Στο χωριό Καρδιανή της Τήνου, οι παλιές καλές συνήθειες επιβιώνουν: οι κάτοικοι προσκαλούν τους περαστικούς να περάσουν μέσα για να τους κεράσουν καφέ και γλυκό. Τα σπίτια τους είναι ανοιχτά – μεταφορικά και κυριολεκτικά. Στην εξοχή, άλλωστε, η ζωή συνεχίζεται χωρίς κλειδαριές ασφαλείας.
Στο αστικό περιβάλλον είμαστε πιο συγκρατημένοι – παρ’ όλα αυτά, ένα σπίτι μπορεί να είναι εξωστρεφές και φιλόξενο είτε βρίσκεται στο Μπρονξ, είτε στο Πήλιο.
Το ανοιχτό σπίτι, πάντως, δεν ορίζεται από τα δείπνα, τις δεξιώσεις και τα garden parties που παραθέτει. Πρέπει να είναι εγκάρδιο, ζεστό, να κάνει τον επισκέπτη να νιώθει σαν στο σπίτι του, να του δημιουργεί αίσθημα οικειότητας, αλλά και την επιθυμία να το επισκέπτεται ξανά και ξανά.
Και, φυσικά, να έχει χαλαρή ατμόσφαιρα: ο νοικοκύρης δεν θα εμφανίζεται με το ηλεκτρικό σκουπάκι μόλις το ψίχουλο από το κέικ ακουμπήσει στο πάτωμα, ούτε με τον «διαβολάκο του λεκέ» όταν μια σταγόνα ντάκιρι καρπούζι προσγειωθεί στο λευκό μαξιλάρι.
Αν ξεφυλλίσουμε τις αναμνήσεις μας, πάντως, θα θυμηθούμε αρκετά ανοιχτά σπίτια: την γκαρσονιέρα του συμφοιτητή μας, το εξοχικό του παιδικού μας φίλου, το διαμέρισμα της κολλητής μας, όπου κοιμόμασταν μετά τα ξενύχτια. Ακόμα και αν η σχέση μας με τους ιδιοκτήτες τους έχει διακοπεί, η ζεστασιά των σπιτιών τους μας θερμαίνει ακόμη.