Ένας συγγραφέας σε δημιουργικό αδιέξοδο εγκαταλείπει τη συζυγική εστία και διατηρεί σχέσεις με μια νεώτερη συνάδελφό του. Μια καμαριέρα προσπαθεί να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των οικείων της και να κερδίσει την κηδεμονία του παιδιού της. Ένας μικροαπατεώνας ερωτεύεται μια τσιγγάνα και μπλέκεται άθελά του με την τοπική μαφία. Και οι τρείς θα βρεθούν αντιμέτωποι με ανομολόγητα μυστικά και ευθύνες που έχουν αποποιηθεί.
Οχτώ χρόνια μετά το αμφιλεγόμενο, οσκαρικό «Crash», ο Πολ Χάγκις επιχειρεί να επαναλάβει τα δραματικά κι αφηγηματικά τεχνάσματα εκείνης της ταινίας. Κατακερματίζει την πλοκή και συνδέει τους χαρακτήρες του με ένα κοινό θέμα: την οικογένεια και την ευθύνη των γονιών απέναντι στα παιδιά τους.
Το τρίτο πρόσωπο ως σχήμα λόγου υπονοεί συνήθως την ερωτική αντιζηλία. Παράλληλα είναι και το γραμματικό/συντακτικό σχήμα που προσδιορίζει τη σχέση του αφηγητή (εδώ του σκηνοθέτη) με το κοινό. Ο Χάγκις χρησιμοποιεί τα δύο παραπάνω σχήματα για να υπερφορτώσει μια απλή σεναριακή ιδέα και τελικά παραδίδει μια μελοδραματική καρικατούρα προσώπων και καταστάσεων.
«Όταν τα πράγματα πάνε να γίνουν πιο βαθιά, εσύ πετάς ένα παρηγορητικό κλισέ». Η ατάκα από την ταινία συνοψίζει μέσα στην αφελή της επιτήδευση τη ρηχότητα αλλά και την επιδειξιομανία του σκηνοθέτη/σεναριογράφου. Η σοβαροφάνεια των ερμηνειών, η εξαντλητική χρήση της μουσικής, το άχαρο «εννοιολογικό» μοντάζ, καθώς και η ανελέητη διάρκεια των 137 λεπτών φθηναίνουν ακόμα περισσότερο μια ταινία που υπερθεματίζει τα κλισέ και τελικά δεν κάνει επίκληση στο συναίσθημα, αλλά στη γελοιότητα.
Το θέμα του Χάγκις ήταν τα παιδιά που βρίσκονται υπόλογα για τις συμπεριφορές των ενηλίκων και οι ενήλικες που προκαλούν με την παιδαριώδη τους συμπεριφορά. «Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα», υπογραμμίζει η γνωστή ρήση. Σ’ αυτό το προκάτ κινηματογραφικό δράμα ισχύει πως «φιλοδοξίες δημιουργών παιδεύουσι κοινό».