Πτήση 93

09.04.2007
Ταινίες όπως η Πτήση 93, βασισμένες σε οδυνηρά συμβάντα της πρόσφατης μνήμης, εμπεριέχουν πάντοτε τον κίνδυνο να αγγίξουν περιοχές ακόμη ευαίσθητες στη συλλογική συνείδηση. Επαναφέροντας το κοινό στα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, μέσα από την ιστορία του μοναδικού αμερικανικού αεροσκάφους που δεν βρήκε τον στόχο του, αλλά προσέκρουσε στο έδαφος, ο Πολ Γκρίνγκρας αδιαφορεί για το αν θα αγγίξει ανοιχτές ακόμη πληγές.

Ταινίες όπως η Πτήση 93, βασισμένες σε οδυνηρά συμβάντα της πρόσφατης μνήμης, εμπεριέχουν πάντοτε τον κίνδυνο να αγγίξουν περιοχές ακόμη ευαίσθητες στη συλλογική συνείδηση. Επαναφέροντας το κοινό στα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, μέσα από την ιστορία του μοναδικού αμερικανικού αεροσκάφους που δεν βρήκε τον στόχο του, αλλά προσέκρουσε στο έδαφος, ο Πολ Γκρίνγκρας αδιαφορεί για το αν θα αγγίξει ανοιχτές ακόμη πληγές. Η ταινία του, δήλωσε, θέλει να επιχειρήσει μια τραυματική επίκληση στη θύμηση του θεατή. Υποβάλλοντάς τον σε μια δυσβάσταχτη αναβίωση των τραγικών τεκταινόμενων, θέλει να βεβαιωθεί ότι κανείς δεν θα ξεχάσει.

Παρακολουθώντας, εντούτοις, το προβληματικό ετούτο φιλμ διαπιστώνουμε ότι ο Γκρίνγκρας δεν έχει καταφέρει τίποτα περισσότερο από μια δεξιοτεχνική αναπαράσταση των πραγμάτων. Ακόμη κι εκεί όμως υπάρχει ένα βασικό λάθος: Η ταινία κινηματογραφεί τα ενενήντα ένα λεπτά της καταδικασμένης πτήσης σε πραγματικό χρόνο, στηριζόμενη εν μέρει σε συνομιλίες που κατεγράφησαν την ώρα της αεροπειρατείας. Λέω εν μέρει, γιατί τα υπόλοιπα ανήκουν στη σφαίρα της εικασίας του σκηνοθέτη. Τακτική χρήσιμη στην εξέλιξη της δράσης, άκρως αλαζονική, όμως, αν σκεφτεί κανείς ότι ο Γκρίνγκρας επινοεί λεγόμενα και πράξεις, χρησιμοποιώντας έπειτα την αφηγηματική του δεινότητα για να πείσει ότι συνέβησαν αληθινά. Πρώην ντοκιμαντερίστας, ο Βρετανός επικαλείται το ίδιο βεριτέ στιλιζάρισμα που χρησιμοποίησε στη Ματωμένη Κυριακή. Οσο επαγγελματίας αποδεικνύεται, ωστόσο, στο χειρισμό της κάμερας, άλλο τόσο αδύνατο του είναι να ορθώσει έναν βαθύτερο κριτικό λόγο που να υψώνει το φιλμ από τα ασφυκτικά στεγανά μιας σκέτης απεικόνισης.

Τη μεγαλύτερη, όμως, ύβρη στην ταινία δεν την διαπράττει ο σκηνοθέτης, όσο οι συγγενείς των θυμάτων που έδωσαν τη συγκατάθεσή τους προκειμένου ο τραγικός χαμός των αγαπημένων τους προσώπων να βρεθεί για πάντα σφραγισμένος σε φιλμ. Το γεγονός αυτό δίνει μια επιπλέον «μυρωδιά» μακάβριου και ωφελιμιστικού σε μια ταινία που μοιάζει με φετιχιστική επίκληση στη θλίψη, την οργή και την αγανάκτηση (να τι θέλει να θυμόμαστε τελικά ο Γκρίνγκρας!), μήπως κι έτσι πουλήσει μερικά επιπλέον εισιτήρια. Οποιος βρίσκει νόημα παρακολουθώντας μια τόσο δυσβάσταχτη αναπαράσταση θανάτου, καλώς. Στα είκοσι και κάτι χρόνια που δηλώνω ενεργός θεατής, όμως, έχω μάθει ότι η πραγματική τέχνη δεν είναι αποτέλεσμα πιστής αναπαράστασης, αλλά υπέρβασης. Αρετή την οποία ο Γκρίνγκρας δεν κατανόησε, απασχολημένος όπως ήταν να ζωγραφίζει μαζοχιστικά την αγωνία και την απόγνωση στα πρόσωπα μιας χούφτας μελλοθάνατων.

ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ