Πυρετός το Σαββατόβραδο (Saturday Night Fever)

14.03.2007
Ακριβώς 30 χρόνια πριν, μια ταινία θα έβγαζε μια και καλή την disco από το αντεργκράουντ λαγούμι της για να ανυψωθεί μαζί της στη σφαίρα του θρύλου. h ευκαιρια μοιαζει ιδανικη για να το γιορτασουμε

ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΣΑΜΑΡΑ

Να ανυψωθεί πώς; Με τον ίδιο τρόπο που μια ολόκληρη γενιά πάσχιζε να αφήσει πίσω της το Βιετνάμ, το σκάνδαλο Γουοτεργκέιτ και κάθε λογής νεφελώδεις σκέψεις: μέσω του χορού, της ασύδοτης επίδειξης, του φλερτ με την παραίσθηση. Υπό αυτήν την έννοια, το καινούργιο φρούτο που κομίζει η δεκαετία του ’70, αυτό του πάθους για την κουλτούρα της ντίσκο, δεν είναι παρά μια υστερική και αρκετά υποκριτική φυγή προς μια αθωότητα η οποία δεν έμελλε να επιστρέψει ποτέ. Ωστόσο, οι πληγές που κληροδότησε το ιδεολογικό - κοινωνικό κενό αέρος ανάμεσα σε δύο δεκαετίες πρέπει να επουλωθούν πάση θυσία. Κάπως έτσι φτάσαμε και στην καθιέρωση των...

tribal rites of the new Saturday night, όπως τιτλοφορείται το μνημειώδες άρθρο 13 σελίδων που δημοσιεύεται στο περιοδικό «Νew Υork» στις 7 Μαρτίου 1975. Συντάκτης του ο Νικ Κον, θέμα του η καθημερινή ζωή της νεολαίας στις γειτονιές του Μπρούκλιν. Αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής του αφιερώματος; Η ντίσκο, το προϊόν που καταναλώνεται ακόμα στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού από μια γενιά που θεωρεί αυτονόητο το δικαίωμα στο εύκολο σεξ, τα ναρκωτικά και την άρνηση του πολιτικού προβληματισμού. Ανάμεσα στους αναρίθμητους αναγνώστες του άρθρου και ο 22χρονος Τζον Τραβόλτα, ήδη γνωστός ως Βίνι Μπαρμπαρίνο από τη σειρά «Welcome Back, Κotter», του οποίου ο ατζέντης επιμένει: «Αν ποτέ το γυρίσουν σε ταινία θα είσαι τέλειος για τον πρώτο ρόλο!». Οσο οι δυο τους κοιμούνται, η τύχη τους δουλεύει: ο Κέβιν ΜακΚόρμακ, δεξί χέρι του Αυστραλού μεγιστάνα Ρόμπερτ Στίγκγουντ, έχει οσμιστεί τον επερχόμενο ντόρο και πείθει το αφεντικό του να αγοράσει τα δικαιώματα του άρθρου αντί 90.000 δολαρίων πριν καν αυτό δημοσιευτεί!

από το ρινγκ στην πίστα Εάν τις παραπάνω ευτυχείς συμπτώσεις διαδέχονταν μονάχα ένα σωστό κάστινγκ κι ένας ομαλός σχεδιασμός παραγωγής, τούτο εδώ το making of δεν θα είχε κανέναν λόγο ύπαρξης. Λίγο ενδιαφερόταν για κάτι τέτοιο ο Στίγκγουντ, βεβαίως, όταν αποφασίζει να τοποθετήσει στην καρέκλα του σκηνοθέτη τον Τζον Αβιλντσεν. Με σκηνοθετικό... τζετ λαγκ από τα γυρίσματα του Ρόκι, ο τελευταίος μπαίνει δυναμικά στο σχέδιο τον χειμώνα του 1976 και βάζει το χεράκι του στη διαμόρφωση του σεναρίου. Ονειρεύεται άραγε ένα ανκόρ της αναγνωρισμένης επιτυχίας του Ρόκι, με τον ταπεινό και καταφρονεμένο ήρωα να πετάει τα γάντια και να ενδύεται φανταχτερά πολυέστερ κοστούμια; Οπως και να ’χει, το όραμα του Αβιλντσεν για τον χαρακτήρα του χορευταρά Τόνι Μανέρο είναι λιγότερο σκοτεινό σε σχέση με τη σκιαγράφηση του άρθρου στο «Νew Υork» αλλά και στο αρχικό σενάριο: τον θέλει απαλλαγμένο από τον σεξισμό, τον λανθάνοντα ρατσισμό και τον εν γένει «κωλοπαιδισμό» του, πιο πολύ κάτι σαν μετριοπαθές πλην ταλαντούχο παιδί για τα θελήματα της γειτονιάς.

Αποδεικνύοντας ότι είναι πλασμένος για άλλου είδους ρόλο, ο Τραβόλτα αδυνατεί να συμβιβαστεί με τη σκοπιά του Αβιλντσεν και προβαίνει στην πρώτη του επίδειξη ισχύος. Οπου «ισχύς», διάβαζε «εύνοια που του παρείχε αφειδώς ο Στίγκγουντ», ο οποίος ζητά να δει επειγόντως τον Αβιλντσεν προκειμένου να κόψει τον γόρδιο δεσμό. Ο σκηνοθέτης οδεύει προς το γραφείο του Στίγκγουντ περιμένοντας στωικά την αποπομπή, αγνοώντας όμως μια είδηση που θα διαμορφώσει την κωμικοτραγική ειρωνεία όσων θα ακούσει: «Τζον, θέλεις να ξεκινήσω από τα καλά ή τα κακά νέα; Τα καλά νέα είναι ότι μόλις προτάθηκες για Οσκαρ. Τα κακά νέα είναι ότι απολύεσαι»!

out of the plastic bubble Ο ερχομός του 1977 βρίσκει το μέλλον της ταινίας στο κενό: ο σκηνοθέτης μόλις έχει απολυθεί, το σενάριο είναι ακατέργαστο, ενώ η αναζήτηση συμπρωταγωνίστριας για τον Τραβόλτα αποδεικνύεται άκαρπη. Η θαυματουργή επίλυση των προβλημάτων θα ξεκινήσει... από ένα ταξί: εκεί όπου ο ανιψιός του Στίγκγουντ θα πιάσει κουβέντα με την άσημη ηθοποιό Κάρεν Λιν Γκόρνεϊ, θα της περιγράψει τον γυναικείο ρόλο και θα αιφνιδιαστεί από το θράσος της. «Εγώ είμαι αυτή που ψάχνεις», του ξεκαθαρίζει η Κάρεν. Σε χρόνο μηδέν καπαρώνει το απαστράπτον κόκκινο φόρεμα της παρτενέρ του Τόνι Μανέρο, ακολουθεί η πρόσληψη του σκηνοθέτη Τζον Μπάνταμ και όλα πηγαίνουν ρολόι. Ειδικά η πρόοδος του Τραβόλτα που, ακόμα και εν μέσω του πανικού, ήταν εντυπωσιακή: με ένα καθημερινό τρίωρο πρόγραμμα χορού και 3,5 χλμ. τρεξίματος, «στο τέλος ένιωθα σαν άλογο ιπποδρομιών!».

Δυστυχώς το «γκανιάν» θα έβγαινε προσωρινά εκτός κούρσας εξαιτίας του θανάτου της Νταϊάνα Χάιλαντ, συντρόφου του Τραβόλτα και συμπρωταγωνίστριάς του στο Boy In The Plastic Bubble. Εχοντας δει την αγαπημένη του να ψυχορραγεί, ο ηθοποιός θα αναζητήσει αντιπερισπασμούς στα γυρίσματα. Αυτοσχεδιάζει ασταμάτητα, προβαίνει στη δεύτερη «επίδειξη ισχύος» όταν επιβάλλει την άποψή του για το μοντάζ των χορευτικών σκηνών, βοηθά ακόμα και στην επιλογή του σάουντρακ. Γίνεται, εν ολίγοις, το πρώτο βιολί σε ένα φιλμ - σημείο αναφοράς για μια γενιά, σαν τον Επαναστάτη Χωρίς Αιτία, που περικλείει τελικά μια ανάγκη φυγής αντίστοιχη με αυτή των Βιτελόνι του Φελίνι. Διόλου τυχαίος, λοιπόν, ο... πυρετός στα ταμεία που προκλήθηκε από την έξοδο της ταινίας, η ανάδειξη του λευκού κοστουμιού του Τραβόλτα σε φετίχ και η αποθέωση του φιλμ ως κινηματογραφικής βίβλου της ντίσκο, λίγο πριν οι δίσκοι της παραδοθούν στην πυρά...