Α PRAIRIE ΗΟΜΕ CΟΜΡΑΝΙΟΝ

07.04.2007
Μακροβιότατο ραδιοφωνικό βαριετέ λαμβάνει άδοξα τέλος και αυτή είναι η γεμάτη απρόοπτα τελευταία του βραδιά «on air».

Μακροβιότατο ραδιοφωνικό βαριετέ λαμβάνει άδοξα τέλος και αυτή είναι η γεμάτη απρόοπτα τελευταία του βραδιά «on air».

Θα μπορούσαμε να ξεμπερδέψουμε εύκολα με αυτό το φιλμ, λέγοντας απλά ότι αποτελεί έναν τρυφερό και λατρευτικό φόρο τιμής σε ένα παραδοσιακό είδος αμερικανικής διασκέδασης (το ερτζιανό μουσικό βαριετέ) που δεν υπάρχει πια. Με τη διαρκώς γεμάτη περιέργεια κάμερά του στο χέρι και έχοντας σκαρφιστεί μια πολύχρωμη πλειάδα χαρακτήρων, ο Αλτμαν πηγαινοέρχεται μεταξύ παρασκηνίων και προσκηνίου, ανάμεσα σε καμαρίνια και θεωρεία, αφουγκράζεται αποσπάσματα διαλόγων και στίχων και ρίχνει κλεφτές, φευγαλέες ματιές σε ιδιωτικές ιστορίες (ερωτικές, οικογενειακές, φιλικές, εργασιακές) που δεν θα μας αποκαλυφθούν ποτέ, παρά μόνο μέσα από τη δύναμη της υπόνοιας. Γλυκείς χρωματισμοί της φωτογραφίας, ατμόσφαιρα που αναδύει ζεστασιά και ένας θίασος ερμηνευτών οι οποίοι δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους στην πρόζα και το τραγούδι αποπροσανατολίζουν ηδονικά τον θεατή από την πραγματικότητα αυτού που παρακολουθεί επί της οθόνης.

Και η πραγματικότητα είναι πως ο παλαίμαχος δημιουργός των 81 ετών θέλησε η τριακοστή τρίτη ταινία της καριέρας του να είναι αφιερωμένη εξ ολοκλήρου στο θάνατο. Πίσω από αμερικανικές μυθολογίες που σβήνουν, αλλοτινές εποχές που χάνονται, ανθρώπους που αναχωρούν για πάντα από αυτή τη ζωή, ηθοποιούς που αποσύρονται πίσω από αυλαίες κι έναν ολόκληρο παλιό κόσμο που εδώ απευθύνει το ύστατο αντίο του, κρύβεται ένα φιλμ που μιλά αποκλειστικά για κατακλείδες, για φινάλε, για αποχαιρετισμούς. Το κάνει φυσικά ελαφρά τη καρδία, σαν να γνωρίζει πως όλα είναι μια απολαυστική ψευδαίσθηση, μια άψογα εκτελεσμένη αναπαράσταση που δεν είναι γραφτό να διαρκέσει για πάντα.

Σαν να έχει συμφιλιωθεί πλήρως με την ιδέα της δικής του θνητότητας και του χρόνου τον οποίο αισθάνεται να μετρά πλέον αντίστροφα, ο Αλτμαν ονειρεύεται το θάνατο ως μια αγγελικών χαρακτηριστικών γυναίκα που περιπλανιέται ανεπαίσθητα ανάμεσα στους ανθρώπους, τη ζωή ως ένα ξένοιαστο σενάριο φτιαγμένο από χαρές, λύπες και απρόοπτα, το σινεμά ως έναν ιδανικό τρόπο να διεκδικήσει κανείς μια θέση στην αιωνιότητα. Προτού τα φώτα του βαριετέ σβήσουν, οι μουσικές σιγήσουν, η κουρτίνα πέσει και τα πάντα σκοτεινιάσουν, ο παλαίμαχος σκηνοθέτης προλαβαίνει να συνοψίσει το νόημα όλων στη λιτή, σοφή μέσα στην απλότητά της φράση που ξεστομίζει ένας από τους ήρωες της ταινίας. «Κάθε παράσταση είναι η τελευταία σου παράσταση». Μέχρι την επόμενη φορά...

ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ