House (1977)

28.04.2011
Ξεχάστε όσες cult ταινίες ξέρατε και λατρεύατε μέχρι τώρα. Το σχιζοφρενικό ντεμπούτο του Νομπουχίκο Ομπαγιάσι μοιάζει να δημιουργήθηκε με απώτερο στόχο να τις εξαφανίσει όλες για πάντα πίσω από το παραπέτασμα ψυχεδελικών εφέ μιας avant-garde τρομo-κωμωδίας άνευ προηγουμένου. Και το πετυχαίνει.

Απογοητευμένη από την απόφαση του χήρου πατέρα της να ξαναπαντρευτεί, η έφηβη Οσάρε αποφασίζει να περάσει τις καλοκαιρινές διακοπές της μαζί με τις έξι κολλητές συμμαθήτριές της στην εξοχική έπαυλη της γεροντοκόρης θείας της που δεν έχει συναντήσει εδώ και πολλά χρόνια. Μόνο που το σπίτι και η αινιγματική ιδιοκτήτριά του έχουν άλλες βλέψεις για τις νεαρές επισκέπτριες.

Ξεχάστε όσες cult ταινίες ξέρατε και λατρεύατε μέχρι τώρα. Το σχιζοφρενικό ντεμπούτο του Νομπουχίκο Ομπαγιάσι μοιάζει να δημιουργήθηκε με απώτερο στόχο να τις εξαφανίσει όλες για πάντα πίσω από το παραπέτασμα ψυχεδελικών εφέ μιας avant-garde τρομo-κωμωδίας άνευ προηγουμένου. Και το πετυχαίνει.

Αν υπήρχε Οσκαρ κινηματογραφικής εκκεντρικότητας, δίχως αμφιβολία θα απονεμόταν κάθε χρόνο σε ιαπωνικές παραγωγές. Από την ανεκδιήγητη έμπνευση του Ναγκίσα Οσίμα να ζευγαρώσει τη Σαρλότ Ράμπλινγκ με... χιμπαντζή έως τα ρεσιτάλ διαστροφής των Τακάσι Μίικε και Σίνια Τσουκαμότο και από τα παστέλ σαδομαζοχιστικά όργια των 70s έως τον Γκοντζίλα και την παρέα του, το σινεμά της Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου έχει εξαντλήσει κάθε όριο παρανοϊκής θεματολογίας και στιλιστικής ακρότητας. Με τέτοιο αθέμιτο ανταγωνισμό αποτελεί σίγουρα άθλο για μία ταινία να ξεχωρίσει πραγματικά λόγω... παραξενιάς. Γι’ αυτό και είναι απορίας άξιον πως από τη μία ένα φιλμ σαν το «House» είχε μέχρι πρόσφατα χαθεί στη λήθη και πως από την άλλη κατορθώνει να ξεπεράσει κάθε προηγούμενο σε αλλοκοτιά. Γιατί χωρίς καμία υπερβολή το απερίγραπτο ντεμπούτο του Νομπουχίκο Ομπαγιάσι δεν μοιάζει με οτιδήποτε άλλο έχετε δει στη ζωή σας.

Από τους πρωτοπόρους του ιαπωνικού, πειραματικού κινηματογράφου των 60s, ο Ομπαγιάσι ξεκίνησε την καριέρα του με μικρού μήκους ταινίες, γυρισμένες σε φιλμ των 8 και 16 χιλιοστών. Ομως, αντί να ακολουθήσει τα βήματα άλλων συμπατριωτών του που αποτέλεσαν τη μαγιά του ιαπωνικού underground κυκλώματος και του Νέου Κύματος, δέχτηκε την πρόσκληση ενός τηλεοπτικού παραγωγού και μεταπήδησε στον χώρο της διαφήμισης, δελεασμένος από τις άπειρες τεχνικές δυνατότητες που του προσέφερε. Εκεί διοχέτευσε τη δημιουργικότητά του σε μια σειρά εξωφρενικών σποτ για ανδρικά και γυναικεία καλλυντικά, αυτοκίνητα και φίρμες ρούχων, με πρωταγωνιστές σταρ του βεληνεκούς του Τσαρλς Μπρόνσον, της Σοφία Λόρεν, της Κατρίν Ντενέβ και του Ρίνγκο Σταρ, ξεκινώντας τη μόδα της χρήσης celebrities εκ Δύσεως στις διαφημίσεις της ιαπωνικής τηλεόρασης. Αυτή η φαινομενικά ετερόκλητη προϋπηρεσία χάρισε στον Ομπαγιάσι τα εφόδια για να πραγματοποιήσει το μεγάλου μήκους ντεμπούτο του. Σύμφωνα, μάλιστα, με τους ισχυρισμούς του παραγωγού του, συνηθισμένοι στη χασούρα ακόμα και από τις συμβατικές ταινίες τους, οι υπεύθυνοι του στούντιο της Toho αποφάσισαν να τον βοηθήσουν να υλοποιήσει το δικό του απόλυτα ασυνάρτητο σενάριο. Και πραγματικά, ο Ομπαγιάσι θα χρησιμοποιούσε την ευκαιρία αυτή ως πεδίο για να εφαρμόσει όλα -και, όταν λέμε όλα, το εννοούμε!- όσα είχε μάθει έως τώρα.

Από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό το «House» (ή «Hausu», κατά το πρωτότυπο που προέρχεται από τη μεταγραφή της αγγλικής λέξης στα ιαπωνικά) αποτελεί μια σουρεαλιστική παραίσθηση, ένα ξέφρενο πανηγύρι παιδικών φαντασιώσεων και ενήλικου τρόμου που δεν ενδιαφέρεται ούτε για μια στιγμή να δημιουργήσει οποιαδήποτε ψευδαίσθηση ρεαλισμού, αλλά θέτει ως στόχο να προκαλέσει την προσοχή του θεατή, βυθίζοντάς τον εξαρχής σε ένα θέατρο του παραλόγου, όπου όλα είναι πιθανά και τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Λίγο μόλις μετά την έναρξη της ταινίας ο πατέρας της πρωταγωνίστριας επιστρέφει από την Ιταλία, όπου συνέθετε σάουντρακ για τον Σέρτζιο Λεόνε (καλύτερα και από του Μορικόνε, σύμφωνα με τα λεγόμενά του!), ενώ ακολουθεί η εμφάνιση της μέλλουσας συζύγου του, η οποία μοιάζει κάθε φορά να συνοδεύεται από έναν τεράστιο ανεμιστήρα που φυσά με ηδυπαθή φούρια το φουλάρι και τα μαλλιά της. Οσο για τη ναρκισσευόμενη Οσάρε και τις συμμαθήτριές της, αποκαλούν με απόλυτη φυσικότητα η μία την άλλη με ονόματα όπως Κουνγκ Φου, Μελωδία, Φάντα (από το Φαντασία) και Μάχη (από το Στομάχι!!!), ονόματα που συμφωνούν απλοϊκά με τις βασικές ιδιότητες της κάθε ηρωίδας και που προοικονομούν ειρωνικά τον σαρδόνιο τρόπο με τον οποίο μία προς μία θα αρχίσουν να εξολοθρεύονται από το εκτροχιασμένο σπίτι. Ολα αυτά μας προειδοποιούν κάθε άλλο παρά διακριτικά για το αλλοπρόσαλλο σύμπαν του «Hausu». Ενα σύμπαν όπου οι θείες τρέφονται με χρυσόψαρα και ακρωτηριασμένα μέλη παρθένων, ανύποπτοι άνδρες μεταμορφώνονται χωρίς εμφανή λόγο σε σωρούς από μπανάνες και αθώα αλλά ημίγυμνα κορίτσια μάχονται με δαιμονισμένες, περσικές γάτες, φονικά ρολόγια, μαινόμενα φωτιστικά και αδηφάγα πιάνα.

Για να υλοποιήσει όλες αυτές τις ντελιριακές φαντασιώσεις, ο Ομπαγιάσι επιστρατεύει κάθε πιθανή τεχνική (stop-motion animation, διπλοεκθέσεις, ζωγραφιστά σκηνικά, split screen, πρωτόγονα αναλογικά εφέ, χρωματιστά φίλτρα, slow motion κ.λπ.), δημιουργώντας μια οπτικοακουστική φαντασμαγορία, όπου τα όρια μεταξύ των ειδών είναι δυσδιάκριτα και στην πραγματικότητα ασήμαντα, σα να υπάρχουν μονάχα για να τα καταργήσει με την αναρχική διάθεση ενός φαντασιόπληκτου παιδιού. Και όντως, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, η αρχική έμπνευση για το σενάριο προήλθε από μία ιδέα της επτάχρονης κόρης του. Σαν κοριτσίστικο λεύκωμα που παίρνει σάρκα και οστά μέσα από το διεστραμμένο βλέμμα του Ντάριο Αρτζέντο (ο οποίος συμπτωματικά ολοκλήρωνε την ίδια χρονιά έναν άλλο απαράμιλλο κοριτσίστικο εφιάλτη, το «Suspiria»), το Technicolor κολάζ του Ομπαγιάσι διαθέτει γερές δόσεις splatter και γλυκερής ποπ μουσικής υπόκρουσης με φόντο ατελείωτα, faux ηλιοβασιλέματα. Τα κλισέ του στοιχειωμένου σπιτιού και οι φιγούρες κλασικών, γιαπωνέζικων ιστοριών φαντασμάτων διαδέχονται μοτίβα σαπουνόπερας και αφελούς teenager κωμωδίας, η υπερβολή του μελοδράματος και του καταραμένου ρομάντζου αντισταθμίζονται από ψυχεδελικά ξεσπάσματα, ενώ κιτς μουσικά ιντερλούδια δίνουν τη θέση τους σε ασπρόμαυρες βινιέτες βωβού σινεμά.

Απελευθερωμένο από κάθε ίχνος σοβαροφάνειας ή προσπάθειας να λειτουργήσει ως καθαρόαιμη ταινία τρόμου ή κωμωδία, το «Hausu» βρίθει από ακαταμάχητες στιγμές, τόσο συνειδητά και δεξιοτεχνικά, συσσωρευμένης ανοησίας που σχεδόν καταντά ιδιοφυές: μια avant-garde εξτραβαγκάντσα φαντασίας που αποτελεί από μόνη της ένα ξεχωριστό είδος. Αυτό το ηθελημένα camp παραλήρημα με το ιλιγγιώδες μοντάζ και την πυρετώδη εναλλαγή χρωμάτων, που σε καμία περίπτωση δεν συνιστάται σε επιληπτικούς, υπήρξε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία όταν πρωτοπροβλήθηκε στην Ιαπωνία, ενέπνευσε μια ολόκληρη γενιά κινηματογραφιστών που έγιναν γνωστοί ως «Παιδιά του Ομπαγιάσι» και έδωσε στον δημιουργό του τη δυνατότητα για πολλές ακόμα πειραγμένες ταινίες. Καμία, όμως, τόσο απερίγραπτη όσο το πρωτόλειό του.