασκευή του «Shadowplay» από τους Killers, κλασικά κομμάτια των Velvet Underground, Roxy Music, Kraftwerk, Ιγκι Ποπ, Ντέιβιντ Μπόουι (τα ονόματα που το πανκ σου «επέτρεπε» να ακούς στα τέλη της δεκαετίας του 70), μια νέα εκτέλεση του «Τransmission» από το cast του «Control» και «hits» των Buzzcocks, Τζον Κούπερ Κλαρκ και, φυσικά, Sex Pistols.
Δε ξέρω αν έχει να κάνει με τις new wave καταβολές της γενιάς στην οποία ανήκει η στήλη, αλλά είναι αδύνατον να μην με αγγίξει αυτή η ταινία - και η μουσική της ακόμα περισσότερο.
Σπήλιος Λαμπρόπουλος