Ενας «Οιδίπους Τύραννος» των γκέι μπαρ και των αποχωρητηρίων, κλεισμένος σε μια από τις πιο πρωτοποριακές και τολμηρές ταινίες του γιαπωνέζικου σινεμά.
Δυσεύρετη για δεκαετίες, η ταινία κυκλοφορεί σε DVD περιοχής, χωρίς ελληνικούς υπότιτλους, από την εταιρεία Eureka και την εξαιρετική σειρά Masters Of Cinema. Στα επιπλέον υλικά της έκδοσης, εκτός από ένα βιβλιαράκι με δυο εκτενή κείμενα (το ένα από τον μουσικό και λάτρη του ιαπωνικού σινεμά Τζιμ Ο Ρουρκ), υπάρχει ηχητικός σχολιασμός από τον σκηνοθέτη, μια 23λεπτη μαγνητοσκοπημένη συνέντευξή του, φωτογραφίες και τρέιλερ του φιλμ.
Η Ιστορία
Προσπαθώντας να ξεφύγει από ένα δραματικό παρελθόν που εξακολουθεί να τη στοιχειώνει, μια νεαρή τραβεστί συνάπτει δεσμό με τον αρκετά μεγαλύτερό της σε ηλικία ιδιοκτήτη του νυχτερινού κέντρου στο οποίο δουλεύει. Αγνοώντας ότι εκείνος κατέχει το κλειδί στο τραγικό πεπρωμένο που την περιμένει
Από τους πρωτεργάτες του ιαπωνικού πειραματικού κινηματογράφου κυρίως μέσα από τα πρώτα μικρού μήκους φιλμ που γύρισε ανάμεσα στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 50 και στα τέλη του 60, ο Τόσιο Ματσουμότο έστρεψε την κάμερά του σε αυτό που πίστευε ότι αποτελούσε την εικόνα μιας χώρας που αποφάσιζε μέσω της νεολαίας της να προσπεράσει τα μεταπολεμικά της τραύματα και να ανταποκριθεί στη ραγδαία πολιτιστική και κοινωνική αλλαγή που συντελείτο σε πάμπολλες γωνιές του υπόλοιπου πλανήτη, εκείνη την εποχή. Επαναστατώντας ενάντια στο κατεστημένο που οι γονείς τους βοήθησαν να εγκαθιδρυθεί, ένα ολόκληρο νεανικό ρεύμα έθεσε μέσω της τέχνης για πρώτη φορά σε αμφισβήτηση οτιδήποτε θεωρείτο μέχρι τότε ταμπού, ορίζοντας ταυτόχρονα ως σκοπό να επανεφεύρει την εθνική του ταυτότητα ή να την αντικαταστήσει με μία καινούργια.
Την ίδια ώρα, πολυάριθμοι σκηνοθέτες ονειρεύονταν την πιθανότητα μιας εγχώριας κινηματογραφίας αντισυμβατικής και επείγουσας, τολμηρής και αυθάδικης. Ο Ναγκίσα Οσιμα, ο Σοχέι Ιμαμούρα, ο Μασαχίρο Σινόντα και ο Τόσιο Ματσουμότο ηγήθηκαν μιας νέας στρατιάς δημιουργών οι οποίοι έβρισκαν ανταπόκριση μέσα από καλλιτεχνικές κολεκτίβες που αναλάμβαναν την οικονομική τους εξασφάλιση και τη διανομή των έργων τους. Μέσα από την υποστήριξη μιας τέτοιας κολλεκτίβας με έντονη δραστηριότητα σε θεατρικά και εικαστικά δρώμενα μπόρεσε να γίνει εφικτή και η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του 37χρονου τότε σκηνοθέτη.
Διαβαίνοντας απάτητες (και ανήκουστες) για το εγχώριο σινεμά περιοχές της τότε ιαπωνικής πραγματικότητας, ο Ματσουμότο εμπνεύστηκε το ντεμπούτο του από τον μικρόκοσμο των γκέι μπαρ και από τη μέχρι πρότινος περιθωριοποιημένη ομοφυλόφιλη κοινότητα που τώρα επιχειρούσε να χειραφετηθεί, δίνοντας στον σκηνοθέτη ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της νέας, εναλλακτικής ζωής που ονειρευόταν η γενιά του ως απάντηση στο παραδόπιστο και πειθαρχημένο παρελθόν της χώρας. Στο σκηνικό αυτό δοκίμασε ο Ματσουμότο να τοποθετήσει μια εκμοντερνισμένη και ασυνήθιστη εκδοχή της τραγωδίας του «Οιδίποδα Τύραννου», περνώντας την όμως μέσα από την ιστορία ενός μοιραίου ερωτικού τριγώνου ανάμεσα σε δυο νεαρούς τραβεστί που διεκδικούν το ίδιο αντικείμενο πόθου.
Ως ντοκουμέντο ενός αθέατου Τόκιο που επιχειρεί τη σεξουαλική του απελευθέρωση και απενοχοποίηση και μιας μεταβατικής περιόδου για μια ολόκληρη νεολαία, το «Funeral Parade Of Roses» διατηρεί μέχρι σήμερα μια αυθεντικότητα και έναν χαρακτήρα μαρτυρίας που το κάνουν μοναδικό. Ως πρώτη ταινία στα χρονικά της ιαπωνικής κινηματογραφίας η οποία αντιμετώπισε με τόσο ανοιχτό τρόπο το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας, το ατίθασο δημιούργημα του Ματσουμότο έχει τη δική του ιστορική θέση. Ο σημαντικότερος, εντούτοις, λόγος για τον οποίο αξίζει να το μνημονεύει κανείς δεν είναι τίποτα από τα παραπάνω. Η ταινία προέκυψε από μια αυθόρμητη ανάγκη ενός καλλιτέχνη να μεταφράσει με κινηματογραφικούς όρους τις σαρωτικές αλλαγές που διέκρινε να συντελούνται στον συλλογικό ψυχισμό γύρω του. Για τον λόγο αυτό, η «Νεκρώσιμη Ακολουθία Των Ρόδων» του είναι λιγότερο μια συμβατική δημιουργία και περισσότερο ένα παροξυσμικό κολάζ που πειραματίζεται συνέχεια με τις αμέτρητες δυνατότητες της σκηνοθεσίας, διασκεδάζει όταν μπερδεύει τα όρια ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ και τη μυθοπλασία, παραβιάζει την αφήγηση με αναπάντεχες εικονογραφικά σφήνες και συνεχείς λογοτεχνικές αναφορές και φροντίζει να υπενθυμίζει συνεχώς ότι αυτό που παρακολουθούμε είναι μία ταινία. Κι όταν τα παιχνίδια του Ματσουμότο με τους φακούς, τις πειραγμένες εικόνες και τις ραδιουργίες της φωτογραφίας πάψουν, το φιλμ βουτά με το κεφάλι σε ένα φινάλε τόσο σκοτεινό και τόσο βίαιο που έρχεται σε τρανταχτή αντίθεση με το ευφορικό κλίμα του υπόλοιπου φιλμ.
Μπορεί να βρισκόταν στο μέσο μιας εποχής που έδινε σε πολλούς την εντύπωση ότι τα πράγματα επρόκειτο να αλλάξουν προς το καλύτερο, ο Ματσουμότο δεν έτρεφε παρ όλα αυτά ψευδαισθήσεις. Η ταινία του χρησιμεύει για να τις διαψεύσει. Οι ήρωές του συντρίβονται όταν οι μάσκες που τόσο καιρό τους κρατούσαν ασφαλείς μακριά από την αλήθεια αρχίσουν να υποχωρούν και να πέφτουν με θόρυβο. Κι ο πρωταγωνιστής του θα δώσει φωνή στην απελπισία μιας ολόκληρης γενιάς όταν, στη μέση ενός νεκροταφείου βουτηγμένου στο νερό και την λάσπη, θα σταθεί για να ευχηθεί «ολόκληρος ο κόσμος να μπορούσε να βουλιάξει». Οσο για τον σκηνοθέτη αυτής της φανταχτερής ιλαροτραγωδίας, μετά από δυο ακόμη ταινίες μεγάλου μήκους επέστρεψε στα μικρού μήκους με τα οποία ξεκίνησε την καριέρα του. Μέχρι σήμερα, δεν έχει κατορθώσει να εξαργυρώσει πλήρως τη σημασία του ριζοσπαστικού αυτού ντεμπούτου.
Λουκάς Κατσίκας