Αύγουστος

04.12.2013
Τα μέλη μιας οικογένειας συγκεντρώνονται πίσω στο πατρικό τους, μετά την εξαφάνιση του πατέρα, και σύντομα οι βαθιά δυσλειτουργικές σχέσεις τους δυναμιτίζουν την ατμόσφαιρα. Ένα πολυβραβευμένο έργο, ταλαντούχοι βετεράνοι και νεότεροι ηθοποιοί, και μια αξιοπρεπής σκηνοθεσία, δεν φτάνουν για να αναδείξουν τον «Αύγουστο» σε κάτι το ανώτερο των αξιόλογων επί μέρους στοιχείων του.

Οι οικογενειακές μαζώξεις (εξ αίματος ή εξ ωσμώσεως συγγενών) είναι πάντα δύσκολη υπόθεση στο σινεμά, μια αφορμή για να ξεθαφτούν μυστικά, έχθρες, μνησικακίες και παλιές κόντρες, και ένας (κουρασμένος πια) τρόπος αποδόμησης του αψεγάδιαστου προσωπείου της ιερής έννοιας της οικογένειας, εμμονής της αμερικανικής κοινωνίας και όχι μόνο.

Και λίγες οικογένειες είναι τόσο συλλογικά δυσλειτουργικές έως τερατώδεις όσο το σάπιο σύνολο των εξωστρεφών, φωνακλάδων και βαθιά προβληματικών Γουέστον, η συνάντηση των οποίων γρήγορα διαλύει την όποια επίφαση στοργής μεταξύ τους και υπομονεύει τις μεταξύ τους σχέσεις.

«Η ζωή είναι πολύ μακρά», συλλογίζεται φωναχτά (σχεδόν μοιρολογεί χαμηλότονα) ο πατριάρχης της οικογένειας Γουέστον, Μπέβερλι, (ουσιαστικός ο Σαμ Σέπαρντ), πριν παραδεχτεί στην υποψήφια οικονόμο του σπιτιού ότι είναι χρόνιος αλκοολικός, παντρεμένος με την εθισμένη στα χάπια καρκινοπαθή Βάιολετ (Μέριλ Στριπ), η οποία, όπως γίνεται ολοένα και πιο σαφές, είναι επίσης εθισμένη στο να επιδεικνύει την δύναμη που ασκεί στους γύρω της φτύνοντας προσβολές και εξευτελιστικές δηλώσεις προς πάσα κατεύθυνση.

Η εξαφάνιση του Μπέβερλι θα αναγκάσει τις ενήλικες κόρες του ζεύγους (Τζούλια Ρόμπερτς, Τζουλιάν Νίκολσον, Τζουλιέτ Λιούις), καθώς και την ευρύτερη οικογένεια (όλοι απογοητευμένοι λιγότερο ή περισσότερο από τους ζωές τους, σχεδόν όλοι έτοιμοι να πληγώσουν τους διπλανούς τους με όποιο τρόπο μπορούν, έτσι ώστε να ξεπεράσουν την απογοήτευση αυτή) να συγκεντρωθεί κάτω από την πατρική στέγη, η οποία σύντομα μετατρέπεται σε πεδίο μάχης και γίνεται μάρτυρας ολοένα και πιο επώδυνων αλληλοσπαραγμών.

Το ομώνυμο θεατρικό έργο στο οποίο βασίζεται ο «Αύγουστος», δε θα μπορούσε να καταφτάσει με περισσότερους συστάσεις: βραβείο Τόνι, βραβείο Πούλιτζερ, ένας πολλά υποσχόμενος συγγραφέας (Τρέισι Λετς) και εξαιρετικές κριτικές που έκαναν λόγο για μια σκληρή, καυστική, αναζωογονητικά ειλικρινή ματιά στην βαθιά δυσλειτουργία της οικογένειας και στην κατ' επέκταση παθογένεια μιας ολόκληρης χώρας.

Τι χάθηκε στο δρόμο άραγε; Γιατί οι βαρύγδουπες αποκαλύψεις, οι τσακωμοί, οι όξινες ατάκες, δε χτίζουν μια πιο σοκαριστική και διεισδυτική ταινία, που να μπορεί να σταθεί ως η σύγχρονη τραγωδία ή το οπερατικών διαστάσεων μελόδραμα που ξεκάθαρα θέλει να είναι; Γιατί το σύνολο μοιάζει πολύ, πολύ λιγότερο απ’ ό,τι υπόσχονται τα, ομολογουμένως αξιόλογα, επί μέρους κομμάτια του;

Οι διάλογοι του έργου, ακόμη και οι πιο αστείοι από αυτούς, είναι συχνά αμείλικτοι και η αλήθεια είναι οδυνηρή, είτε έχει να κάνει με τωρινές δυστυχίες είτε με παλιές αμαρτίες που στοιχειώνουν ακόμη. Είναι μόνο στα τελευταία δέκα λεπτά, όμως, που αισθάνεσαι ότι κάτι το πραγματικά κοσμογονικό, ή μάλλον κοσμοκαταστρεπτικό, συμβαίνει στις ζωές τους και ότι γίνεσαι μάρτυρας ενός μεγάλου σταθμού στις εγκλωβισμένες ζωές τους - είναι τόσο προφανές ότι αυτή η οικογένεια τρώει τις σάρκες της εδώ και δεκαετίες που γρήγορα συνηθίζεις στην σκληρότητα, όπως εκείνοι. Μένουν μόνο κάποιες λίγες στιγμές που εκπλήσσουν ή κεντρίζουν πραγματικά την προσοχή, όταν κάποιοι ελάχιστοι χαρακτήρες που δεν έχουν πλήρως διαβρωθεί από το περιβάλλον τους προσπαθούν να βγουν από τον φαύλο αυτό κύκλο και να ευτυχήσουν.

Η σκηνοθεσία του Τζον Γουέλς σίγουρα θα μπορούσε να είναι πιο ευρηματική αλλά εικονογραφεί μετρημένα και αποτελεσματικά την ιστορία, χωρίς να πασχίζει άγαρμπα να ξεφύγει από τις θεατρικές της ρίζες ούτε να δώσει με το ζόρι κινηματογραφικές αρετές σε κάτι που, έτσι κι αλλιώς, ανήκει στους ηθοποιούς.

Ούτε εκείνοι, όμως, μπορούν να χρεωθούν το φταίξιμο της σχετικής αποτυχίας: είναι στο σύνολό τους απόλυτα σωστοί σε αυτό που τους ζητήθηκε και εκτελούν το κομμάτι τους αξιόλογα, ως και διασκεδαστικά, κυρίως στην σκηνή-στολίδι του έργου, μια εκτενή σκηνή δείπνου όπου όλα τα μέλη της οικογένειας λογομαχούν, αστειεύονται, φλυαρούν και συγκρούονται και πάλι, με προεξάρχουσα τη Βάιολετ, η οποία και δίνει ρεσιτάλ ξεσπαθώνοντας εναντίον όλων.

Η Βάιολετ της Μέριλ Στριπ, μακράν ο πιο ζουμερός ρόλος του έργου, δε θα έμοιαζε παράταιρη αν ξαφνικά παραπατούσε χαπακωμένη, ξεστομίζοντας δηλητηριώδεις κακίες αλλά και ενοχλητικές αλήθειες, σε ένα έργο του Τενεσί Γουίλιαμς ή του Ευγένιου Ο'Νιλ. Έχει εξάλλου τα απαραίτητα τραγικά χαρακτηριστικά για αυτό, την επιβλητική πνευματική ορμή για να μανιπουλάρει και να αποστομώνει με άνεση όλους γύρω της, και την αποστασιοποίησή της από ό,τι συνήθως χαρακτηρίζει μια μητέρα. Είναι, προφανώς, αποκρουστική σαν χαρακτήρας, αλλά δεν μπορείς - δεν πρέπει να θέλεις - να πάρεις τα μάτια σου από πάνω της όσο κινείται από παραισθητικά παραληρήματα σε νηφάλια αυτογνωσία και αναπόληση.

Και φυσικά η Στριπ έχει δώσει τα πάντα για να την ζωντανέψει όπως της αξίζει, δουλεύοντας σκληρά να δημιουργήσει μια τόσο μεγάλη περσόνα. Αυτή, όμως, η τόσο χαρακτηριστική της Στριπ αφοσίωση και (θετικώς εννοούμενη) υπερβολή, η τάση της να αρμέγει την κάθε μία ατάκα, να υπογραμμίζει τόσο έντονα τις διακυμάνσεις των σκηνών και των διαλόγων, κάθεται τελικά άβολα με το ρόλο της.

Η Βάιολετ υποτίθεται ότι είναι ταυτόχρονα παντοδύναμη αλλά και απελπιστικά εκτός ελέγχου, ενώ η Στριπ μοιάζει υπερβολικά τεχνική και υπέρμετρα θεατρική, άψογη και οικεία σε καθεμιά λεπτομέρεια, και αδυνατεί να επικοινωνήσει το στοιχείο του εκρηκτικού απρόοπτου, ότι δηλαδή η Βάιολετ είναι εκείνη που ορίζει τον μικρόκοσμο του σπιτιού και μπορεί ανά πάσα στιγμή να χτυπήσει απροειδοποίητα. Είναι μια ολόσωστη ερμηνεία (δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα λιγότερο από την Στριπ) αλλά δεν είναι μια σπουδαία ερμηνεία, που αυτό το έργο χρειάζεται σαν οξυγόνο για να λειτουργήσει.

Αντίθετα, και αναπάντεχα, η Ρόμπερτς προσαρμόζεται καλύτερα στις απαιτήσεις του δεύτερου σημαντικότερου ρόλου, μιας γυναίκας που πρέπει να συμβιβάσει την προφανή απογοήτευσή της από τη ζωή με το ολοένα και πιο τρομακτικό ενδεχόμενο να μοιάζει περισσότερο στη μητέρα της απ’ ό,τι θα ήθελε ή παραδέχεται.

Λιγότερο αναπάντεχα γιατί είναι και οι δύο εξαιρετικοί, αυτοί που ξεχωρίζουν από τους δεύτερους ρόλους είναι η Μαργκότ Μαρτιντέιλ και ο Κρις Κούπερ, ένα ζευγάρι που ξεκάθαρα συμβολίζει ό,τι καλύτερο και ό,τι χειρότερο έχει να δείξει αυτή η οικογένεια, αλλά το κάνει τόσο πειστικά και συγκινητικά που δίνει πνοή στον παράξενα χλιαρό «Αύγουστο».

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ