«Η πνοή της ανθρώπινης περιπέτειας μπορεί να κάνει μία ιστορία διαχρονική»

05.12.2013
Η «Μικρά Αγγλία», η δωδέκατη ταινία του Παντελή Βούλγαρη, κινηματογραφική μεταφορά του μπεστ σέλερ, κι αγαπημένου από πολλούς, ομώνυμου βιβλίου, ξεκινά σήμερα το ταξίδι της στις αίθουσες και το cinemag.gr μιλά με τη συγγραφέα του μυθιστορήματος και του σεναρίου, Ιωάννα Καρυστιάνη.

Η ταινία «Μικρά Αγγλία», που κυκλοφορεί ήδη στις αίθουσες (διαβάστε εδώ την άποψη του cinemag για την ταινία), αφηγείται μία ιστορία που εκτυλίσσεται στην Άνδρο, τη Μικρά Αγγλία του τίτλου, τις δεκαετίες του ’30 και του ’40, με τις κοινωνικές επιταγές της εποχής και το στίγμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αλλά και με τα συναισθήματα, τα πάθη και τις αγωνίες που βασανίζουν ή λυτρώνουν την ανθρώπινη ύπαρξη διαχρονικά.

Το cinemag.gr μίλησε με τη συγγραφέα του βιβλίου Ιωάννα Καρυστιάνη, η οποία επιμελήθηκε και το σενάριο της ταινίας, για την έμπνευση που άντλησε από την Άνδρο, τις δυσκολίες τού να γράψει για μια άλλη εποχή και έναν τόσο ιδιαίτερο τόπο, και το πώς η ιστορία της αποκτά άερα διαχρονικό.

Πώς κατάφερε η Άνδρος των ναυτικών να αποτελέσει έμπνευση για τη «Μικρά Αγγλία»;

Καταρχήν δεν κατάγομαι από ναυτική οικογένεια. Όταν έφτασα στην Άνδρο, πρώτη φορά το 1989, δεν μου άρεσε τίποτα, γιατί μέσα μου δεν ήμουν καλά. Έβλεπα αυτό το εξαίσια διατηρημένο αρχιτεκτονικό σύνολο στη Χώρα, τα όμορφα χωριά, τα λαϊκά σπίτια, τα κυπαρίσσια δίπλα στη θάλασσα, τα απόκοσμα βράχια κι έλεγα άλλο ένα ειδυλλιακό τοπίο που δε με αφορά.

Την πρώτη κιόλας μέρα, ένας φίλος με κάλεσε για καφέ. Τότε είδα 5 μαυρόασπρες φωτογραφίες πνιγμένων ναυτικών κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κι άλλαξαν όλα μέσα μου. Αποφάσισα, ότι αγαπώ παράφορα την Άνδρο. Αγαπώ παράφορα αυτόν τον κόσμο που σηκώνει ένα πελώριο φορτίο πένθους, και θα γράψω ένα μυθιστόρημα γι’ αυτό. Δεν είχα γράψει ούτε το πρώτο μου βιβλίο, τότε, και μπήκα στην περιπέτεια με τρομερή επιθυμία για τον κόσμο των ναυτικών. Πώς αποτυπώνεται όχι μόνο σ’ εκείνους που παραδέρνουν στη μοναξιά των ωκεανών, αλλά και στις γυναίκες, που μένουν πίσω και παραδέρνουν στη μοναξιά της απουσίας των ανδρών.

Παρότι η ταινία είναι εποχής, οι διάλογοι δε μαρτυρούν το πεπερασμένο της γλώσσας. Είναι σύγχρονοι και δε φέρουν λεξιλόγιο νησιώτικης ντοπιολαλιάς. Πώς έγινε αυτή η επιλογή;

Υπήρχε ένα πρόβλημα γιατί στο βιβλίο δεν υπάρχουν πολλοί διάλογοι. Είναι ένας εσωτερικός μονόλογος, με παρένθετες φράσεις, και οι σκηνές διαλόγων ελάχιστες. Όταν έγραφα το σενάριο πήρα το ρίσκο, κατάσπαρτες, να υπάρχουν φράσεις με άρωμα παλιάς γλώσσας, δίχως υπερβολή και εκζήτηση. Ίσα ίσα για να βοηθούν τον θεατή. Στο κύριο μέρος, ήθελα την ομιλία σημερινή και τους διαλόγους λιτούς και κοφτούς.

Σε αυτό βοήθησε όλους τους συνεργάτες της ταινίας, μία επιθυμία, εντολή θα έλεγα του Παντελή, εφόσον κάνουμε ταινία εποχής, να μην την εγκλωβίσουμε στην «εποχίλα». Έτσι, προσπαθήσαμε να μην σταθεί ο θεατής σε μία εξαίσια τοπιογραφία, να μην επιμείνουμε στην ανάδειξη ωραίων λεπτομερειών, για να μην πνίξουν αυτά την πνοή της ανθρώπινης περιπέτειας, γιατί η πνοή της ανθρώπινης περιπέτειας είναι αυτή που μπορεί να καταστήσει διαχρονική μία ιστορία και μία ταινία.

Και πιστεύω ότι η ταινία μιλά στο σήμερα γιατί πάντα χρειάζεται να διατηρούμε σχέσεις με τη μνήμη, αλλά και γιατί το θέμα της, οι οικογενειακές σχέσεις, οι τύψεις, οι σχέσεις πάθους, λησμονιάς, καημού, αφορούν και τους σημερινούς ανθρώπους.

Δεκαέξι χρόνια μετά τη συγγραφή του βιβλίου, από το ρόλο του σεναριογράφου αυτή τη φορά, πιστεύετε ότι πήγατε την ιστορία ένα βήμα παρακάτω ή αναγκαστικά τής στερήσατε κάποια πράγματα;

Όταν ένα μυθιστόρημα γίνεται σενάριο, ο σεναριογράφος πρέπει να κορφολογήσει τα πιο ισχυρά σημεία της πλοκής, τα κομβικά σημεία της εξέλιξης των χαρακτήρων. Πρέπει να αποκτήσει ελευθερίες, που είναι πολύ δύσκολες, ειδικά όταν ο σεναριογράφος είναι ο συγγραφέας του μυθιστορήματος. Πρέπει να ξεχάσει πράγματα που του άρεσαν στο μυθιστόρημα και να μην επιχειρήσει να τα επιβάλει στο σενάριο, γιατί μπορεί να μην είναι καθόλου λειτουργικά.

Είναι μία προσπάθεια που μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους και δε σας κρύβω ότι δοκίμασα διαφορετικές εγγραφές αλλά τελικά αποφάσισα να εμπιστευτώ τη δωρικότητα της ιστορίας και της πλοκής. Αλλά ο σεναριογράφος οφείλει να είναι απίκο. Έπρεπε να είμαι παρούσα και στο γύρισμα γιατί προέκυπταν κάποια «ευλογημένα απρόοπτα» και πρέπει να είσαι σε συναγερμό με όλες σου τις αισθήσεις.

Όσον αφορά στο πένθος, συμβαίνει το οξύμωρο, να αποτελεί κινητήριο μοχλό για την ίδια τη ζωή. Ήταν πραγματική μια τέτοια συνθήκη στην κοινωνία της Άνδρου και πώς είναι τα πράγματα σήμερα;

Η σφραγίδα του πένθους είναι πολύ έντονη στις ζωές των ανθρώπων της Άνδρου, γιατί τα ναυάγια ήταν απανωτά και όλα τα σπίτια χτυπημένα από τον θάνατο. Στις ζωές των ανθρώπων, ο θάνατος ενός αγαπημένου, σφραγίζει ανεξίτηλα το μετά κι η μνήμη τον κάνει παρόντα σε πολλές επόμενες στιγμές του καθενός μας. Ειδικά σε ένα ναυτονήσι.

Υπάρχουν ακόμη και σήμερα παιδιά που βγαίνουν στα καράβια. Ειδικά με την κρίση, ακόμη και άνθρωποι που είχαν πάρει σύνταξη βγαίνουν για το μεροκάματο στον ωκεανό. Συνταξιούχοι ναυτικοί ή νεότερα παιδιά που είχαν υπολογίσει αλλιώς τη ζωή τους, είχαν κάνει πολύ διαφορετικές σπουδές και δουλειές, βγαίνουν για το μεροκάματο στον ωκεανό.

Και σήμερα γίνονται ναυάγια, και σήμερα πνίγονται άνθρωποι, για παράδειγμα οι μετανάστες. Όλη η Μεσόγειος είναι νεκροταφείο ανέστιων μεταναστών, που έφυγαν απ’ τις χώρες τους για να σωθούν, αναζητώντας μεγαλύτερη ασφάλεια και πνίγηκαν. Από την εποχή της Οδύσσειας ο πνιγμός και το χαμένο σώμα, είναι ένα πελώριο θέμα για την ανθρώπινη ύπαρξη.

Μέσα στην ιστορία συναντούμε τη συγκυρία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τι ρόλο παίζουν οι πολιτικές εξελίξεις στην ιστορία;

Η ταινία είναι ανθρωποκεντρική. Ο ήρωές της δεν είναι υπουργοί και άνθρωποι - οδηγοί της κοινωνίας και των πολιτικών εξελίξεων. Ωστόσο όλοι επηρεάζονται. Η Άνδρος λεγόταν από τα τέλη του 19ου αιώνα στους κύκλους των καραβοκυραίων «Μικρά Αγγλία», με τη φιλοδοξία ή τη μεγαλομανία, να αποκτήσουν την ισχύ που είχε η θαλασσοκράτειρα Μεγάλη Βρετανία. Και υπήρξε άνθιση στο θαλάσσιο εμπόριο και τη ναυτική δύναμη της Άνδρου, αλλά βέβαια αυτό το μεγαλειώδες όνειρο με το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ναυάγησε.

Γιατί οι εσωτερικές διαδικασίες των γυναικών ερμηνεύονται διεξοδικά, ενώ οι πράξεις των ανδρών μοιάζουν αδικαιολόγητες;

Σε ένα άλλο βιβλίο για ναυτικούς, το «Σουέλ», γράφω ότι οι ναυτικοί είναι «κουμάσια του φευγιού». Όλοι οι ναυτικοί που έχω γνωρίσει κάνοντας έρευνα για τη «Μικρά Αγγλία», ή το «Σουέλ», κι επειδή αγαπώ τους ναυτικούς, έχουν έναν αδιάσπαστο και πανίσχυρο δεσμό με την ίδια τη θάλασσα. Εκεί τα καταφέρνουν καλύτερα.

Ο παράφορος έρωτας είναι με το κύμα. Στη στεριανή ζωή πνίγονται σε μια κουταλιά νερό. Είναι ώριμοι να αντιμετωπίσουν δέκα ανεμοστρόβιλους, αλλά στην ασφάλεια ενός σπιτιού τους παρασέρνει ένα κύμα που δεν μπορούν να κουμαντάρουν.

Η ζωή στους ωκεανούς πρωταγωνιστεί δια της απουσίας της. Ποια ήταν η διαδικασία για τις σκηνές στα καράβια;

Τα γυρίσματα στην Άνδρο ολοκληρώθηκαν σε 21 εβδομάδες, όμως δεν υπάρχουν πια παλιά σκαριά, δεν υπάρχουν και οι συνθήκες παραγωγής για μία τέτοια κατασκευή. Ο Παντελής ήθελε, και είχε απόλυτο δίκιο, οι σκηνές αυτές, να είναι σύντομες και ουσιαστικές. Σα σφήνες στη φαντασία των γυναικών. Σαν ένα μακρινό κύμα το οποίο σκάει στη ζωή του νησιού, όπου είναι το επίκεντρο της ιστορίας και το κέντρο βάρους της ίδιας της ταινίας.

Γυρίστηκαν σε δύο αραγμένα βαπόρια. Σε ένα παλιό, μικρό το Θαλής, στο Φλοίσβο, και στο Liberty, ένα από τα δύο μοναδικά που έχουν απομείνει από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και είναι στην πέμπτη πύλη του Πειραιά. Εκεί καταφέραμε να κάνουμε τις σκηνές που χρειαζόταν, και με τη μεγάλη βοήθεια και τις επεμβάσεις του Αντώνη Γκοτζιά, στην ψηφιακή επιμέλεια, μπόρεσαν να λειτουργήσουν στην ταινία, χωρίς να είναι επιδεικτικές.

Σε τι οφείλεται η μοίρα που διαγράφηκε για τις δύο αδερφές;

Οι σχέσεις απουσίας, να λείπουν οι άντρες μακριά, πατέρες, γιοι, σύζυγοι, εραστές, σφραγίζουν τον τρόπο επικοινωνίας αυτών που μένουν πίσω. Οι άνθρωποι δεν εκμυστηρεύονται όλα όσα θρέφονται μέσα τους, τους εσωτερικούς καημούς. Οι δύο αδερφές, διαφορετικές μεταξύ τους, δεν ήταν κοντά, αλλά μετά από σαράντα κύματα που τις χτυπούν, δένονται από αυτή την κοινή μοίρα των γυναικών των ναυτικών.

Είναι και οι αυστηρές κοινωνικές συνθήκες. Οι επιταγές που οι άνθρωποι καλούνται να τις επαληθεύσουν με έναν καθωσπρεπισμό και μια τυφλή πειθαρχία με αποτέλεσμα πολλές φορές να ασφυκτιούν και να βασανίζονται. Και πιστεύω ότι με αυτή την ιστορία δε δοκιμάζονται μόνο τα αισθήματα ενός ανθεκτικού έρωτα, ή των τύψεων μέσα σε ένα σπίτι αλλά όλη η τοπική κοινωνία αντιλαμβάνεται το κόστος της υποταγής στα δυνατά αισθήματα.

Υπάρχει κάθαρση στην ιστορία;

Στο τέλος βγαίνουν όλοι χαμένοι αλλά προσφέρουν στον θεατή ένα δώρο. Η κάθαρση είναι το ίδιο το άλγος. Η συντριβή, οι τύψεις, ακόμη και το ότι όλοι αντιλαμβάνονται το μεγαλείο των ανθεκτικών συναισθημάτων. Η ανάδειξη της τρομερής τους δύναμης και της σημασίας τους μέσα στην ίδια τη ζωή.

Υπήρξε πολιτισμική κινητοποίηση στην Άνδρο; Πόσο κοντά είναι οι σύγχρονοι Ανδριώτες με την Τέχνη και τον κινηματογράφο;

Η Άνδρος έχει μία παράδοση στον πολιτισμό. Έχει πολλά μουσεία, μία εκπληκτική κινηματογραφική λέσχη, η οποία εδώ και 18 χρόνια προβάλλει ταινίες και τον χειμώνα, και μάλιστα με εξαιρετικές επιλογές ταινιών, δύο θεατρικές ομάδες, που ανεβάζουν πολύ καλές παραστάσεις, χορωδίες, φιλαρμονικές, έχει εμπειρία από αυτά τα πράγματα. Εμπειρία κινηματογραφική πολύ μικρή. Αλλά, χωρίς εκείνους δε θα γινόταν τίποτα.

Η προσφορά ήταν τεράστια. Και η προθυμία. Αυτό πιστεύω είναι και η μαγεία του κινηματογράφου. Η συλλογική εμπειρία του κινηματογράφου έχει απίστευτες, προκλητικές σιωπές και προκλητικές κορυφώσεις. Και νομίζω ότι αυτή η νέκρα που χαρακτηρίζει τα νησιά τον Χειμώνα και που όλο μεγαλώνει γιατί η θερινή σεζόν όλο και συρρικνώνεται, δεν υπήρχε. Η Άνδρος ήταν ολοζώντανη. Παλλόταν σύγκορμη. Υπήρχαν άνθρωποι που είχαν κατέβει απ’ τα χωριά για να παρακολουθήσουν μόνο ένα γύρισμα κι έλεγαν, «η ωραιότερη ημέρα της ζωής μου».

Και πιστεύω ότι αυτό θα ξεκουνίσει και άλλες τοπικές κοινωνίες, να δώσουν την υποστήριξή τους για να γίνουν κι αλλού ταινίες. Αν μείνουμε στην ορφάνια μόνο των αριθμών και των φόρων, που είναι τρομερά αποπνικτική και καθηλωτική για τους ανθρώπους, καήκαμε.

Πρέπει να πιστέψουμε ότι αξίζουμε μία περηφάνια, μια αξιοπρέπεια και η Τέχνη μπορεί βεβαίως να μην μπορεί να πληρώσει λογαριασμούς αλλά μπορεί να δώσει στους ανθρώπους μία ανάσα, και να λειτουργήσει βάζοντας μπροστά το μυαλό να δουλέψει.

Ακόμη και μία ερωτική ιστορία, μια οικογενειακή, απλή ιστορία σε μια γωνιά της Ελλάδας, μπορεί να έχει οικουμενική σημασία γιατί εγγράφει μια μικρή ντόπια ιστορία στη συλλογική ανθρώπινη εμπειρία και μας προκαλεί να σκεφτούμε τη δική μας τη ζωή, τον τόπο μας, τα προβλήματά μας.

Η ταινία «Μικρά Αγγλία» κυκλοφορεί από την Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου από τη Feelgood Entertainment.