Philomena

04.12.2013
Στην έβδομη υποψηφιότητά της για Όσκαρ, η Τζούντι Ντεντς κατορθώνει να μεταδώσει με την θαυμάσια ερμηνεία της όσα το σενάριο και η σκηνοθεσία αυτού του αξιοπρεπούς δράματος συνταγής ενίοτε δυσκολεύονται να μεταφέρουν.

Όταν ο ηθοποιός Στιβ Κούγκαν αποφάσισε να συνεργαστεί με τον σεναριογράφο Τζεφ Πόουπ προκειμένου να μοιραστούν τα καθήκοντα της συγγραφής και να μεταφράσουν κινηματογραφικά την αληθινή δοκιμασία μιας ηλικιωμένης γυναίκας, η οποία πρόσφατα αναζήτησε τα ίχνη του χαμένου της παιδιού, εκείνου που πενήντα χρόνια πριν δόθηκε για υιοθεσία παρά τη θέλησή της, οι δυο τους είχαν εξαρχής ως αδιαφιλονίκητο πλεονέκτημα την δύναμη της ιστορίας που βάλθηκαν να διηγηθούν.

Η Φιλομίνα Λι βρισκόταν ακόμη στην εφηβεία και μεγάλωνε στις εργατικές συνοικίες της Ιρλανδίας των χρόνων του ’50, όταν μια αθέλητη εγκυμοσύνη την εξόρισε από την οικογένειά της και την οδήγησε έγκλειστη σε ένα μοναστήρι, υποχρεώνοντάς την να δουλεύει καθημερινά ως εργάτρια.

Εκεί έφερε στον κόσμο το παιδί της, από την αυταρχική διαχείριση της μονής αναγκαζόταν να το βλέπει μόνο για μία ώρα ημερησίως, ενώ μόλις το αγόρι συμπλήρωσε το τρίτο έτος της ηλικίας του δόθηκε χωρίς τη συναίνεσή της για υιοθεσία, σε ένα ζευγάρι θετών γονιών από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η ταινία ξεκινά την αφήγησή της αρκετές δεκαετίες αργότερα, όταν η άτυχη νεαρή μητέρα έχει πλέον μεταμορφωθεί σε μια συμπαθέστατη γηραιά κυρία, η τύχη του γιου της παραμένει ένα μυστήριο και ένας απαξιωμένος επαγγελματικά δημοσιογράφος προσεγγίζει την ελάχιστα μορφωμένη πλην μεγαλόκαρδη γυναίκα με σκοπό να ωφεληθεί ρεπορταζιακά από τη μοναχική της σταυροφορία.

Ένα ταξίδι στη Αμερική ενώνει σύντομα τους δυο διαμετρικά αντίθετους αυτούς ανθρώπους, βοηθώντας την αναγκαστική τους συνύπαρξη να μετατραπεί σε αμοιβαία εκτίμηση, την ίδια ώρα που απρόσμενα μυστικά έρχονται στην επιφάνεια.

Κρατώντας για τον εαυτό του τον ρόλο του κυνικού δημοσιογράφου και εκτελώντας χρέη όχι μόνο συμπρωταγωνιστή και σεναρίστα, αλλά και παραγωγού στο φιλμ, ο Στιβ Κούγκαν προσπαθεί να αντεπεξέλθει αξιοπρεπώς και στα τρία καθήκοντά του.

Ως ηθοποιός εμφανίζεται περισσότερο εγκρατής από ποτέ, παραμερίζοντας πλήρως τις οποιεσδήποτε κωμικές μανιέρες του για να υπηρετήσει τις απαιτήσεις ενός καθαρά δραματικού (αντι)ήρωα.

Ως παραγωγός ονειρεύτηκε προφανώς να δώσει στη «Philomena» τον χαρακτήρα ενός υπολογισμένου στις γλυκόπικρες δόσεις του και φιλικού προς το ευρύ κοινό φιλμ μηνυμάτων.

Ως σεναριογράφος επιχείρησε, τέλος, να ανταποκριθεί όσο το δυνατόν καλύτερα στις ενδιαφέρουσες παραμέτρους που έκρυβαν τα πραγματικά συμβάντα στα οποία βασίστηκε, έτσι όπως τα χώρεσε προηγουμένως ο δημοσιογράφος Μάρτιν Σίξμιθ, στο αυτοβιογραφικό χρονικό του με τίτλο «The Lost Child of Philomena Lee».

Ο Κούγκαν στάθηκε ομολογουμένως τυχερός, έχοντας στα χέρια του όχι απλά ένα συγκινητικό παράδειγμα μητρικής αγάπης αλλά και ένα μάθημα πάνω στην ανάγκη της συγχώρεσης και της αποδοχής, ακόμα και τις φορές που η μοίρα παίζει τα πιο παράξενα παιχνίδια στις ανθρώπινες ζωές.

Ακόμα καλύτερα, η περίπτωση της καλόψυχης Φιλομίνα, όχι πολύ διαφορετική από τα βιώματα αμέτρητων άλλων γυναικών, οι οποίες έτυχε να βρεθούν εξίσου αβοήθητες στη θέση της, πρόσφερε μια πρώτης τάξεως πολεμική ενάντια στις αμέτρητες υποκρισίες της Καθολικής Εκκλησίας, σκαλίζοντας στην πορεία μερικές ιδιαίτερα ενοχλητικές πτυχές του πρόσφατου παρελθόντος και των ύποπτων μεθόδων της.

Παρά τον θεματικό της πλούτο, η «Philomena» μοιάζει, παρ’ όλα αυτά, με αποτέλεσμα προγραμματισμού. Η σεναριακή δουλειά που έχει υποστεί μοιάζει να στηρίχτηκε εξ ολοκλήρου επάνω σε δοκιμασμένες φόρμουλες, χαρακτήρες και καταστάσεις τοποθετούνται μέσα σε απλοϊκές εκδοχές περί καλού και κακού, ενώ υπάρχουν σημεία όπου το συναισθηματικό πατρονάρισμα από μέρους των εμπνευστών του φιλμ γίνεται προφανές.

Πλήρως προσαρμοσμένος στις συμβάσεις αυτές, ο Στίβεν Φρίαρς μοιάζει με τη σειρά του να ξεχνά πόσο οξυδερκής σκηνοθέτης υπήρξε στο παρελθόν κι εδώ παραμένει απρόσωπος πίσω από την κάμερα, δίνοντας την εντύπωση ότι απλώς διεκπεραιώνει, δίχως την διάθεση να επέμβει στο σενάριο και στη δουλειά των ηθοποιών του.

Όλα αυτά δεν αφαιρούν, ασφαλώς, από την «Philomena» τις ευγενείς της προθέσεις, ούτε τη δυνατότητά της να ενεργοποιήσει χωρίς ιδιαίτερο κόπο τους δακρυγόνους αδένες πολλών θεατών, ούτε το προνόμιο του να απολαμβάνει μια ακόμα αριστοκρατική ερμηνεία από την Τζούντι Ντεντς. Θα ευχόταν, εντούτοις, κανείς οι αρετές αυτές να υπηρετούσαν μια καλύτερη περίπτωση ταινίας.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ