Από τον Σπήλιο Λαμπρόπουλο
Σε παιδική ηλικία ακόμα, ο Τάιλερ Μπέιτς άκουγε Τζον Κολτρέιν και Φρανκ Ζάπα. Στα δέκα του χρόνια έσπασε μία τζαμαρία λόγω της έντασης του στερεοφωνικού του για να απολαύσει Τσαϊκόφσκι. Στα 13 του άρχισε να πειραματίζεται με αυτοσχέδια samplers. Στα 19 του εγκατέλειψε μία πολλά υποσχόμενη καριέρα στο χρηματιστήριο για να αφοσιωθεί στη μουσική. Εζησε το ροκ όνειρο με το γκρουπ των Pet, τους οποίους ανακάλυψε η Τόρι Εϊμος. Οταν όμως ένα κομμάτι των Pet επιλέχθηκε για την ταινία «Τhe Crow: City Of Αngels», ο Μπέιτς αποφάσισε ότι ήθελε να ασχοληθεί αποκλειστικά με την κινηματογραφική μουσική. Επειτα από μία ντουζίνα καλτ ταινίες με έφεση στα σπλάτερ, ο Μπέιτς γνωρίστηκε με τον σκηνοθέτη Ζακ Σνάιντερ, συνεργάστηκαν στο ριμέικ του «Dawn Of The Dead» και, τρία χρόνια μετά, επιστρέφουν με υψηλότερους στόχους. Η αποστολή του Μπέιτς ήταν, ίσως, η δυσκολότερη: τι παρτιτούρες να γράψεις για μία ταινία που βασίζεται μεν σε ένα σύγχρονο κόμικ, πλην όμως αναφέρεται σε μία εποχή για τα μουσικά δεδομένα της οποίας μόνον εικασίες έχουν γίνει; Και πώς ζωγραφίζεις με νότες τη σύγκρουση δύο διαφορετικών πολιτισμών, χωρίς παράλληλα να χάσεις την ευκαιρία να υπογραμμίσεις την ένταση της σώμα με σώμα μάχης; Την απάντηση δίνει ο Μπέιτς. Η ικανότητά του να εντοπίσει και να διατηρήσει την ιδανική ισορροπία ανάμεσα στα χορωδιακά μέρη, τους ηλεκτρονικούς ήχους, τα ξεσπάσματα της ηλεκτρικής κιθάρας και μία πολυμελή ορχήστρα που πλημμύρισε τα ιστορικά Abbey Road studios στο Λονδίνο είναι εντυπωσιακή. Εχει, μάλιστα, από κοντά τον ντράμερ Τζέι Γουαρόνκερ (Beck, Τζόνι Κας, Badly Drawn Boy, R.E.M. κ.ά.) και την Ιρανή τραγουδίστρια Αζάμ Αλί. Η τελευταία, γεννημένη στην Τεχεράνη και μεγαλωμένη στην Ινδία, έχει φροντίσει στο προσωπικό της site να διαχωρίσει τη θέση της από τις όποιες ιστορικές ανακρίβειες της ταινίας. Είναι όμως αυτή που κλέβει την παράσταση με τα άλλοτε ονειρικά, άλλοτε εφιαλτικά φωνητικά της: χωρίς να αρθρώσει λέξη, περιγράφει όλα ανεξαιρέτως τα συναισθήματα που παρελαύνουν από την ταινία. Πολύ απλά, η μουσική του «300» δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερη.