Είναι αδύνατο να μην ακουστεί εξεζητημένα αλαφροΐσκιωτο, οπότε ας το θέσω ωμά: φοβάμαι να ξαναδώ την «Chinatown»…
Να ελλοχεύει, άραγε, η ανησυχία ότι το φιλμ του Πολάνσκι μπορεί σήμερα να μου φανεί πιο χλομό, πιο αδύναμο; Ούτε για αστείο. Κατά πάσα πιθανότητα, όλα οφείλονται στο γεγονός ότι η «Chinatown» λειτουργεί με εκείνο το διαβολεμένο μηχανισμό της μπάμπουσκας, της ρώσικης κούκλας που ποτέ δεν ξέρεις τι σου κρύβει. Μια ταινία που παραπλανά εντέχνως με την κλασικότροπη φόρμα της, για να σε βυθίσει στα σπλάχνα της μέσα από αλλεπάλληλες παρακάμψεις. Μόνο ένα πράγμα είναι βέβαιο: δεν μπορείς να παρακολουθήσεις την «Chinatown» από απόσταση ασφαλείας, παρά μόνο να βρεθείς εντός της.
Πολύ περισσότερο από μια συνοικία του Λος Άντζελες, η Chinatown είναι παντού. Έχει νόημα, λοιπόν, να αναρωτηθούμε εάν βρισκόμαστε απέναντι στο τελευταίο μεγάλο νουάρ ή στο επιβλητικό σημείο αναφοράς κάθε νέο-νουάρ που σέβεται τον εαυτό του; Ίσως, αλλά μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσουμε ότι η «Chinatown» βρίσκεται στο τρομακτικά ασαφές κενό αέρος που ενώνει και χωρίζει τους δύο όρους. Καμιά δεκαπενταριά χρόνια μετά το θάνατο του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, οι πάλαι ποτέ ήρωες του Τσάντλερ και του Χάμετ θα καταδικαστούν να περιφέρονται συντετριμμένοι και να ομολογούν την ήττα τους: «Δεν μπορούμε να ζούμε παρά κλείνοντας τα μάτια». Χωρίς καμία επιφύλαξη, το φιλμ-ορισμός της αμιγώς κινηματογραφικής τραγωδίας.