Διαβάστε το 1. κεφάλαιο του "παραθεριστή" στο e-go

27.03.2001
Ενας μυστηριώδης ψυχίατρος, μια καλλίφωνη νεαρή που δεν ξέρει τι θέλει, ο λαμπερός κόσμος των λάιφ στάιλ περιοδικών... Ο Κώστας Κατσουλάρης μετά από τις "Ιστορίες από τον αφρό" και "Το σύνδρομο της μαργαρίτας" επανέρχεται με τον "παραθεριστή", το καινούριο του μυθιστόρημα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Εστία". Διαβάστε αποκλειστικά στο e-go το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου.
Ενας μυστηριώδης ψυχίατρος, μια καλλίφωνη νεαρή που δεν ξέρει τι θέλει, ο λαμπερός κόσμος των λάιφ στάιλ περιοδικών...Ο Κώστας Κατσουλάρης μετά από τις "Ιστορίες από τον αφρό" και "Το σύνδρομο της μαργαρίτας" επανέρχεται με τον "παραθεριστή", το καινούριο του μυθιστόρημα που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Εστία". Διαβάστε αποκλειστικά στο e-go το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου.

Παρασκευή, 30 Ιουλίου

"ΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΕ. Ο Λεωνίδας βρήκε επιτέλους μια ικανοποιητική θέση. Προς το παρόν βέβαια στέκεται στον ήλιο, έχει απλώσει τον υπνόσακό του στο αριστερό μέρος της πρύμνης - τον αριστερό γλουτό όπως λένε οι ναυτικοί. Είναι τρεις και πέντε, ντάλα μεσημέρι, το πλοίο θα έπρεπε τώρα να ξεκολλάει.
Διασχίζει το κατάστρωμα, φτάνει στην κουπαστή. Ο Πειραιάς λούζεται στον πηχτό ήλιο του μεσοκαλόκαιρου, οι πολυκατοικίες κρέμονται σαν τσαμπιά, σαν από θαύμα αντέχουν και δε χύνονται στη θάλασσα. Σαν τσαμπιά κρέμονται κι οι άνθρωποι, οι ταξιδιώτες αυτού του πλοίου με το όνομα Ρομίλντα, στο νου του Λεωνίδα έρχονται εικόνες από την τηλεόραση, πλοία ξέχειλα από λαθρομετανάστες σε κάποιο λιμάνι της Ιταλίας.
Επιστρέφει στη θέση του, ένα ζευγάρι ξανθομάλληδες γύρω στα σαράντα έχει καταλάβει το χώρο δίπλα του. Τριγύρω παρέες εφήβων, κοριτσοπαρέες, ζευγάρια με παιδιά και λιγοστοί μεσήλικες, πασχίζουν όλοι να τακτοποιηθούν, να ακουμπήσουν τα πράγματά τους και να αισθανθούν άνετα - σε διακοπές. Μιλούν, γελούν και ανταλλάσσουν αστειάκια, δείχνουν χαρούμενοι.
Η Ρομίλντα έχει εδώ και κάμποσα λεπτά ξεκινήσει, όπου να 'ναι θα πλησιάζει στην έξοδο του λιμανιού. Ο Λεωνίδας έχει αρχίσει να καίγεται, μα δεν τολμάει να μετακινηθεί. Οσοι δεν έχουν ακόμη βρει θέση στο κατάστρωμα φέρνουν γύρους σαν τα θηρία. Συχνά τραβολογούν μαζί τους και κάνα - δυο παιδιά, κάποια είναι εκνευρισμένα, ορισμένα κλαψουρίζουν. Δίπλα του η ξανθιά έχει ήδη στρωθεί στο διάβασμα, είναι μάλλον Γερμανίδα. Ο συνοδός της κάτι ψαχουλεύει ανάμεσα στις αποσκευές τους, βγάζει ένα θερμός και πίνει δυο προσεκτικές γουλιές νερό.
Σηκώνεται και κατευθύνεται προς το εσωτερικό του πλοίου, τα πνεύματα έχουν τώρα ηρεμήσει. Υπάρχουν βέβαια δυο - τρεις τύποι που βολτάρουν ανήσυχοι ανάμεσα στον κόσμο, αλλά αυτοί ψάχνουν μάλλον για γυναίκα. Το μάτι τους είναι θολό και η όψη τους απόκοσμη, σίγουρα ψάχνουν για γυναίκα.
"Ενα μπουκάλι νερό."
Είναι ο Λεωνίδας. Ο άνθρωπος πίσω από τον πάγκο τού έδωσε το νερό και πήρε τα λεφτά του. Βγαίνει και πάλι στο κατάστρωμα, κατευθύνεται προς τη θέση του. Να, μια κοπέλα, όχι πάνω από είκοσι χρόνων, να την, σηκώθηκε και πλησιάζει προς τη μεριά του. Είναι μάλλον άσχημη, έχει όμως καλλίγραμμο σώμα, αθλητικό. Το εκθέτει στα μάτια του όσο γίνεται - και γίνεται, αλίμονο, πια πολύ -, όπως και στα μάτια όλου του κόσμου. Η νεαρή κοπέλα αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης παρέας εφήβων που έχει καταλάβει το κέντρο του καταστρώματος. Εχουν ένα τεράστιο κασετόφωνο τοποθετημένο τελετουργικά στο μέσο και κάνουν μεγάλη φασαρία.
Τέσσερις και είκοσι πέντε. Αφησαν το λιμάνι μα κάνει ακόμη ζέστη. Η θάλασσα είναι λάδι, σχεδόν αχνίζει. Ο Λεωνίδας αγόρασε έναν κρύο καφέ, τον πίνει με γρήγορες γουλιές. Νερόπλυμα, καραβίσιος, που λένε, όμως δεν τον πειράζει, θα πάει να παραγγείλει κι άλλον. Θα ζητήσει να βάλουν περισσότερη ζάχαρη - γιατί την τσιγκουνεύονται τη ζάχαρη;
"Εναν κρύο καφέ με πολύ ζάχαρη."
Ο Λεωνίδας πάλι. Παράγγειλε τον καφέ του, έδωσε ακριβείς οδηγίες. Για να δούμε. Στη δεξιά πλευρά της πρύμνης, στην ηλιόλουστη τώρα μεριά, ο κόσμος έχει γδυθεί και απολαμβάνει τον ήλιο. Στα αριστερά, ένας γκρίζος όγκος, ένα νησί. Ποιο νησί όμως; Δεν ξέρει, ποτέ δεν έδωσε σημασία. Αυτό το πλοίο, αφού σταματήσει σε κάμποσα νησιά, πιάνει τότε την άγονη γραμμή. Το δικό του νησί βρίσκεται κάπου εκεί, το ταξίδι του θα κρατήσει πολύ ακόμη.
Κοιτάζει γύρω του. Πίνει τον καφέ του με γρήγορες, νευρικές γουλιές και κοιτάζει γύρω του. Ο καφές είναι καλύτερος από τον προηγούμενο, απέχει όμως αρκετά από τον καφέ που πίνει εκείνος. Πώς τον πίνει; Είναι απλό. Βάζει μιάμιση κουταλιά καφέ στο ποτήρι και ρίχνει λίγο από το νερό. Το κουνάει ελαφρά και στη συνέχεια προσθέτει το υπόλοιπο νερό και τα παγάκια. Τότε βάζει τρεις γεμάτες κουταλιές ζάχαρη και ανακατεύει για λίγο όλο το διάλυμα με το κουταλάκι. Το παίρνει και το πίνει με γρήγορες γουλιές, η ζάχαρη λιώνει στο στόμα του κι αυτό του δίνει μεγάλη ικανοποίηση. Ο πρώτος μεγαλύτερη. Ο δεύτερος αρκετή. Από τον τρίτο και μετά απλώς αρέσκεται να τον πίνει. Τόσο απλά. Γίνεται όμως να μπει στην καντίνα να τον φτιάξει μόνος του; Θα επιτρέπανε κάτι τέτοιο οι αυστηροί κανονισμοί; (άρθρο 1: Οι επιβάτες οφείλουν να συμμορφώνονται με τους κανονισμούς και τις οδηγίες που αφορούν στην τήρηση της τάξης και την ασφάλεια του πλοίου).
Κοιτάζει γύρω του. Λίγα μέτρα μακριά του, πάνω στον πάγκο με τα σωσίβια, παρατηρεί κάτι όμορφο. Μια νέα γυναίκα, ντόπια ή ξένη, δεν ξεχωρίζει, νέα πάντως, κάθεται ήρεμα και θηλάζει το μικρό της. Γύρω της γίνεται φασαρία, ορισμένοι ρίχνουν μια κλεφτή ματιά προς τη μεριά της, εκείνη έχει την προσοχή της στραμμένη ολόκληρη στο μικρό της. Το μικρό της είναι πολύ μικρό, μόλις που διακρίνεται η μουσούδα του μέσα από την αγκαλιά της. Κάθε τόσο αφήνει το βλέμμα της να φεύγει ψηλά, όχι όμως κάπου συγκεκριμένα, αιωρείται για λίγο στο πουθενά και επιστρέφει ευχαριστημένο πάνω στο μικρό της. Τυχερό μικρό! Είσαι καλά εκεί, κρεμασμένο στο στήθος της μαμάς σου. Είσαι, μάλιστα, πολύ καλά, τυχερό μωρό!
Ολα τα μωρά δεν είναι τυχερά. Όλα βέβαια έχουν γεννήτορες. Όλα τα πλάσματα έχουν, στο σημείο εκκίνησης, μάνα και πατέρα. Δεν είναι ωστόσο όλα το ίδιο τυχερά στη συνέχεια. Κάποια μένουν μονάχα με τη μάνα, κάποια μονάχα με τον πατέρα στη συνέχεια ― ορισμένα μένουν πρόωρα δίχως μάνα ούτε πατέρα. Κάποτε ο Λεωνίδας είχε και τους δυο. Κάποτε, πολύ παλιά, στις αρχές της ύπαρξής του, είχε μια μάνα. Θα το ήξερε ακόμη κι αν δεν του το είχαν πει. Το θυμάται. Διατηρεί την ανάμνησή της σαν ακαθόριστη γλύκα, μια παρουσία σε κάποια από τα πιο όμορφα όνειρά του, πηγή θερμότητας που τον τυλίγει και κάνει τον ύπνο του υγρό και ασφαλή. Θα το ήξερε ακόμη κι αν δεν του το είχαν πει, είναι σίγουρος: την έχει βυζάξει αυτή τη μάνα. Ηταν λιγότερο από δύο χρόνων. Ο πατέρας του έκανε το παν για να καλύψει το κενό της, για να μη νιώθει κι εκείνος το κενό της. Αργότερα έφερε μια κοπέλα νεότερή του, την Αλεξάνδρα, την έφερε να ζήσει στο σπίτι τους, να ζήσει μαζί τους. Ήταν βέβαια πικραμένος με τον Μάνθο, τον μικρότερο γιο του. Η πίκρα του, η βαθιά πίκρα του, είναι ίσως ο μοναδικός λόγος που κι ο Λεωνίδας καμιά φορά στεναχωριέται για τον αδελφό του.
Τα προβλήματα μαζί του άρχισαν άλλωστε από πολύ νωρίς. Ηταν δεν ήταν δεκαπέντε όταν εκδήλωσε τις πρώτες παραξενιές. Αρχικά νόμιζαν -αυτό νόμισε κι ο γιατρός- πως ήταν παροδικό, από τις συνηθισμένες διαταραχές της εφηβείας. Οταν τον βρήκαν έναν Δεκέμβριο, παραμονές Χριστουγέννων διάολε, μέσα στα αίματα, να σέρνεται και να βογκάει στην κουζίνα, τότε κατάλαβαν ότι άλλο ήταν το πρόβλημά του. Εκτοτε δεν έχει βρει ησυχία. Οι γιατροί άλλαζαν διάγνωση με κάθε νέα εισαγωγή, θα μπορούσε να παραθέσει ολόκληρο κατάλογο από ψυχικές, ή βιολογικές, ανάλογα με την εκάστοτε προσέγγιση, ασθένειες. Ο Λεωνίδας όμως γνωρίζει την αλήθεια. Η αλήθεια γι' αυτόν είναι απλή, απλή και κρυστάλλινη όπως κάθε αλήθεια: του έλειπε η μαμά του. Η δικιά τους μαμά. Αυτή είναι η αλήθεια. Ηθελε κι αυτό το παιδί, ο αδελφός του, ήθελε να είχε μια μαμά, ένα βυζί να χώσει στο στόμα του, μια ρώγα να γαντζωθεί επάνω της με τα τρυφερά του δόντια. Αυτό θέλει κάθε παιδί, έτσι δεν είναι; Έτσι δεν ήταν πάντα;
Ετσι είναι, ο Λεωνίδας το πιστεύει. Θα το πίστευε ό,τι κι αν του έλεγαν. Αυτό το βυζί ο Λεωνίδας το έχει βυζάξει, είναι σίγουρος. Ο αδελφός του, όμως, όχι. Εκείνος δε μπορεί να βρει σιγουριά, δε θα μπορέσει ποτέ να είναι σίγουρος. Εκείνος δεν ξέρει τι είναι η μάνα, δεν ξέρει τι είναι το βυζί της μάνας. Ξέρει βέβαια καλά πώς είναι να μην έχεις, να μην είχες ποτέ σου μάνα, ναι, αυτό το ξέρει καλά! Ξέρει, επίσης, πώς είναι να μην είχες ποτέ στο στόμα σου το βυζί της, ναι, κι αυτό το ξέρει πολύ καλά! Εκεί που βρίσκεται αυτή τη στιγμή θα το ξέρει πολύ καλά και - ο Λεωνίδας είναι σίγουρος - θα το σκέφτεται νύχτα μέρα. Η είσοδος του στη ζωή προκάλεσε την έξοδο της μάνας του από τη ζωή. Η αρχή της ύπαρξής του σήμανε το τέλος της δικής της ύπαρξης. Η ζωή του και ο θάνατός της είναι δυο πράγματα που ο Λεωνίδας ποτέ του δεν ξεχώρισε. Το ένα στη θέση του άλλου. Εκείνος στη θέση εκείνης. Ήταν όμως αυτή μια απαραίτητη ανταλλαγή; Ήταν αυτή - αδερφούλη - μια δίκαιη ανταλλαγή;"