Ρασομόν

09.04.2007
Στην εποχή του, το 1950, το Ρασομόν εκλήφθηκε ως πείραμα. Εστω κι αν παρουσιαζόταν σ' ένα κοινό πολύ περισσότερο εκπαιδευμένο από εκείνο του 1916, το οποίο είχε πιστέψει πως ο μηχανικός προβολής είχε μπερδέψει τις μπομπίνες της Μισαλλοδοξίας του Γκρίφιθ.

Στην εποχή του, το 1950, το Ρασομόν εκλήφθηκε ως πείραμα. Εστω κι αν παρουσιαζόταν σ' ένα κοινό πολύ περισσότερο εκπαιδευμένο από εκείνο του 1916, το οποίο είχε πιστέψει πως ο μηχανικός προβολής είχε μπερδέψει τις μπομπίνες της Μισαλλοδοξίας του Γκρίφιθ. Τι πραγματικά συνέβη λοιπόν σ' εκείνο το δάσος της ιαπωνικής επαρχίας του 12ου αιώνα; Ακριβώς, δεν θα μάθουμε ποτέ. Ούτε από τους τρεις φυσικούς πρωταγωνιστές του δράματος, που θα «θυμηθούν» τα γεγονότα από θέση και κατά βούληση, ούτε όμως και από τον αυτόπτη μάρτυρα. Αυτός μπορεί να είδε το έγκλημα, αλλά αποκλείεται να αποκωδικοποίησε τα κίνητρα, δέσμιος των κανόνων της ψυχολογίας και της μνημονικής του ικανότητας (σωστότερα, ανικανότητας κανείς δεν μπορεί να ανακαλέσει επακριβώς ό,τι συνέβη).

Η αλήθεια, άλλωστε, ρευστή και μεταμορφωμένη από εκδοχή σε εκδοχή, άρα εκ των πραγμάτων καταδικασμένη στη σφαίρα της μεταφυσικής, δεν είναι εκείνο που στα αλήθεια ενδιαφέρει τον Κουροσάβα. Η πηγή της εκφοράς της είναι αυτό που τον απασχολεί - ο άνθρωπος, με τα ένστικτα και την αδυναμία του να τα καθυποτάξει, τα «συμφέροντα» και τη δύναμή του να τα διαχειριστεί. Γι αυτό τον επικίνδυνο συνδυασμό ανησυχούσε ο Κουροσάβα, ιδιαίτερα τότε που ο ανοικοδομούμενος μεταπολεμικά πλανήτης ματαιοπονούσε να απαντήσει στο ερώτημα μέχρι πού θα έφθανε η ιμπεριαλιστική Ιαπωνία αν δεν είχε γενοκτονικά ισοπεδωθεί από τους Αμερικανούς. Κι έκανε αυτή την ανησυχία ένα δομικό φιλοσοφικό αριστούργημα, σημείο έμπνευσης και αναφοράς για όλες τις έκτοτε κινηματογραφικές γενιές.