Gorillaz: Demon Days, Live at Manchester

09.04.2007
Υπάρχουν παραδοσιακά συναυλιακά δρώμενα, όπως αυτά που έχουμε συνηθίσει δεκαετίες τώρα να βλέπουμε και που εύκολα αναγνωρίζουμε: Ενας καλλιτέχνης με μια κιθάρα περασμένη συνήθως από τον ώμο να στέκει στο μέσο της σκηνής, μια χούφτα μουσικοί να τον περικυκλώνουν, μια λίστα τραγουδιών να έχει επιλεγεί με το βλέμμα στο πρόσφατο παρόν και κάποιες greatest hits ματιές στο παρελθόν, φώτα και καπνοί που καλούνται να προσδώσουν επιπλέον θεατρικότητα εκεί όπου απαιτείται, ενίοτε κάποιο video wall με εικόνες, εφέ ή ολόκληρα φιλμάκια που βρίσκονται εκεί για να συνοδέψουν και να σχολιάσουν διακριτικά τα ηχητικά δρώμενα και... όλοι δηλώνουν ευχαριστημένοι.

Υπάρχουν παραδοσιακά συναυλιακά δρώμενα, όπως αυτά που έχουμε συνηθίσει δεκαετίες τώρα να βλέπουμε και που εύκολα αναγνωρίζουμε: Ενας καλλιτέχνης με μια κιθάρα περασμένη συνήθως από τον ώμο να στέκει στο μέσο της σκηνής, μια χούφτα μουσικοί να τον περικυκλώνουν, μια λίστα τραγουδιών να έχει επιλεγεί με το βλέμμα στο πρόσφατο παρόν και κάποιες greatest hits ματιές στο παρελθόν, φώτα και καπνοί που καλούνται να προσδώσουν επιπλέον θεατρικότητα εκεί όπου απαιτείται, ενίοτε κάποιο video wall με εικόνες, εφέ ή ολόκληρα φιλμάκια που βρίσκονται εκεί για να συνοδέψουν και να σχολιάσουν διακριτικά τα ηχητικά δρώμενα και... όλοι δηλώνουν ευχαριστημένοι. Υπάρχουν, όμως, και τρόποι για να αντιμετωπίσεις ένα live συμβάν λιγότερο ως κλισέ και περισσότερο ως μια γνήσια περιπετειώδη διαδικασία. Ενα τέτοιο πείραμα δοκίμασε ο Ντέιμον Αλμπαρν (ηγετική φιγούρα των Blur και τώρα των Gorillaz) μαζί με την κόμικς παρέα του, όταν, για πέντε εμφανίσεις τον περασμένο Νοέμβρη, σκέφτηκαν να παραμερίσουν για λίγο τα καρτουνίστικα alter ego τους, για να πάρουν σάρκα και οστά ενώπιον ζωντανού ακροατηρίου.

Αξίζει να θυμάται κανείς τις εμφανίσεις που έκαναν οι Gorillaz στο Manchester Opera House για πολλούς και σε κάθε περίπτωση απολαυστικούς λόγους. Από τις περιπτώσεις που η live απόδοση ενός άλμπουμ σε βοηθά να το εκτιμήσεις ακόμη περισσότερο, η συναυλία των Gorillaz είναι κάτι παραπάνω από ένα απλό σόου. Ογδόντα άτομα συνοδεύουν τα μέλη του συγκροτήματος (που σε όλη τη διάρκεια θα βλέπουμε να δεσπόζουν στο βάθος ως σιλουέτες, προτού σπεύσουν να μας αποκαλυφθούν μόλις στο τέλος), καθώς ακολουθούν με χρονική συνέπεια και ακριβή σειρά τη δομή του άλμπουμ.

Πολυμελής ορχήστρα εγχόρδων, παιδικές και ενήλικες χορωδίες, επώνυμοι καλεσμένοι που έρχονται και φεύγουν, άνθρωποι που χορεύουν επί σκηνής, ζωηρές βίντεο παραστάσεις, προ-ηχογραφημένα κομμάτια με τις φωνές των Ντένις Χόπερ και (του μακαρίτη) Ιμπραήμ Φερέρ αποτελούν όλα μέρος ενός οργανικού συνόλου που θέτει ως πρώτιστο στόχο του να ξεδιπλώσει το άλμπουμ στην ολοκληρία του και ταυτόχρονα να κάνει απολύτως κατανοητό το σύμπαν που κρύβει μέσα του. Με τη διαφορά ότι, εκτελεσμένο έτσι, το «Demon Days» αποκτά ξαφνικά ένα βάθος κι έναν πλούτο που ξεπερνούν κατά πολύ το στουντιακό αποτέλεσμα. Ξεσκεπάζουν εδώ ένα συναρπαστικό μωσαϊκό ήχων άμεσα συνυφασμένο με τα γύρω του κοινωνικά τεκταινόμενα και με το αυτί του τεντωμένο, ώστε να αφουγκράζεται τους ήχους και τους παλμούς ενός ολόκληρου πλανήτη. Εξήντα και κάτι λεπτά μετά το ξεκίνημά του, το πολύχρωμο event ολοκληρώνεται σε ένα εκπληκτικό συλλογικό κορμί το οποίο πάλλεται με όλα τα μέλη του σε πλήρη αρμονία, απολύτως συγχρονισμένο στα disco tunes ενός κόσμου σε διαρκή ανησυχία.

Διακριτικός ενορχηστρωτής, ο Αλμπαρν παραμερίζει το (όποιο) εγώ του για να αφήσει τα πάντα να εξελιχθούν σε μια συλλογική δουλειά που γίνεται με καθένα από τα στελέχη της να συμπεριφέρεται σαν να συμπληρώνει αρμονικά το άλλο. Ειλικρινά ένα από τα ωραιότερα live της πρόσφατης μνήμης και συνάμα ένας ακόμη λόγος για να επανεκτιμήσει κανείς το «Demon Days» και τον θαυμαστό εγκέφαλο που βρίσκεται πίσω από την πραγματοποίησή του. Ονομάζεται Ντέιμον Αλμπαρν και, εκτός από τους Blur και τα διάφορα παράλληλα projects στα οποία κατά καιρούς αφοσιώνεται, έχει έναν ακόμη μουσικό θρίαμβο να καταχωρίσει πλέον στο ενεργητικό του. Υπάρχει κάποιος που να εξακολουθεί να αμφισβητεί την αξία του;

Η κόμικς μουσική ομάδα του ΝτέΪμον Αλμπαρν αποφασίζει να αποχωριστεί για λίγο τις μάσκες και να φανερώσει το ανθρώπινο πρόσωπό της στη διάρκεια μιας ζωντανής performance. Το αποτέλεσμα; Ενας θρίαμβος! ΑΠΟ τον Λουκά Κατσίκα

track list

Ελλείψει πρόσθετων υλικών (μια συνέντευξη τουλάχιστον του αφανούς συγκροτήματος, τώρα που άφησε προσωρινά τα προσωπεία να πέσουν, πιστεύω ότι θα ενδιέφερε και με το παραπάνω) αξίζει να αναφερθούμε στην παρέλαση επωνύμων που συμμετέχει και κάνει ακόμη πιο πολυφωνικό το ανορθόδοξο κονσέρτο των Gorillaz. Πρώτη απ όλους εμφανίζεται η Nenneh Cherry για να τραγουδήσει «Κids With Guns». Αξιοσέβαστη χιπ χοπ φιγούρα, ο Bootie Brown σιγοντάρει στη συνέχεια με τα beats του «Dirty Ηarry». Οι De La Soul αναλαμβάνουν το (πετυχημένο πλέον σίνγκλ) «Feel Good Ιnc» και οι Roots Manuva το «Αll Αlone». Στον - πάλαι ποτέ Happy Mondays- Σον Ράιντερ πέφτει ο κλήρος του απολαυστικού «Dare» (όπως και στο άλμπουμ), ενώ στο «Εvery Planet We Reach Is Dead» συναντάμε (έκπληξη!) τον Αϊκ Τέρνερ. Παρών μόνο φωνητικά, ο Ντένις Χόπερ αφηγείται κυριολεκτικά το «Fire Coming Out Of The Monkeys Ηead», ομοίως και ο Ιμπραήμ Φερέρ, που δανείζει αόρατος τις χορδές της φωνής του στο «Latin Simone». Η ομορφότερη στιγμή ολόκληρου του κονσέρτου ανήκει όμως μάλλον στον Ντέιμον Αλμπαρν, ο οποίος περνά στο κέντρο της σκηνής για τις ανάγκες του θαυμάσιου «Ηong Κong».

monkey business

«Ποια είναι η σκοπιμότητα ενός συγκροτήματος όπως οι Gorillaz; Η απάντηση είναι, πιστεύω, πολύ απλή. Οταν τα περισσότερα γκρουπ εκεί έξω μοιάζουν σαν να μιμούνται το ένα το άλλο ή η μεγαλύτερη μερίδα της σημερινής νεολαίας μεγαλώνει αποθεώνοντας τραγουδιστές που έχουν προέλθει από εκπομπές όπως το «Ρop Ιdol», δεν βρίσκω τίποτα πιο λογικό από το να σκαρφιστείς και να βάλεις σε λειτουργία ένα συγκρότημα του οποίου τα μέλη να μην είναι παρά φιγούρες καρτούν. Και να γνωρίζεις μάλιστα επιτυχία με ένα τέτοιο συγκρότημα.

Το αμέσως επόμενο λογικό πράγμα πίσω από μια ιδέα όπως οι Gorillaz είναι το ότι μπορείς να δημιουργείς ανενόχλητος μουσική και να προσεγγίσεις ένα συγκεκριμένο ακροατήριο, δίχως να χρειάζεται να έρθεις αντιμέτωπος με όλα τα συνεπακόλουθα που μπορεί να κουβαλά μαζί της η διασημότητα την οποία κερδίζεις από κάτι τέτοιο. Να μην είσαι υποχρεωμένος στις οποιεσδήποτε δημόσιες εμφανίσεις, να μην χρειάζεται να δίνεις, να μην πρέπει να κάνεις φωτογραφήσεις, τίποτα. Μόνο η μουσική θα παίζει ρόλο για σένα. Μόνο η μουσική θα είναι η δουλειά σου.

Το να κρύβεσαι πίσω από ένα καρτούν είναι, έπειτα, ο ιδανικός τρόπος να πεις στους άλλους ότι δεν θέλεις να έχεις καμιά σχέση με όλο αυτό το παιχνίδι της φήμης και της δημοσιότητας που δημιουργούν γύρω από εσένα. Να τους πεις ότι θέλεις πολύ απλά να αποσυρθείς στον κόσμο σου και να δημιουργήσεις όσο το δυνατόν καλύτερη μουσική. Πού ξέρεις; Σύντομα μπορεί να ξεμυτίσουν κι άλλες αόρατες μπάντες όπως η δική μας. Μπάντες και μέλη συγκροτημάτων που θα γεμίζουν τις σελίδες των περιοδικών όχι με ανθρώπινες φυσιογνωμίες, αλλά με καρτουνίστικες φιγούρες. Δεν θα ήταν υπέροχο κάτι τέτοιο; Νομίζω πως θα ήταν...».

Ντέιμον Αλμπαρν

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ