Είναι περιττό να προσπαθήσεις να ταξινομήσεις την καινούργια ταινία του Σωτήρη Γκορίτσα σε κάποιο κινηματογραφικό είδος. Ο,τι θα ξεκινήσει σαν μία ανάλαφρη κομεντί σχέσεων σε κρίση θα εξελιχθεί γρήγορα σε ένα κλειστοφοβικό θρίλερ μυστηρίου, πριν καταλήξει σε μία ριψοκίνδυνη αλλά και ταυτόχρονα γενναία βουτιά στα προσεκτικά συγκαλυμμένα άδυτα της μέσης ηλικίας.
Θύματα μίας φαινομενικής ευδαιμονίας, αλλά στην πραγματικότητα θύματα της ίδιας τους της άρνησης να παραδεχτούν ότι έχουν αποτύχει, οι αστοί ήρωες που αποτελούν τις «παρέες» του τίτλου θα βρεθούν εν γνώσει τους παγιδευμένοι σε μία εχθρική επαρχία και συνειδητά κατηγορούμενοι για ένα έγκλημα που λίγο ενδιαφέρει, τελικά αν έχουν στ’ αλήθεια διαπράξει. Στο πρώτο μισό θα αποκαλύψουν με δισταγμό ψήγματα της προσωπικής τους «κρίσης» (προσέξτε με πόση ακρίβεια ο Γκορίτσας τούς καθοδηγεί να ανταλλάσσουν τον τρόμο με την υπεροψία και τη σύγχυση με μία πρόφαση coolness). Στο δεύτερο θα σταθούν αντιμέτωποι σώμα με σώμα και πρόσωπο με πρόσωπο απέναντι στις φοβίες και τις επιθυμίες τους (χωρίς ίχνος προκατασκευασμένης υστερίας και ξεχειλωμένων ντεσιμπέλ). Και, διασχίζοντας ολόκληρη τη διαδρομή από την υποκρισία στην εξομολόγηση - ειρωνικά και εύστοχα την ίδια στιγμή που στο «φόντο» διαδραματίζεται η Μεγάλη Εβδομάδα - θα σταθούν υπόλογοι πρωτίστως απέναντι στον ίδιο τον εαυτό τους, αναζητώντας νομοτελειακά τη δική τους Ανάσταση.
Ο Γκορίτσας αγαπάει τους ήρωές του. Τους κατανοεί, τους κρίνει, τους ωθεί στα άκρα, αλλά περισσότερο από οτιδήποτε τους γνωρίζει σχεδόν καλύτερα και από τον ίδιο τους τον εαυτό. Και αυτό δεν μπορεί παρά να του χρεωθεί ως μία πράξη καθαρής γενναιοδωρίας, ειδικά όταν έχει προαποφασίσει πως θα τους ακολουθήσει πιστά μέχρι το όποιο τέλος. Στην καλύτερη και πιο ώριμη στιγμή της έτσι κι αλλιώς ξεχωριστής φιλμογραφίας του, δεν εγκαταλείπει παρά μόνο παροδικά την κοφτερή ενδοσκόπησή του στα θέλω και τα γιατί της γενιάς του, διατηρώντας πάνω από το σκοτάδι στο οποίο θα βυθιστούν οι ήρωές του μία ελαφρότητα τόσο αποκαλυπτική, ώστε θα τη ζήλευε ακόμη και ο (συχνά ανάλογου ύφους και σεναριακών ενδιαφερόντων) Κλοντ Σαμπρόλ. Κι υπογράφοντας, τελικά, ένα αταξινόμητο και ευφυές φιλμικό παιχνίδι αντιθέσεων και προσωπικών «παθών».
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΡΑΝΑΚΗΣ