Αλέξης Ακριθάκης: Ο ποιητής του καμβά

18.06.2010
Είχε να αντιτάξει στη ζωγραφική της αναπαράστασης μια σειρά από πυροτεχνήματα και εκλάμψεις, κάτι ανάμεσα στις εικονογραφήσεις μεσαιωνικών χειρογράφων και τους οραματισμούς ενός ποιητή που ήξερε να μετουσιώνει τις εμπειρίες θανάτου και θαυμασμού της ζωής σε ένα πανηγύρι σχημάτων και χρωμάτων.

ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΒΑΪΛΑΚΗ

Ηθελα πάντα να γίνω ζωγράφος. Μα μέσα μου είχα την κακιά αρρώστια του καλλιτέχνη». Αυτή η φράση μιας συγκλονιστικής αυτογνωσίας συνοψίζει εξαιρετικά την περίπτωση του Αλέξη Ακριθάκη. Ρομαντικός, αντισυμβατικός, με μια εγγενή διάθεση για περιπέτεια και μια συγκινητική παιδικότητα, καταιγιστικός και ονειροπόλος, παρορμητικός και επίμονος αναζητητής εμπειριών, πίστεψε από πολύ νωρίς ότι η ζωγραφική δεν είναι γνώση, αλλά παρατήρηση της ζωής, η οποία προκύπτει μέσα από έναν απολύτως ελεύθερο τρόπο διαβίωσης.

Εντυπωσιακός και πανέμορφος στην εποχή του, ταλαντούχος και εσωστρεφής, αλλοπρόσαλλος και προκλητικός, ζούσε έντονα και εκρηκτικά, έψαχνε και ζωγράφιζε αποτυπώνοντας με ζωηρά χρώματα τη δραματικότητα της κραυγής του. Πάνω απ’ όλα, όμως, ήταν ένας παθιασμένος δημιουργός που ταυτιζόταν ανεπιτήδευτα με τον μύθο του «καταραμένου» καλλιτέχνη, συγχωνεύοντας εν τέλει την προσωπικότητά του με το πρωτοποριακό έργο του ?το οποίο μοιάζει να μην ανήκει με σαφήνεια πουθενά. Αυτή ήταν και η τεράστια επιτυχία του. Αλλά με τι κόστος...

Ο Αλέξης Ακριθάκης γεννήθηκε στις 11 Μαΐου 1939, στην Αθήνα και ήταν γόνος γνωστής και ευκατάστατης οικογένειας, η οποία ωστόσο χαρακτηριζόταν από μια βαθιά αντινομία: Η μητέρα του, Ρενέ Στάντζου, καταγόταν από μια πλούσια βαυαρική οικογένεια και ήταν η ιδιοκτήτρια ενός περίφημου οίκου ραπτικής στον οποίο σύχναζαν οι κομψότερες κυρίες της αθηναϊκής κοινωνίας. Από την άλλη, ο πατέρας του Αντώνης ήταν πρόσφυγας της Μικρασιατικής Καταστροφής, ενώ στα χρόνια του Εμφυλίου τον έστειλαν εξορία ως κομουνιστή.

Ο μικρός Αλέξης γνώριζε, λοιπόν, και τις δύο όψεις του νομίσματος. Στην πραγματικότητα, αυτή η έγκαιρη εξοικείωσή του με τις ακραίες κοινωνικές διαφορές τον έκανε να τις βλέπει πιο καθαρά και να ενδιαφέρεται πρωτίστως για ένα πράγμα: Να είναι αδέσμευτος και -κατ’ επέκτασιν- ελεύθερος. Κάπως έτσι, θα δείξει -από πολύ νωρίς- ότι είναι ένα παιδί δημιουργικό, αλλά και ατίθασο, με ένα πνεύμα ανεξαρτησίας που απλώς αδυνατούσε να προσαρμοστεί στους κανόνες της σχολικής πειθαρχίας. Μάλιστα, δεν ήταν λίγες οι φορές που έφτανε σε κραυγαλέες ακρότητες, όπως τότε που έβαλε φωτιά σε μια αίθουσα της Λεοντείου Σχολής, για να αποβληθεί οριστικά από όλα τα σχολεία της χώρας. Το συγκεκριμένο γεγονός έμελλε να συζητηθεί επί μακρόν στις νεανικές παρέες, με τον Ακριθάκη να μυθοποιείται λόγω της τολμηρής του παράβασης. Ο ίδιος, πάλι, ενδιαφέρεται μόνο να αλητεύει και να δοκιμάζει τα όριά του, εξερευνώντας τις άγνωστες διαδρομές των ενστίκτων του. Αυτές, όμως, οι φαινομενικά εφηβικές ανησυχίες, ο έρωτας, τα ξενύχτια, ο ίλιγγος της ταχύτητας, ο τζόγος και τα ποτά θα αποδεικνύονταν -με την πάροδο του χρόνου- συμπτώματα ουσιωδέστερων υπαρξιακών αναζητήσεων.

Παράλληλα, εκείνη την εποχή -στο καφενείο «Βυζάντιο»- θα έρθει σε επαφή με πνευματικούς ανθρώπους σαν τον Σαχτούρη, τον Εμπειρίκο, τον Ταχτσή. Αλλά εκείνος που θα άλλαζε ριζικά τη ζωή και το πεπρωμένο του είναι ο Γιώργος Μακρής: «Μου έμαθε να βλέπω και όχι να ζωγραφίζω», αναφέρει για εκείνον χρόνια μετά. Σταδιακά, αυτές οι ολονύχτιες μυσταγωγίες στο θρυλικό καφενείο θα μεταμορφώσουν τον Ακριθάκη σε έναν ιδιαίτερα δεκτικό μαθητή που ανακάλυπτε την παραμελημένη κλίση του: Τα σχέδια με μολύβι και έντονα χρώματα. «Από πολύ μικρός είχα το ψώνιο της ζωγραφικής. Ημουνα σίγουρος πως μία μέρα θα γινόμουνα ζωγράφος. Οπως άλλα παιδιά φτιάχνουν ιστορίες με λέξεις, εγώ έφτιαχνα ιστορίες με εικόνες. Ευτυχώς, το ένστικτό μου δε λάθεψε...».

Στο μεταξύ, ο επίδοξος ζωγράφος αναζητά συνεχώς καινούριες εμπειρίες. Και βέβαια, παραμένει ανήσυχος και αδιανόητα απρόβλεπτος, ώσπου μία νύχτα του 1958 σηκώνει «το ταμείο της οικογενειακής επιχείρησης», αγοράζει μια μηχανή και με αυτήν ταξιδεύει στο Παρίσι. Εκεί, την πρώτη κιόλας εβδομάδα, θα τρακάρει με το αυτοκίνητο του διάσημου τραγουδιστή Λεό Φερέ, με τον οποίο αντί να πάνε στο αστυνομικό τμήμα θα πλανηθούν στις μπουάτ και τα κέντρα. Σύντομα, ο Ακριθάκης αρχίζει να συναναστρέφεται με διάφορες καλλιτεχνικές παρέες: Συνδέεται ερωτικά με την ηθοποιό του Νέου Κύματος στον κινηματογράφο, την Τζιν Σίμπεργκ, γίνεται φίλος με τον ζωγράφο Θάνο Τσίγκο και τη γυναίκα του Χριστίνα -στενή συνεργάτιδα και ηθοποιό του Σάμουελ Μπέκετ. Και ακόμη βγαίνει συχνά με τον Τζιακομέτι και τον Γαΐτη.

Ολοι μαζί θα περάσουν ατέλειωτες ώρες στα καφενεία του υπαρξισμού και στις υπερφωτισμένες παρισινές νύχτες. Πάντως, παρά την εμμονή του να γίνει ζωγράφος, η εγγραφή στην Ακαδημία της Γκραν Σομιέρ ήταν μάλλον τυπική. Περισσότερο τον ενδιέφερε να «συλλαβίσει» την τέχνη μέσα από τη ζωή. Είναι μέσα από την παρισινή κραιπάλη και περιπέτεια που θα παντρευτεί την κληρονόμο του οίκου καλλυντικών Καρβέν, για να βγει το διαζύγιο έξι μήνες μετά και να τον λυτρώσει από τις δεξιώσεις στον οικογενειακό πύργο. Μαζί θα τελειώσει και η ζωή στο Παρίσι, με τον Ακριθάκη να επιστρέφει εσπευσμένα στην Αθήνα (το 1961) για να παρουσιαστεί στον στρατό. Εκεί θα περάσει μαρτυρικά ως «γιος κομουνιστή» μέχρι να απολυθεί τελικά με «χαρτί τρελού». Ωσπου, το 1963, παντρεύεται την παιδική του φίλη Γιάννα Κυριαζή και κάνει την πρώτη του ατομική έκθεση στη Θεσσαλονίκη. Ο γάμος θα κρατήσει και πάλι για λίγο, αλλά η έκθεση γνώρισε επιτυχία -γεγονός που τον ενθαρρύνει να συνεχίσει τη ζωγραφική του και δύο χρόνια μετά εκθέτει για πρώτη φορά τη δουλειά του στην Αθήνα: «Και να επιτέλους το ανεκδιήγητο, διηγημένο σε εικόνες», γράφει ο Νάνος Βαλαωρίτης. Αυτή -ουσιαστικά- είναι και η απαρχή ενός καθαρά ιδιωματικού έργου, που θα τον καθιέρωνε διεθνώς.

Και πράγματι, το 1967, έπειτα από πρόσκληση του Ευρωπαϊκού Κέντρου πηγαίνει στο Βερολίνο και παρουσιάζει έργα του στην γκαλερί Hammer. Η έκθεση σημειώνει πρωτοφανή επιτυχία και οι γερμανικές εφημερίδες αφιερώνουν εκτενή άρθρα για τη ζωγραφική του νεαρού Ελληνα με το φλεγόμενο όραμα. Ακολουθεί μια περίοδος ευτυχίας, αφού η αποδοχή της δουλειάς του συνδυάζεται με τον έρωτα της ζωής, τη γυναίκα του Φώφη, την οποία παντρεύεται έναν χρόνο μετά και αποκτούν μια κόρη, τη Χλόη. Παράλληλα, κερδίζει την υποτροφία της Γερμανικής Υπηρεσίας Ακαδημαϊκών Ανταλλαγών και εγκαθίστανται οικογενειακώς στο Βερολίνο, μέχρι το 1984.

Ολα μοιάζουν ιδανικά για τον ανήσυχο και ανατρεπτικό Ακριθάκη και εκείνος αφοσιώνεται απρόσκοπτα στο έργο του. Εχοντας δίπλα του μια γυναίκα με την οποία είναι ερωτευμένος και μαζί μια όμορφη κορούλα που υπεραγαπάει, έχει μια στέρεη βάση για μια νέα ζωή, μια νέα ευαισθησία και ελπίδα. Κάθε άλλο παρά τυχαίο, λοιπόν, είναι ότι δημιουργεί έναν πολύχρωμο μικρόκοσμο γεμάτο από αρχετυπικά σύμβολα και εικόνες παρμένες από βαθύτατα προσωπικές εμπειρίες και εμμονές: Λουλούδια, πουλιά, βαλίτσες, καρδιές, βέλη, ρόδες και σημαίες συναποτελούν το μαγικό ποιητικό σύμπαν του Ακριθάκη με πολυποίκιλες χρωματιστές σκηνές πλημμυρισμένες από απειροστές λεπτομέρειες. Μια οπτική μυθολογία στην οποία κεντρικό ρόλο έχει πάντα το ταξίδι και η περιπέτεια, με τη διάθεση φυγής του καλλιτέχνη να είναι κάτι περισσότερο από έκδηλη και με την εντυπωσιακή χρήση των έντονων χρωμάτων να καθηλώνει. Αυτά τα φωτεινά χρώματά του είναι που αποθεώνουν την ιδέα της ζωής, ενώ υποκρύπτουν τη βαθιά και αναπόδραστη -όπως θα αποδεικνυόταν- μελαγχολία του. Φαίνεται ότι στην πραγματικότητα δεν μπορούσε να ξορκίσει τους προσωπικούς του, βασανιστικούς δαίμονες. Ως ιδιοσυγκρασία παραμένει έρμαιο του πάθους της αέναης εσωτερικής αναζήτησης και εισέρχεται στον κόσμο των ναρκωτικών, ολοταχώς και χωρίς ενδοιασμούς -όπως άλλωστε συνήθιζε να κάνει με ο,τιδήποτε: Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει.

Το 1984 αφήνει το Βερολίνο και ξαναγυρνά στην Ελλάδα. Συμμετέχει στην παρουσίαση της συλλογής του Αλέξανδρου Ιόλα, ο οποίος πάντα τον βοηθούσε, και προσπαθεί να απέχει από τα ναρκωτικά και το αλκοόλ, ενώ υποφέρει από τρομερούς εφιάλτες. Αλλά δεν θα σταματήσει να δουλεύει και να διοργανώνει εκθέσεις, παρά τα νοσοκομεία και τις αλλεπάλληλες κρίσεις. Κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, η άσχημη κατάσταση της υγείας του μείωσε την εικαστική παραγωγή του, η οποία περιορίστηκε σε μεγεθύνσεις λεπτομερειών από παλαιότερα έργα του, ένα μπλοκ σχεδίων με τις φιγούρες τροφίμων του Δρομοκαΐτειου ψυχιατρείου και μια σειρά με θέμα τα λουλούδια, την οποία αφιέρωνε «στους αυτόχειρες φίλους του».

Ο Αλέξης Ακριθάκης συνέχιζε να καταστρέφει αργά και συνειδητά τον εαυτό του, μέχρι τον θάνατό του, στις 19 Σεπτεμβρίου 1994. Από τότε, δύο μεγάλες αναδρομικές εκθέσεις θα αποκαλύψουν εκ νέου τη σπουδαία καλλιτεχνική του προσωπικότητα: Το 1997 στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης και στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας και το 2003 στο Βερολίνο, στη Neue Nationalgalerie, όπου θα παρουσιαστεί αντικριστά με τον Πικάσο ως μια αναλλοίωτη ξεχωριστή μορφή του ύστερου μοντερνισμού στην Ευρώπη. Σήμερα, μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα ότι τα έργα του αποτελούν -για πρώτη φορά, ίσως, στη νεότερη Ιστορία της ελληνικής τέχνης- μια απόλυτα συνειδητή και συστηματική καλλιτεχνική πράξη, η οποία αν και καθοριστική για τη σύγχρονη εικαστική σκηνή είχε αμιγώς προσωπικές καταβολές: Το έργο του Ακριθάκη παραμένει πάντοτε ένα με την πληγωμένη ψυχοσύνθεσή του. Αλλωστε, το είχε πει και ο ίδιος κάποτε: «Η μόνη τροφή της τέχνης είναι η ίδια η ζωή». Είναι προφανές ότι περιαυτολογούσε...

«Fofi's»: Ενα μυθικό στέκι

Στη Γερμανία, ο Ακριθάκης θα βρεθεί κοντά με σημαντικές πνευματικές προσωπικότητες της εποχής του. Αλλωστε, εκείνα τα χρόνια το Βερολίνο ήταν η κατεξοχήν πόλη των καλλιτεχνικών ζυμώσεων. Οσο για το περίφημο εστιατόριο της συζύγου του Φώφης στο Βερολίνο, θα αποκτούσε διεθνή φήμη καθώς το «Fofi’s» θα γινόταν πόλος έλξης και σημείο συνάντησης του καλλιτεχνικού κόσμου της γερμανικής πρωτεύουσας και όχι μόνον. Μέσα στα 20 χρόνια λειτουργίας του θα περνούσαν από εκεί διασημότητες όπως ο Αντι Γουόρχολ, ο Μπράιαν Ντε Πάλμα και ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο. «Ηταν ένα παλιό κτίριο του 1800 και το μπαρ ήταν, στον πόλεμο, των αξιωματικών της Βέρμαχτ. Το γεμίσαμε τέχνη», λέει η Φώφη Ακριθάκη, προσθέτοντας ότι «στις δεκαπέντε ημέρες που διήρκεσε η έκθεσή του, ο Φράνσις Μπέικον δεν έλειψε ούτε μία βραδιά από εκεί, αφιερώνοντας στο τέλος στο μαγαζί ένα έργο του»!

Με τα μάτια της συζύγου του

«Ηταν ένας άνθρωπος πάρα πολύ ευγενής, παρ’ ότι δεν φαινόταν εξωτερικά. Είχε μια καλοσύνη την οποία πολύ λίγοι άνθρωποι είχαν καταλάβει. Φυσικά και ήταν εκκεντρικός και ιδιόρρυθμος στην καθημερινότητά του -αν τον συγκρίνει κανείς και με άλλους. Αλλά ήταν ένας άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη ζωή. Συγκρουόταν μέσα του». Και ακόμη: «Κοιμόταν πάρα πολύ λίγο. Μπορούσε να γυρίσει στις 6 το πρωί και στις 9 να είναι στο πόδι. Σηκωνόταν, έπινε καφέδες, έβγαινε, γύριζε, έβλεπε (ήταν ένας άνθρωπος που έβλεπε, έπαιρνε πολλές εικόνες, κάτι που μου έμαθε και εμένα να αναγνωρίζω, δούλευε, ξαναέβγαινε, έπινε, γελούσε. Ταξιδεύαμε πάρα πολύ μαζί. Ξαφνικά σου έλεγε στις 2 η ώρα το βράδυ "πακετάρισε, φεύγουμε"»...