Performance (1970)

21.05.2007
«Είναι σκέτος βόθρος: μαλλιάδες, χίπηδες, πρεζάκηδες, ελεύθερος έρωτας, αλλοδαποί. Απ όλα έχει! Αλλά δεν με πειράζει». Ούτε κι εμάς, οπότε η παραίσθηση μπορεί να ξεκινήσει.

1970, Περιοχής 2, Widescreen(1.77:1), Warner Home Video

«Είναι σκέτος βόθρος: μαλλιάδες, χίπηδες, πρεζάκηδες, ελεύθερος έρωτας, αλλοδαποί. Απ όλα έχει! Αλλά δεν με πειράζει». Ούτε κι εμάς, οπότε η παραίσθηση μπορεί να ξεκινήσει.

Πλάνο πρώτο: ο Τζέιμς Φοξ φτιάχνει τα μαλλιά του με ένα κόκκινο παχύρρευστο υγρό - αίμα ή μπογιά. Είχε ήδη προλάβει να χυθεί με τη σέσουλα στο παρατεταμένο κρεσέντο μιας εισαγωγής που θα έκανε τον «πολύ» Ταραντίνο να μοιάζει με ξάδερφο του Μπομπ του Σφουγγαράκη. Μιας εισαγωγής διπλά αιματηρής, χάρη σε ένα μοντάζ- ηλεκτροσόκ.

Πλάνο δεύτερο, που τρυπώνει απειλητικά στις σχισμές του πρώτου, με την παραπάνω λογική του μοντάζ: ο Μικ Τζάγκερ βάφει κόκκινους τους τοίχους του δωματίου του, λες και χρησιμοποιεί από το ίδιο υγρό. Ακόμη παραπέρα, λες και παρασιτεί κάπου στο κεφάλι του Τζέιμς Φοξ, οδηγώντας τον προς μια αμετάκλητη μεταμόρφωση. Δε μπορώ να θυμηθώ πότε να πήρε ο όρος «εγκεφαλικό μοντάζ» μια τόσο ανατριχιαστικά απτή διάσταση.

Για να κάνουμε λιανά τον συνδυασμό των δύο πλάνων, θα αρκούσε να παραπέμψουμε στο ευκολοχώνευτο «state of mind» πριν αυτό ταριχευτεί στην αίθουσα με τα κλισέ. Σαν οργιαστικό παιχνίδισμα του μυαλού βιώνεις το «Ρerformance», σαν τον αναπόφευκτο εκτροχιασμό του τρένου της μεγάλης φυγής από τη μία δεκαετία στην άλλη (60-70), αλλά και από την «σαλονάτη» αστική βία στα υπόγεια μιας μυθοποιημένης εναλλακτικής κουλτούρας. Μπορεί να φαίνεται άσχετο, αλλά ας θυμίσουμε ότι, την ίδια εποχή με τους Ντόναλντ Κάμελ - Νίκολας Ρεγκ (το φλεγόμενο 1968 δηλαδή, άλλο αν η ταινία κυκλοφόρησε το 1970), ήταν ο Γκοντάρ που είχε κινηματογραφήσει τον Τζάγκερ στο sui generis ντοκιμαντέρ «Οne+Οne»: σε μια μάντρα αυτοκινήτων οι Μαύροι Πάνθηρες να διαβάζουν μανιφέστα, μέσα στο στούντιο οι Rolling Stones να ηχογραφούν το «Sympathy For The Devil».

Το να αναρωτηθούμε ποιος είναι ο «διάβολος» στο «Ρerformance» μοιάζει εκ πρώτης όψεως πιο αφελές και απ το τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια. Δεν πρόκειται για τον ηθελημένα έκπτωτο ροκ σταρ που καταστρώνει ηδονικές συνωμοσίες με την ερωμένη του και μια γυναίκα-μπαλαντέρ; Και τέλος πάντων, θύμα μιας τέτοιας συνωμοσίας δεν θα πέσει ο κυνηγημένος γκάνγκστερ / τριπαρισμένος σκορσεζικός ήρωας που εξωθείται σε μια κάθοδο στην κόλαση; Ετσι είναι αν έτσι νομίζετε, αλλά σε κάθε Πτώση αντιστοιχεί μια έστω ιδιότυπη Λύτρωση, σκορσεζικά μιλώντας πάντα. Διότι, εάν θέλουμε να μιλήσουμε βάσει των κανόνων που θέτει στο παιχνίδι ο Ρεγκ, θα εντοπίσουμε κωδικοποιημένες οδηγίες στους τίτλους των ταινιών του.

Οπως το «Dont Look Now - Μετά τα Μεσάνυχτα» μας προτρέπει να (μην) κοιτάξουμε τους πανταχού παρόντες οιωνούς ενός ακόμα θανάτου στη Βενετία και το «Βad Timing - Η Δύναμη της Σάρκας» υπαινίσσεται δύο σχιζοφρενικά ασύμπτωτες επιθυμίες, έτσι και το «Ρerformance» κρύβει το μυστικό της λύτρωσης σε ένα παιχνίδι ανταλλαγής ρόλων. Ανάμεσα σε ατέρμονες παρτούζες και ατέλειωτες προμήθειες παραισθησιογόνων, σε ένα ντεκόρ που κινείται ανάμεσα στο απόκοσμο και το οικείο και χρησιμοποιεί μικρά καθρεφτάκια για να καταργήσει κάθε βεβαιότητα, οι δύο ήρωες θα βουτήξουν οριστικά ο ένας στο «εγώ» που υποδυόταν ο άλλος. Πώς να ξεχωρίσεις όμως τον «διάβολο» μεταξύ δύο αντρών-βαμπίρ που θαρρείς ότι ανταλλάσσουν φρέσκο αίμα; Μόνο να πάρεις κι εσύ μια γεύση μπορείς, με ένοχη ευχαρίστηση και ανάλογα με τις αντοχές σου. Δεν χρειάζεται να έχεις δοκιμάσει ούτε «σκληρά», ούτε «μαλακά», ούτε καν Πιραντέλο για να εθιστείς σε αυτό το κράμα ρευστών ταυτοτήτων και ηδονών προστατευμένων από τις έξωθεν απειλές (προστασία που λείπει από το διακεκομμένο σεξ της αρχής, σαφή πρόδρομο της περιβόητης ερωτικής σκηνής - πρόβας θανάτου του «Μετά Τα Μεσάνυχτα»).

Μόνο που, όταν το «Ρerformance» σε πείθει ότι έχει ξεχάσει τον σεναριακό προορισμό του, η επαναφορά στο ρεπερτόριο των ρόλων που οι Αλλοι επιβάλλουν ως πραγματικότητα θα είναι κάτι παραπάνω από βίαιη. Πάντως όχι υπερβολικά βίαιη και μάλλον κάτι που, αν εκφραστεί με τυπωμένες λέξεις, θα χάσει το νόημά του. Σε ένα φινάλε - μαγική εικόνα που θυμίζει επικίνδυνα την «Περσόνα», οι Κάμελ - Ρεγκ εξαφανίζουν το όποιο ντελίριο βίας πίσω από μια υποδειγματικά ελλειπτική αφήγηση και μεταφέρουν το «βαμπιρικό» στοιχείο στη σχέση της ταινίας με το φαντασιακό σου. Οσες ευκαιρίες κι αν δώσεις στον εαυτό σου πατώντας rewind και play, το «Ρerformance» θα εξακολουθεί να σε στοιχειώνει.

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ