Μαρία Γκράτσια Κουτσινότα - Το κορίτσι με τα μαύρα

01.04.2007
Η μελαχρινή καλλονή του Ταχυδρόμου «μετακόμισε» σε ένα χωριουδάκι της Κρήτης και στην Uranya, την καινούργια ταινία του Κώστα Καπάκα. Τη συναντήσαμε εκεί, στο μέσο μιας ζεστής μέρας του καλοκαιριού...

Η μελαχρινή καλλονή του Ταχυδρόμου «μετακόμισε» σε ένα χωριουδάκι της Κρήτης και στην Uranya, την καινούργια ταινία του Κώστα Καπάκα. Τη συναντήσαμε εκεί, στο μέσο μιας ζεστής μέρας του καλοκαιριού...

Κείμενο - Συνέντευξη: Λουκάς Κατσίκας

Δυο - τρία πράγματα που ξέρω γι αυτήν

Μέχρι τα πρώτα χρόνια του 90, τη χυμώδη μελαχρινή από τη Μεσίνα της Σικελίας είχαν την τύχη να τη γνωρίζουν μόνο συμπατριώτες της. Η Κουτσινότα εγκατάλειψε τη γενέτειρά της στα δεκαπέντε, γυρεύοντας καριέρα ως μοντέλο και ηθοποιός. Τα ακαταμάχητα χαρακτηριστικά της ασφαλώς και ήταν εξαρχής γραπτό να μην περάσουν απαρατήρητα, κερδίζοντάς από νωρίς έναν σεβαστό αριθμό θαυμαστών. Το παρουσιαστικό της επρόκειτο, παρ όλα αυτά, να ταξιδέψει σύντομα έξω από τα σύνορα της χώρας της χάρη σε έναν και μοναδικό ρόλο. Πνευματικός πατέρας και πρωταγωνιστής του Ταχυδρόμου ο Μάσιμο Τροϊζι της εμπιστεύτηκε τον χαρακτήρα της φλογερής Μπεατρίτσε στο πολύ πετυχημένο φιλμ. Ενα κράμα μεσογειακής ομορφιάς, επιθετικής θηλυκότητας και αμαρτωλού ερωτισμού έστρεψε τα βλέμματα των πάντων επάνω της.

Η Μαρία ήταν 25 ετών και κάπως απροετοίμαστη για το ενδεχόμενο μιας διεθνούς καριέρας, πόσο μάλλον όταν πολύ σύντομα επρόκειτο να παντρευτεί και να φέρει στον κόσμο ένα παιδί. Μέχρι να τη δούμε να έρχεται αντιμέτωπη με τον Τζέιμς Μποντ στο Ο Κόσμος Δεν Είναι Αρκετός το '99, η υπέροχη Μαρία είχε περάσει από τους τηλεοπτικούς «Σοπράνος», τη Μέρα Του Κτήνους του Αλεξ Ντε Λα Ινγκλέσια και είχε κερδίσει ένα βραβείο σε νεοϋορκέζικο φεστιβάλ ανεξάρτητων ταινιών για την παρουσία της στο μικρού βεληνεκούς Α Brooklyn State Of Mind, διατηρώντας ταυτόχρονα συνεχή ερμηνευτική παρουσία στο ιταλικό σινεμά. Πέρσι, η Κουτσινότα ανέλαβε χρέη παραγωγού στο σπονδυλωτό All The Invisible Children, συγκεντρώνοντας τις υπογραφές των Σπάικ Λι, Εμίρ Κουστουρίτσα, Ρίντλεϊ Σκοτ και Τζον Γου σε ένα φιλμ με σκοπό να ενισχύσει το φιλανθρωπικό έργο της UNICEF για τα λιγότερο προνομιούχα παιδιά του πλανήτη. Το φετινό καλοκαίρι την έφερε στα μέρη μας και πιο συγκεκριμένα στην Κρήτη. Η Κουτσινότα αναλαμβάνει να αναστατώσει τον αντρικό πληθυσμό ενός χωριού, υποδυόμενη μια πόρνη για τις ανάγκες της ρετρό δημιουργίας του Κώστα Καπάκα...

Σε μια καλύβα δίπλα στη θάλασσα Μεσημέρι Ιουλίου, σε μια ωραιότατη τοποθεσία του κρητικού Μάλεμε, τα γυρίσματα της Uranya εκτυλίσσονται πυρετωδώς. Δίπλα στην ακρογιαλιά, η Κουτσινότα βρίσκεται καθισμένη στην πρόσοψη ενός μικρού, τσιμεντένιου σπιτιού που έχει στηθεί για να στεγάσει την εντυπωσιακή Ουρανία, που η ηθοποιός υποδύεται στο φιλμ. Λίγα μέτρα πιο εκεί, ένα πολυάριθμο συνεργείο περιμένει το «Πάμε» από τον σκηνοθέτη. Ενα θρασύτατο αεράκι κάνει την παρουσία του αισθητή, σηκώνοντας παιχνιδιάρικα το φόρεμα της Κουτσινότα κι αφήνοντας τακτικά να φανούν δυο θεσπέσια μακριά πόδια. Πέντε ενθουσιώδεις μπόμπιρες με κοντά παντελονάκια πλησιάζουν με τα ποδήλατά τους το σπιτικό της γυναίκας που έχει τρυπώσει εδώ και καιρό στις φαντασιώσεις και κρατά μερίδιο στα πιο δυνατά χτυποκάρδια τους.

Ξέρουν ότι στο παραθαλάσσιο οίκημα η Ουρανία στεγάζει τους πόθους τόσων και τόσων αντρών του χωριού, θέλουν όμως τώρα να εισδύσουν οι ίδιοι στο ερωτικό της άδυτο. Προς το παρόν, η σκηνή θέλει τα αγόρια να την κοιτούν αποσβολωμένα, καθώς εκείνη τα προκαλεί, σηκώνοντας αυθάδικα το φουστάνι της. Εκείνα μένουν άφωνα, παρατούν ευθύς τα ποδήλατα και τρέχουν να σβήσουν την κάψα τους στην θάλασσα. «Στοπ!»

Το σενάριο μας ταξιδεύει στο καλοκαίρι του 1969, λίγο καιρό πριν ο πρώτος άνθρωπος πατήσει το πόδι του στο φεγγάρι και ένα ελπιδοφόρο ξημέρωμα φανεί να ανατέλλει για την ανθρωπότητα. Μια χούφτα πιτσιρικάδες βιώνουν τη δική τους εσωτερική κοσμογονία όταν αντικρίζουν την Ουρανία, μέχρι το τέλος του καλοκαιριού, ωστόσο, θα έχουν κατορθώσει να ρίξουν περισσότερες της μίας κλεφτές ματιές στον κόσμο των μεγάλων. Ο συνδυασμός ηθογραφικής κομεντί και νοσταλγικής διάθεσης, που ο Καπάκας υπηρέτησε ιδανικά στο Peppermint, εδώ μοιάζει εκ πρώτης όψεως πιο ακαταμάχητος. Ισως επειδή το ειδυλλιακό καλοκαιρινό σκηνικό και το χαριτωμένο παιδομάζωμα των μικρών πρωταγωνιστών του φιλμ ανοίγουν περαιτέρω την όρεξη. Ισως πάλι το μεγαλύτερο δέλεαρ να βρίσκεται στην παρουσία της Ιταλίδας καλλονής που στοιχειώνει τα όνειρα των αντρών της ταινίας. Βλέποντάς την από κοντά, δεν απορώ καθόλου για τα κατορθώματά της...

Χαίρε Μαρία! Από το γύρισμα της προηγούμενης μέρας, κουβαλώ έντονα στη μνήμη το μαύρο κομπινεζόν της Ουρανίας. Με ένα μαύρο φόρεμα, η Κουτσινότα με υποδέχεται την επομένη στο δωμάτιο του ξενοδοχείου της. Στα 36 της, έχω να αναφέρω ότι παραμένει εκθαμβωτικά όμορφη. Αν έπρεπε να απομονώσω, ωστόσο, κάτι από μια εμφάνιση που δεν σε προσκαλεί απλώς, αλλά απαιτεί να καρφώσεις το βλέμμα σου επάνω της, δεν θα ήταν το σταθερά παινεμένο μπούστο της ούτε το λυγερό κορμί, αλλά ένα ζευγάρι μεγάλα μάτια που σε κοιτάζουν με μια αλάνθαστη γυναικεία εξυπνάδα και πονηριά μέσα τους.

Κανένας βεντετισμός και καμία υπεροψία δεν κατοικεί στα χαρακτηριστικά της γυναίκας που έχω μπροστά μου. Η Μαρία έχει μια απλότητα που θυμίζει πολύ την αντίστοιχη της επαρχίας στην οποία μεγάλωσε. Εκείνης που διάλεξε να εγκαταλείψει από νεαρή ηλικία προκειμένου να βρει την τύχη της, αν και εξακολουθεί να θυμάται τα παιδικά χρόνια της εκεί με νοσταλγία. «Ημουν ένα πολύ ονειροπόλο παιδί» εξομολογείται. «Γιατί όταν έχεις ελάχιστα υπάρχοντα στον κόσμο, το μόνο που σου απομένει είναι να κάνεις όνειρα». Μεγάλο μέρος αυτής της νοσταλγίας, η ηθοποιός παραδέχεται ότι το συνάντησε τώρα στην Uranya, «αυτό που μου άρεσε, εντούτοις, περισσότερο ήταν πόσο όμορφα πετυχαίνει το τι ακριβώς σημαίνει να μεγαλώνεις σε μια φιλήσυχη επαρχία, σε ένα ξένοιαστο καλοκαίρι που συμπίπτει με την πρώτη προσσελήνωση στην ιστορία της ανθρωπότητας, με την ελπίδα μιας καινούργιας εποχής και την αισιοδοξία για κάτι που φαίνεται πως αλλάζει. Εστω κι αν μια τέτοια ελπίδα έμελλε στο μέλλον να διαψευστεί».

Η Κουτσινότα δηλώνει ενθουσιασμένη που μεγάλο μέρος του φιλμ στηρίζεται στο χιούμορ. «Πιστεύω ότι η μεγαλύτερη ανάγκη των ανθρώπων αυτή τη στιγμή είναι να ονειρεύονται και να γελούν. Η τηλεόραση μάς βομβαρδίζει με αρκετή πλέον θλίψη, οπότε το μόνο που χρειάζεσαι είναι να γυρέψεις καταφύγιο στο σινεμά». Η φανταχτερή Ιταλίδα δηλώνει θετικός άνθρωπος. Πιστεύει, μου λέει, στην καλοσύνη που θεωρεί ότι κρύβουν όλοι οι άνθρωποι μέσα τους. Προσπαθεί να μεγαλώσει την κορούλα της με τα ίδια απλά ιδεώδη που γαλούχησαν την ίδια. Μεγαλύτερο όλων; «Η αγάπη της οικογένειας και των φίλων σου. Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα σε αυτή τη ζωή...». Αμήν.