CAN CAN 2004-05: Τόλης Unlimited (***)

24.01.2005
Ο Αρχοντας Τόλης σε ένα πρόγραμμα που θα σε κάνει να σπαράξεις στο κλάμα, να μεθύσεις από νταλκά και να θυμηθείς όλες τις φορές που κύλησες στον έρωτα. Πίσω του μία ορχήστρα που όσο εκείνος τραγουδάει σε ήχο πλάγιο Τέταρτο εκείνη ξεκατινιάζει τον ήχο επί ένα τέταρτο (το κάθε σετ φάλτσων) μέχρι να κουφαθείς εντελώς. Μαζί του, στο ίδιο μαγαζί, και η Λίτσα (Γιαγκούση) με τα εσώρουχα της και μην τολμήσεις να με ρωτήσεις αν είναι της μόδας τα κομπινεζόν διότι βιάζομαι να φύγω.
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: Ο Αρχοντας Τόλης σε ένα πρόγραμμα που θα σε κάνει να σπαράξεις στο κλάμα, να μεθύσεις από νταλκά και να θυμηθείς όλες τις φορές που κύλησες στον έρωτα.
Πίσω του μία ορχήστρα που όσο εκείνος τραγουδάει σε ήχο πλάγιο Τέταρτο εκείνη ξεκατινιάζει τον ήχο επί ένα τέταρτο (το κάθε σετ φάλτσων) μέχρι να κουφαθείς εντελώς.
Μαζί του, στο ίδιο μαγαζί, και η Λίτσα (Γιαγκούση) με τα εσώρουχα της και μην τολμήσεις να με ρωτήσεις αν είναι της μόδας τα κομπινεζόν διότι βιάζομαι να φύγω.

ΠΡΙΝ ΠΑΣ
ΤΗΛΕΦΩΝΟ: 210-54.44.440 & 210-56.12.321
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: Πέτρου Ράλλη 62 & Κηφισσού, Αθήνα
ΗΜΕΡΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ: Πέμπτη-Κυριακή
ΕΝΑΡΞΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ: 23:55

ΤΙΜΕΣ
Εισιτήριο και Α’ ποτό: 15 ευρώ
Φιάλη Ουίσκι/4 άτομα: 170 ευρώ (απλό, κομπλέ)
Φιάλη Ουίσκι/4 άτομα: 190 ευρώ (σπέσιαλ, κομπλέ)
Φιάλη Κρασί/2 άτομα: 85 ευρώ (κομπλέ)
Β’ Ποτό στο μπαρ: 10 ευρώ

Ημουν κι εγώ εκεί...
Αν μπορούσα να ακούσω τι μου είπε η φίλη μου η Λένα φεύγοντας δεν θα είχα στρίψει δεξιά.
Αν δεν είχα στρίψει δεξιά δεν θα είχαμε χαθεί στο Αιγάλεω.
Αν δεν είχαμε χαθεί στο Αιγάλεω θα ήμασταν το ίδιο κουφές, αλλά τουλάχιστον θα ξέραμε που ήμασταν.
Το ότι θα βγαίναμε με κώφωση 98.5% από το Can Can το είχα ψυλλιαστεί από τη στιγμή που άκουσα τον ντράμερ να «απαντάει» στον πληκτρολόγο, ο οποίος εκείνη τη στιγμή έπαιζε στο όργανό του τη μελωδία «πως πνίγουσι τσι κότες στα Σφακιά» με ένα ανηλεές κοπάνημα των ‘πιάτων’ του.
(Μεταξύ μας, νομίζω ότι ο ντράμερ θα πρέπει να είχε τσακωθεί με τη σύζυγο εκείνη τη μέρα αλλιώς δεν εξηγείται γιατί συνέχισε να αναπαριστά ήχους από σπασίματα γυαλικών όλη νύχτα.
Με ποιον τα είχε ο συνθεσαϊζεράς δεν κατάλαβα, αλλά ας μείνω χαμένη στο Αιγάλεω και θα επανέλθω αργότερα στην ορχήστρα).

Την ακοή της λοιπόν ήξερα γιατί την είχε χάσει η φίλη μου η Λένα, τα ματάκια της όμως δεν ξέρω αν της τα θόλωσαν τα φλούο ρούχα του μπαλέτου ή τα εσώρουχα της κυρίας Γιαγκούση.
Αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι γύρω στις τέσσερις και μισή, κι ενώ εγώ πρότεινα (δείχνοντας με το δάχτυλο) στροφές δεξιά κι αριστερά για να βγούμε από τα χαμένα, την άκουσα να φωνάζει περιχαρής: «Σωστά πάμε! Να η Ακρόπολη!».
Και όντως στην ευθεία μπροστά μας είδα να λάμπει ολόφωτος ο άγιος λόφος -του Λυκαβηττού.

Μετά από αυτό σήμερα κάθισα και γράφω επιστολή με την οποία αιτούμαι επιδόματος βαρέως και ανθυγιεινού από το αφεντικό μου.
Επισυνάπτω δε και βεβαίωση του ΩΡΛ ο οποίος μου συνέστησε λασπόλουτρα στις Θέρμες Καρακάλλα και μου είπε πως αν δεν το κόψω μαχαίρι αυτό το κακό συνήθειο με τα ξενυχτοπωλεία κινδυνεύω να χάσω εκτός από το Αιγάλεω και κάποιο ζωτικό όργανό μου για πάντα.
Οπότε κι εγώ του αντέταξα το Τόλειο επιχείρημα:
«Το φεγγάρι πάνω, Θέ μου, ασημένιο τάλιρο
Και με το κορίτσι, Θέ μου, πάμε για το Φάληρο»

Διότι ο γιατρός δεν ήξερε ότι βασικά πηγαίναμε για Αθήνα.

ΤΑ ΚΑΛΑ ΝΕΑ:
Τα καλά νέα που έχω από την επίσκεψή μου στο Can Can είναι ότι το μαγαζί έχει ανακαινισθεί πέρυσι και είναι άψογο.
Ο χώρος είναι ανθρωπίνων διαστάσεων, όπως και οι καρέκλες.
Στα τραπέζια κάθεσαι άνετα, χωρίς να παριστάνεις τη σαρδέλα Καλλονής που ήρθε από τη Μυτιλήνη συσκευασμένη για να πάει στα μπουζούκια.
Οι σερβιτόροι είναι ευγενείς και γρήγοροι (έχουν και χώρο για να κινηθούν και άρα δε χρειάζεται να σε πηδάνε κυριολεκτικώς και μεταφορικώς κάθε φορά που σου αλλάζουν το τασάκι), η κουζίνα, η κάβα, οι τουαλέτες και γενικά όλοι οι βοηθητικοί χώροι που είδα είναι καθαροί και εξαιρετικά τακτικοί.
Τα «παρελκόμενα» φρούτα ήταν φρέσκα και φρεσκοκομμένα (καμία σχέση με τα μπαγιάτικα αμύγδαλα που μας θέρισαν προχτές στο REX) και τα ηχητικά μηχανήματα που είδα, τελευταίας τεχνολογίας, ζόρικα και πολύ μαγκιόρικα.

Εξ ου και συμπέρανα ότι το ξεκατίνιασμα της ακοής των παρευρισκομένων είναι «άποψη» της ορχήστρας, την οποία παρακολούθησα να στοχεύει νότες και να πετυχαίνει στο υπογάστριο πελάτες.
Σαν τις μπεκάτσες πέφταμε κάθε φορά που οι (δύο, παρακαλώ) πληκτροπαίκτες έβγαιναν παγανιά στις μελωδίες και οσάκις ο τυμπανιστής θυμότανε τον καυγά με τη συμβία.
Να πω επίσης ότι όταν έχεις έναν τραγουδιστή του διαμετρήματος του Θεού Τόλη, δεν τον συνοδεύεις με ένα μπουζούκι είκοσι ντεσιμπέλ δεξιά και μία Ηλεκτρική κιθάρα(!!!), βοήθειά μας.
Τον συνοδεύεις με τη συμφωνική των μπουζουκιών.
Και τα μπαλέτα δεν τα έχεις ντυμένα βίτσια με μαστίγια και μπότες Ες-Ες, την ώρα που ο ερωτοσυνθλιβής Βέρθερος κάνει καταθέσεις λατρείας επάνω στο κορμί της:
«Σαν το εικόνισμα να προσκυνήσω
Το άγιο σώμα σου κι ας ξεψυχήσω
Και να θυμάσαι, να το θυμάσαι
Όσο υπάρχω κι όσο ζω δικιά μου θα ‘σαι»

Μα τι κάθομαι και γράφω τόσην ώρα;
Τι σημασία έχουν οι ορχήστρες που ξεριζώνουν τα αυτιά από τους μεντεσέδες όταν έχεις απέναντί σου τον ημίθεο Τόλη να σπαράζει και να σπαρταράει για «Εκείνη, Εκείνη, Εκείνη» που «όνειρο πάντα θα μείνει», με όλα τα έψιλόν της κεφαλαία;

ΤΟΛΗΣ FOREVER
Σβήσε το τσιγάρο το στερνό
Μη ρωτάς η αγάπη μας πού πήγε
Και αν εγώ δακρύζω και πονώ
Κάνε μου τη χάρη σήκω φύγε
Κι εγώ θα κλάψω το όνειρο που σκότωσες απόψε»

Τρία καρότσια μικροπωλητών κάψαμε σε χαρτομάντιλο προχτές.
Διότι η φωνή του Τόλη στάζει όλα τα σωστά ανθρώπινα υγρά, εκτός του ότι οι κάτω νότες του πιάνουν πέμπτο υπόγειο κόλασης, την ίδια στιγμή που οι πάνω του τρυπάνε τα ταβάνια, πιάνουν ουρανό και ρίχνουν τα ουράνια σώματα πάνω στα επίγεια στρώματα -κι ο Θεός να μου συχωρέσει τι θυμήθηκα τώρα, αμήν.
«Αγαπημένη μου μορφή
όπως θα σβήνεις στη στροφή
Ας ήταν να πεθάνω»

Για να μη το ζαλίζω άλλο, ένα έχω να σου πω:
Φωνές σαν του Τόλη δεν υπάρχουν πια (και μην τα ξαναπάρω τώρα με τους νεόκοπους δήθεν «ερωτικούς» τραγουδιστές κι αρχίσω να κατεβάζω πάλι ξυλάγγουρα).
Τύποι σαν τον Τόλη είναι κατασκευασμένοι από άλλα υλικά που δεν υπάρχουν σήμερα (πέτρες λαξεμένες από δυνατούς λαϊκούς ανέμους, φυσητά γυαλιά, ξύλα σκαλισμένα με το χέρι). Άλλες εποχές, άλλα βιώματα, ευλογημένα χαρίσματα.
Η έκταση και τα χρώματα της φωνής, αλλά και η θεατρικότητα της ερμηνείας αυτών των θηρίων του λαϊκού τραγουδιού, απέχουν τόσα πολλά έτη φωτός από τους σημερινούς πλαστικοποιημένους flatliners της ξεφαντόπιστας, που ζαλίζομαι και μόνο που σκέφτομαι όσα αμετροεπή σλόγκαν τους συνοδεύουν, και δε συνεχίζω διότι ανεβάζω νευροπίεση.
Στους απανταχού όμως flatliners της ερμηνείας («έντεχνους» τε και «λαϊκούς») θέλω να αφιερώσω εκ μέρους του Τόλη το κάτωθι στιχάκι του:
«Αμα δεις τι κουβαλάω μέσα στο δισάκι μου
Τότε να ‘ρθεις να χτυπήσεις το παραθυράκι μου»

Τοκ, τοκ.

Με τέτοια κομπινεζόν, από την άλλη, τι να την κάνεις τι φωνή;
Αν ήξερα ότι στη μόδα φέτος είναι τα σκέτα εσώρουχα δε θα ‘χα κάνει τόση φασαρία να μου ράψει η Αλεξάνδρα το παντελόνι που μου σκίστηκε λίγο πριν πάω στο Can Can.
Τον σούπερ-Τόλη πλαισιώνουν εκτός από τα μπαλέτα «Μπαζάρ» (ελληνικό παράρτημα των γαλλικών Μπεζάρ), διάφοροι συμπαθείς νεαροί και νεαρές (σε διάφορους τόνους του άφωνου αλλά και ένας-δυο καλλίφωνοι) και φυσικά η κυρία Λίτσα (εκ του Βαγγελίτσα, όπως την άκουσα να λέει) Γιαγκούση.
Η οποία κάνει μία πρώτη εμφάνιση με ένα ντιζάιν και αμπιγιέ ντε πιες εσώρουχο μαύρο με ‘τρύπες’ και, μία δεύτερη, με σαράντα πόντους σατέν ύφασμα με στρας, η μοδίστρα του οποίου πρέπει να είναι της αφαιρετικής σχολής, καθότι παρέλειψε ολοσχερώς τα μανίκια, τους ώμους, την πλάτη, το πίσω κάτω και το κάτω μπρος μέρος του ‘φορέματος’.
Στο δε μέσο του στήθους άφησε ένα «άνοιγμα» για λόγους εξαερισμού, προφανώς.
Δόξα τω Θεώ να λες όμως, που στη μέση θυμήθηκε η εμπνευσμένη ράφτρα να βάλει ζώνη με ασημί καρφάκια άνευ της οποίας το κατά τα λοιπά κομπινεζόν θα σωριαζότανε στην πίστα μαζί με τα γαρύφαλλα.
Η κυρία Λίτσα άδει, τρόπος του λέγειν, πάρα πολλά τριπλά σίγμα στο («Εσσσύ, Είσσσαι η μέρα μου, Είσσσαι η νύχτα μου, κ.λπ.») και όλα τα σουξέ της Πέγκυς και της Ελλης, αλλά και το δικό της:
«Πες μου τι να κάνω να μ’ ερωτευτείς
Μέσ’ στην αγκαλιά μου να παραδοθείς
Πες μου τι να κάνω πάθος μου τρελό
Πω πω πω, τι μαρτύριο κι αυτό»

το οποίο προσυπογράφω, η μάρτυς.

Τελικά αξίζει να πάω;
Δύο παρά τέταρτο βγαίνει ο Τόλης για πρώτη φορά και στις δυόμισι φεύγει για να επανεμφανιστεί τρία τέταρτα αργότερα.
Κουπλέ-ρεφρέν το πάει το πράγμα, προκειμένου να καλύψει 4 δεκαετίες επιτυχιών, αλλά κι αυτό του το συγχωρείς όταν σε συνεπάρει το πάθος της ανεπανόρθωτα και δια παντός ερωτολαβωμένης καρδιάς του.
Και μπορεί γύρω-γύρω του στο υπόλοιπο πρόγραμμα να στρώνει χιόνι, αλλά στη μέση, εκεί που στέκει ο μεγάλος, πετάγονται φλόγες από τις υπαίθριες φωτιές του «Αδέρφια μου αλήτες πουλιά» κι όποιον πάρει ο Χάρος και η έξαψη βοήθειά του.
Για λόγους εκπαιδευτικούς λοιπόν ΠΡΕΠΕΙ να πας στο Can Can, ειδικά αν είσαι πολύ μικρός και δεν τον έχεις ακούσει ποτέ.
Τα ζόρια όμως είναι στο τέλος.
Διότι άπαξ και τον άκουσες
«Αποκλείεται σου είπα, αποκλείεται σου λέω
αποκλείεται να φύγεις... μέσα απ’ το Αιγάλεω

ή απ’ όπου αλλού σε ξεβράσει ο νταλκάς της Κάρμεν επί Κολωνώ που τον κάνει να ματώνει εδώ και σαράντα χρόνια.

Γεωργία Λαιμού.
Ησουν κι εσύ εκεί; Πες μου τι είδες μ' ένα mail...: [email protected]