«Να κάνεις πάντα το σωστό, γιατί είναι το σωστό» γράφει μια μάνα στον Αμερικανό πεζοναύτη γιο της. Το γράμμα της διαβάζουν αποσβολωμένοι οι Ιάπωνες φύλακές του όταν εκείνος υποκύπτει στα τραύματά του. Ολόκληρη η σεκάνς θα είχε παραδοθεί αμαχητί στην επέλαση του μελό, αν στα 100 λεπτά που προηγήθηκαν ο Ιστγουντ δεν είχε σκάψει λαγούμια στην επιφάνεια της τετριμμένης δραματουργίας και δεν είχε ανατινάξει κάθε πρόσβαση σε κλισέ ερμηνείες του πατριωτικού καθήκοντος.
Η σκηνή παραμένει βαθιά συγκινητική. Δεν φορτίζεται μόνο από το ότι, επί της οθόνης, ένας 19χρονος ξεψυχά στο βωμό ενός ακαθόριστου «σωστού». Αλλά και από τη συνειδητοποίηση ότι, πίσω από την κάμερα, ένας 76χρονος αποδεικνύει το σθένος του ομολογώντας δημόσια ότι η γενιά του έκανε «λάθος». Ισως επειδή η ιστορία κινείται σε επαναλαμβανόμενους, τρομαχτικούς κύκλους. Ισως επειδή η τέχνη είναι σε κάποιες ιστορικές στιγμές αναγκαία.
«Γνώριζε τον εχθρό σου» λέει μία αμερικανική παροιμία, αλλά ποτέ η Αμερική δεν έκανε τον κόπο. Σε καμία πραγματική εχθροπραξία δεν συμφέρει να γνωρίζεις τη σκιά στο στόχαστρο του όπλου σου - να ξέρεις ότι έχει μάνα, γυναίκα, παιδί, κήπο, σκύλο, ένα πάτωμα κουζίνας που δεν πρόλαβε να τελειώσει. Κανείς δεν θα μπορούσε να πατήσει τη σκανδάλη απέναντι σ’ έναν συνάνθρωπο, παρά μόνο σε μία φευγαλέα φιγούρα. Επί 61 χρόνια, η κινηματογραφική απεικόνιση των Ιαπώνων επέμενε να διατηρεί την προπαγάνδα: ψυχροί εκτελεστές. «Είμαι ο Τακέσι». «Με λένε Σαμ». Ο Αμερικανός στρατιώτης που πιάστηκε αιχμάλωτος πρόλαβε να συστηθεί στον εχθρό. Κι ο Κλιντ Ιστγουντ (ξανα)έγραψε Ιστορία.
Σεβασμός, αξιοπρέπεια, τρόμος, ντροπή, θλίψη. Αν στις Σημαίες Των Προγόνων Μας νιώσαμε την ανάγκη ενός έθνους να στηριχθεί σε ήρωες, στη δεύτερη απόβαση του Ιστγουντ στο ηφαιστειογενές νησί νιώθουμε την απόγνωση μίας χούφτας αντιηρώων, η σφαγή των οποίων προμηνύεται ολοκληρωτική και αναπόφευκτη. Κι ο Ιστγουντ μάς εγκλωβίζει στο ερώτημα αν ο θάνατος έχει ηθική αξία ή το ένστικτο της επιβίωσης είναι η μόνη πυξίδα για το «σωστό».
Κι εκεί συναντάμε τη φιγούρα του στρατηγού Κουριμπαγιάσι. Ο Γουατανάμπε τον ερμηνεύει με τη χαμένη στα χρόνια αξιοπρέπεια που εξέπεμπαν εμβληματικές φιγούρες του παλιού Χόλιγουντ: το αλύγιστο παράστημα του Γκρέγκορι Πεκ, τη χαμηλότονη γενναιότητα του Γκάρι Κούπερ.
Κι ο Ιστγουντ στέκεται σεβάσμια προσοχή όχι μόνο απέναντι στη δύναμή του αλλά και απέναντι στην ανθρώπινη αδυναμία. Η κάμερά του περιπλανιέται ελεγειακά πάνω από το νεκρό τοπίο, το οποίο λες και συμβολίζει με τη μουντή του μονοχρωμία την απώλεια προτού καν αυτή συμβεί. Κι όταν συμβαίνει, κανείς δεν ψάχνει για ήρωες. Μόνο ελπίζει να βρει επιζώντες. Μάρτυρες που θα καταγράψουν σε γράμματα τον παραλογισμό του πολέμου. Με την ελπίδα ότι κάποιος, κάπου, κάποτε θα τα διαβάσει. Κι αν δεν μπορεί να διακρίνει το σωστό, δε θα επιτρέψει τουλάχιστον το ίδιο λάθος.
ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ