Μαθήματα Ζωής

03.02.2013
Αμείλικτο κατηγορώ για την πραγματικότητα ενός διαλυμένου σχολικού συστήματος και θλιβερό πορτρέτο αδιάφορων γονιών, εκτός ελέγχου παιδιών και καθηγητών στα όριά τους - τα «Μαθήματα Ζωής» έχουν ευγενείς σκοπούς και άφθονο πάθος, αλλά απογοητεύουν με την μάλλον απλοϊκή προσέγγιση του πολύπλοκου θέματός τους.

Αντίθετα με τις άφθονες αισιόδοξες ταινίες για φωτισμένους καθηγητές που φέρνουν την αλλαγή εκεί όπου η ελπίδα πια δεν υπάρχει, τα «Μαθήματα Ζωής» ελάχιστα ενδιαφέρεται να καθησυχάσει ή να προσδώσει στο επάγγελμα του καθηγητή βαρύνουσα σημασία στην πορεία της ζωής των μαθητών του. Η ιστορία της ταινίας δεν είναι παρά μια αφορμή για ένα δριμύ κατηγορώ για την αποθαρρυντική κατάσταση της καθημερινότητας στο διαλυμένο ηθικά και πρακτικά σχολικό σύστημα, και ένα πραγματικά θλιβερό πορτρέτο για όλους ανεξαιρέτως τους εμπλεκόμενους, είτε είναι οι εκτός ελέγχου μαθητές, οι απόντες γονείς ή οι απελπισμένοι καθηγητές.

Την απελπιστική αυτή κατάσταση γνωρίζουμε μέσα από τα μάτια του Χένρι, ενός προσωρινού καθηγητή που αναλαμβάνει μια τάξη σε ένα καινούριο σχολείο και προσπαθεί να βρει το νόημα σε αυτό που κάνει ο ίδιος και οι συνάδελφοί του, όλοι στα όριά τους. Η προβληματική προσωπική ζωή του γίνεται ακόμη πιο περίπλοκη όταν αρχίζει να φροντίζει μια ανήλικη πόρνη, αντιμετωπίζοντας παράληλα τον επερχόμενο θάνατο του ηλικιωμένου παππού του, όσο προσπαθεί να ξεφύγει από τις τραυματικές παιδικές του αναμνήσεις.

Χαρισματικός αλλά και βασανισμένος, ο Χένρι μοιάζει συγκροτημένος μόνο μέσα στην τάξη, όσο μιλά με τον δικό του τρόπο στα παιδιά και προσπαθεί να κάνει, ή μάλλον αναρωτιέται αν μπορεί να κάνει, τη διαφορά στη ζωή τους. Το ίδιο ερώτημα βασανίζει διαρκώς και τους υπόλοιπους καθηγητές του συλλόγου που ολοένα και πιο περισσότερο χάνουν την πίστη τους στο χρεωκοπημένο σύστημα της εκπαίδευσης και άρα το νόημα στην καθημερινότητά τους.

Η ένταση αυτή της απελπισίας, η πανταχού παρούσα μιζέρια, η πιεστική ανάγκη για καταγγελία ή καλύτερα κλήση για βοήθεια, είναι αυτή που δίνει στην ταινία τη δύναμή της αλλά της στερεί ταυτόχρονα την ευκαιρία να εξελιχθεί σε κάτι περισσότερο, πιο βαθύ και ουσιαστικό από μια οργισμένη ταινία μηνύματος.

Η πορεία του Χένρι - στον Έιντριαν Μπρόντι η ταινία βρίσκει έναν ιδανικό, θλιμμένο αλλά και συμπαθή πρωταγωνιστή - είναι μεν δομημένη με συνέπεια, αλλά και με μια κάποια απλοϊκότητα στους συμβολισμούς της και άτσαλο, νευρικό χειρισμό από την κάμερα του Κέι, ενώ κανείς από τους συναδέλφους του δεν έχει την ευκαιρία να αναπτύξει τον χαρακτήρα του πέρα από μονόχορδες στιγμές θυμού, απελπισίας και παραίτησης. Πουθενά δεν υπάρχει η φρέσκια, αυθεντική και πολύ πιο μεστή ματιά του «Half Nelson» - εδώ ο τόνος είναι ανελέητα καταδικαστικός και τελικά κοινότοπος, και οι σχέσεις των χαρακτήρων υπάρχουν για να τον υπηρετήσουν, όχι να πάρουν τις δικές τους, ανεξάρτητες ανάσες.

Και παρόλο που στην πραγματικότητα τα παιδιά είναι αυτά για τα οποία γίνεται η όλη (αναμφισβήτητα αξιέπαινη) συζήτηση, η ταινία δεν μοιάζει να ενδιαφέρεται καθόλου να τα γνωρίσει πέρα από στερεοτυπικές απεικονίσεις τους. Αρκείται να τα βλέπει από απόσταση, απλώς καταδικασμένα στο να είναι θύματα του συστήματος που υποτίθεται ότι είναι εκεί για να τους προσφέρει τον κόσμο.