Από τα καλύτερα ελληνικά ντοκιμαντέρ τελευταία, το σκηνοθετικό success story της χρονιάς Sugartown: Οι Γαμπροί πλέκει το εγκώμιο της εγχώριας επαρχίας και αναρωτιέται πάνω στην ηθική των εικόνων...
Συνέντευξη στον Λουκά Κατσίκα
Σε μια ανήσυχη ιδιοσυγκρασία οφείλει ο 32χρονος σκηνοθέτης την απόφασή του να λοξοδρομήσει από ένα βέβαιο μέλλον στις κοινωνικές επιστήμες για να ακολουθήσει τον αντίξοο δρόμο του σινεμά. «Για να καταπιαστείς με κάτι στον κινηματογράφο πρέπει, πρώτα απ όλα, να έχεις διαμορφώσει έναν τρόπο που βλέπεις τον κόσμο» πιστεύει ο Κίμωνας. «Αυτό θέλησα να πετύχω μέσα από τις συγκεκριμένες σπουδές».
Τα φοιτητικά χρόνια τού πρόσφεραν μια πρώτης τάξεως αφορμή για να ταξιδέψει και να γνωρίσει τον κόσμο. Από όλα τα μέρη στα οποία βρέθηκε, όμως, εκείνο που γνώριζε τελικά λιγότερο ήταν η ίδια του η πατρίδα. Και πιο πολύ η πλούσια επαρχία της. «Είμαι παιδί της πόλης» εξομολογείται ο σκηνοθέτης, «μεγάλωσα σε μια πολυκατοικία και σπάνια θυμάμαι να κάναμε εκδρομές. Από την πρώτη στιγμή που άνοιξα τα μάτια μου στην επαρχία ανακάλυψα έναν κόσμο σπάνιας αυθεντικότητας, ένα πανέμορφο κομμάτι Ελλάδας το οποίο πιστεύω μάλιστα πως έχει εξαιρετικές ιστορίες να διοχετεύσει στο σινεμά. Αρκεί να κάνει κάποιος τον κόπο να τις αναζητήσει...».
Σε τι ακριβώς οφείλουμε την ενασχόληση του Κίμωνα με μια από τις πιο παράξενες ιστορίες που προέκυψαν τελευταία από την καθημερινότητα της ελληνικής επαρχίας; «Ηταν 2004» θυμάται ο ίδιος «κι από ένα τηλεοπτικό ρεπορτάζ πληροφορήθηκα για τις προεκλογικές εξαγγελίες δημάρχου σε χωριό της Πελοποννήσου, ο οποίος υποσχόταν να βρει θηλυκές συντρόφους στους ανύπαντρους άντρες της περιοχής, μιας και ο γυναικείος πληθυσμός αποτελούσε πλέον μειονότητα. Ημουν τόσο συνεπαρμένος από ό,τι άκουσα, ώστε την επόμενη κιόλας μέρα ήθελα να κατέβω εκεί». Με το που πάτησε το πόδι του στο χωριό Ζαχάρω, ο Κίμωνας προσπάθησε να πλησιάσει τους εμπλεκόμενους κατοίκους, να κερδίσει άξια την εμπιστοσύνη τους. «Το πρώτο πράγμα που είχαμε στο μυαλό μας ήταν να μην κοροϊδέψουμε και να μην αδικήσουμε κανένα. Θα προσεγγίζαμε αυτούς τους ανθρώπους, θα τους βεβαιώναμε για τις καλές προθέσεις μας και θα τους αφήναμε να πλάσουν μόνοι τις ιστορίες τους. Σκοπός μας ήταν να τους προστατεύσουμε, χωρίς να αποκρύπτουμε συνάμα τίποτα από την αλήθεια. Είναι και λίγο ρευστά τα όρια, άλλωστε, στο ντοκιμαντέρ. Μια ταινία μυθοπλασίας δίνει στον δημιουργό της άδεια να κρίνει άνετα όποιον θέλει. Εμείς είχαμε να κάνουμε με υπαρκτούς ανθρώπους, οι οποίοι φιλτράρονταν μέσα από το δικό μας μονάχα ήθος. Κι αυτό έκανε την ευθύνη μας απέναντί τους ακόμη μεγαλύτερη».
Λίγο καιρό μετά το ξεκίνημα του φιλμ, ο δήμαρχος τήρησε την υπόσχεσή του και τρεις άντρες του χωριού έφυγαν μαζί του για ένα ταξίδι στη ρωσική κωμόπολη Κλιν, προκειμένου να γνωρίσουν εκεί νύφες. Το τι συνέβη έπειτα αξίζει κανείς να το ανακαλύψει μόνος επί οθόνης, έτσι γλυκόπικρα όπως το έχει συλλάβει η κάμερα του Κίμωνα. Το Sugartown δεν είναι άλλωστε ένα γραφικό οδοιπορικό, όσο μια σπουδή επάνω στην μοναξιά της επαρχίας, την ανάγκη επικοινωνίας, πράγματα που ενώνουν και χωρίζουν μεταξύ τους ανθρώπους, κοινότητες, χώρες ολόκληρες. Η ταινία αποτελεί ταυτόχρονα και μια ωραιότατη κατάθεση πάνω στις αμέτρητες αφηγηματικές δυνατότητες που προσφέρει ένα ντοκιμαντέρ. Ο Κίμωνας περιγράφει την εμπειρία ως «μια περιπέτεια που δεν ξέρεις πού θα σε φτάσει. Ξεκινάς χωρίς παρτιτούρα, χωρίς σενάριο και αφήνεις την πραγματικότητα να σε οδηγήσει εκείνη μόνη όπου θέλει. Δεν ξέρεις τη συνέχεια, δεν ξέρεις το τέλος. Το μόνο που σου ανήκει είναι ένα ξεκίνημα...». Για τον πολλά υποσχόμενο σκηνοθέτη, η περιπέτεια του βραβευμένου στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης Sugartown αρχίζει ουσιαστικά τώρα. Αποφασισμένη να φτάσει την αισθηματική οδύσσεια των αρσενικών της Ζαχάρως μέχρι τις αίθουσες της Ευρώπης, του Καναδά και της Αμερικής. Μετατρέποντας, τελικά, μια κινηματογραφική περιήγηση στην εγχώρια επαρχία σε «ταξίδι ζωής» για τον εμπνευστή της...