Ορεινοί ελληνικοί οικισμοί

04.09.2007
Αρχέγονες μορφές, φυσικά υλικά, αρμονική προσαρμογή στο περιβάλλον και ένας λιτός τρόπος ζωής χαρακτηρίζουν την ελληνική, παραδοσιακή αρχιτεκτονική.

Η Ελλάδα παρουσιάζει μεγάλες εναλλαγές στη μορφολογία του εδάφους και στις κλιματολογικές συνθήκες. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την ευελιξία και την προσαρμογή της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής στις τοπικές συνθήκες και στα διαθέσιμα υλικά. Τα σπίτια της Μάνης, του Πηλίου, της Αρκαδίας, της Ηπείρου, της Μακεδονίας, των νησιών του Ιονίου, των Κυκλάδων και της Κρήτης, διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Ωστόσο, το αρχαίο ελληνικό αίθριο εμφανίζεται σαν κεντρική ιδέα σε πολλά παραδοσιακά σπίτια, τα οποία αναπτύσσονται με τα βοηθητικά τους προσκτίσματα γύρω από μια εσωτερική αυλή. Ο βυζαντινός ηλιακός επιβιώνει στο παραδοσιακό χαγιάτι, ένα ζωτικό ημιυπαίθριο χώρο που χρησιμοποιούσε τα καλοκαίρια η οικογένεια για τις καθημερινές εργασίες της. Επίσης, τα στοιχειώδη αγροτικά σπίτια της Κρήτης χτισμένα με ξερολιθιά και στεγασμένα με επίπεδο δώμα, δεν πρέπει να διαφέρουν και πολύ από αντίστοιχα κτίσματα των προϊστορικών χρόνων.

Οικισμοί-φρούρια
Μετά την κατάρρευση της βυζαντινής αυτοκρατορίας, πολλοί Ελληνες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους λόγω των διωγμών από τους οθωμανούς κατακτητές και να καταφύγουν σε ορεινούς, δυσπρόσιτους οικισμούς. Η ανασφάλεια της εποχής αντανακλάται στο φρουριακό χαρακτήρα τους. Τα πυργόσπιτα είχαν λιγοστά μικρά ανοίγματα-πολεμίστρες, μεγάλο ύψος για να εποπτεύουν την περιοχή, μικρή υπερυψωμένη είσοδο στην οποία είχαν πρόσβαση με ξύλινη κινητή σκάλα. Κατά το 18ο αιώνα πολλοί ελληνικοί, ορεινοί οικισμοί γνωρίζουν οικονομική άνθηση. Αναπτύσσονται βιοτεχνικές δραστηριότητες και εμπορικές επαφές με την Ευρώπη. Η ευμάρεια καθρεφτίζεται στα λαμπρά αρχοντικά τα οποία είναι άξια θαυμασμού μέχρι σήμερα. Οι πλούσιοι έμποροι του Πηλίου, των Αμπελακίων, της Σιάτιστας και άλλων περιοχών του υπόδουλου ελληνικού χώρου φέρνουν έμπειρους τεχνίτες για να διακοσμήσουν τα αρχοντικά τους με ξυλόγλυπτα, τοιχογραφίες, βιτρό κ.ά.

Οικοδομικές συντεχνίες
Οι ορεινοί οικισμοί της Ηπείρου και της Αρκαδίας ήταν φημισμένοι για τους εξαιρετικούς τεχνίτες τους. Από εκείνα τα χωριά κάθε άνοιξη ξεκινούσαν οργανωμένα συνάφια, συντεχνίες οικοδόμων, λιθοξόων, ξυλουργών οι οποίοι αναλάμβαναν εξ ολοκλήρου το χτίσιμο ενός σπιτιού. Ταξίδευαν σε διάφορες περιοχές, ακόμα και απομακρυσμένες και παρέμεναν στο εργοτάξιο μέχρι το χειμώνα. Στη δομή αυτών των οικοδομικών συντεχνιών οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η κατασκευαστική αρτιότητα και η μορφολογική ομοιογένεια της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής μας. Κάποιες περιοχές που διέθεταν περίσσεια πέτρας -όπως η Ηπειρος- τη χρησιμοποιούσαν στο χτίσιμο των σπιτιών, που γίνονταν πέτρινα με στέγες από σχιστόπλακες. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως σε χωριά της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου, έχτιζαν με πλίνθες, που κατασκεύαζαν με πηλό και άχυρα (σε καλούπια) και στέγνωναν στον ήλιο.

Με στιβαρή βάση
Τα λεγόμενα μακεδονικά σπίτια, τα οποία βρίσκονται και στο Πήλιο, είχαν πέτρινο τοίχο στο ισόγειο και ελαφριά, ξύλινη κατασκευή στον όροφο. Οι εξωτερικοί τοίχοι του ορόφου αλλά και τα εσωτερικά χωρίσματα κατασκευάζονταν από τσατμά. Ο τσατμάς ήταν ξύλινος σκελετός, γεμισμένος με ελαφρά υλικά και σοβαντισμένος. Τα σπίτια αυτά είχαν μια στιβαρή βάση χωρίς πολλά ανοίγματα, που εξασφάλιζε ιδιωτικότητα και ασφάλεια και αντίστοιχα έναν ανάλαφρο όροφο με πολλά ανοίγματα. Η χαρακτηριστική μάλιστα προεξοχή του ορόφου (σαχνισί) έδινε μεγαλύτερη ευρυχωρία στον όροφο. Στα περισσότερα διώροφα σπίτια το ισόγειο χρησίμευε σαν στάβλος για τα ζώα και αγροτική αποθήκη. Στον όροφο βρισκόταν η κυρίως κατοικία, την οποία συχνά συμπλήρωνε μια στεγασμένη βεράντα (το χαγιάτι ) όπου γίνονταν οι καθημερινές εργασίες της οικογένειας. Οταν λόγω της υψομετρικής διαφοράς του εδάφους προέκυπτε και τρίτος όροφος, τότε δημιουργούσαν ένα μεγάλο, ενιαίο χώρο πολλαπλών χρήσεων: καθιστικό της οικογένειας αλλά και εργαστήριο οικιακής χειροτεχνίας. Πρόκειται για το λεγόμενο αβέρτο, έναν φωτεινό, ευχάριστο χώρο στον τελευταίο όροφο του σπιτιού. Στους φτωχούς αγροτικούς οικισμούς τα σπίτια ήταν στοιχειώδη και συχνά μονόχωρα. Ηταν ένα μακρόστενο δωμάτιο, με ελαφρά υπερυψωμένη τη γωνιά του ύπνου σε κάποιες περιπτώσεις. Αν ήταν διώροφο το σπίτι, το ισόγειο φιλοξενούσε τα ζώα και τον αχυρώνα. Στα ορεινά χωριά της Κρήτης διατηρείται η αιγαιοπελαγίτικη παράδοση στη στέγαση με επίπεδο δώμα. Πάνω σε ξύλινα δοκάρια τοποθετούνται καλάμια και μετά διαμορφώνεται ένα στρώμα -καλά πατημένου- χώματος. Αυτές οι επίπεδες ταράτσες συγκέντρωναν τα νερά της βροχής και τα οδηγούσαν σε δεξαμενές.

Επιρροές και χαρακτηριστικά
Μετά την απελευθέρωση, η ανοικοδόμηση έγινε με νέο πνεύμα. Οι ιδέες του κλασικισμού βρήκαν πρόσφορο έδαφος στο νεοσύστατο, ελληνικό κράτος, καθώς αποκαθιστούσαν συμβολικά το δεσμό με την αρχαιότητα. Η παραδοσιακή αρχιτεκτονική αφομοίωσε στοιχεία του κλασικισμού όπως τις κομψές αναλογίες, τα μεγάλα ανοίγματα, τη συμμετρία, καθώς και απλουστευμένα διακοσμητικά στοιχεία στις όψεις. Το αυξανόμενο κύμα αστυφιλίας στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια οδήγησε στην εγκατάλειψη και ερήμωση πολλών ορεινών οικισμών. Ετσι όμως διατηρήθηκε το ύφος αυτών στο σύνολό τους χωρίς εκμοντερνισμούς, τροποποιήσεις και προσθήκες νεόκτιστων. Η κήρυξη διατηρητέων προστάτευσε πολλούς αξιόλογους οικισμούς από την αλλοίωση, όταν πια έγιναν πόλος έλξης τουρισμού. Δυστυχώς, στις μέρες μας, η ανάπτυξη παραθεριστικών περιοχών οδηγεί σε μια άναρχη εικόνα και σπάταλη χρήση της γης.

Σύνθετες λειτουργίες
Στους ορεινούς, παραδοσιακούς οικισμούς, νιώθουμε έκπληξη όταν διαπιστώνουμε πόσες σύνθετες λειτουργίες χωρούσαν σε σχετικά μικρά οικόπεδα: Το κυρίως σπίτι, οι αγροτικές αποθήκες, το εργαστήριο οικιακής χειροτεχνίας, το μαγειρείο και ο φούρνος, ο στάβλος, ο αχυρώνας, το περιβόλι, η αυλή με την κληματαριά για το καλοκαιρινό υπαίθριο καθιστικό κ.ά. Οι δρόμοι ήταν στενοί και ακανόνιστοι, προσθέτοντας στη γραφικότητα του συνόλου. Οι προεξοχές των μακεδονικών σπιτιών, τα λεγόμενα σαχνισιά, στέγαζαν εν μέρει το δρόμο και τον σκίαζαν προφυλάσσοντας τους περαστικούς. Η νεότερη, μοντέρνα, ελληνική αρχιτεκτονική ανέτρεξε στα παραδοσιακά πρότυπα, αναζητώντας τα στοιχεία εκείνα που θα σηματοδοτούσαν την ελληνικότητα. Η γενιά του 30, με αρχιτέκτονες όπως ο Δημήτρης Πικιώνης, επιχείρησε ένα συγκερασμό της μοντέρνας αρχιτεκτονικής με τα παραδοσιακά πρότυπα. Μέσα από αυτό το πρίσμα μπορούμε να προσεγγίσουμε και εμείς σήμερα αυτά τα κτίσματα. Με σεβασμό στην ιστορία τους, στον τρόπο κατασκευής τους, στη λιτή μορφή τους... Μπορούν να αποτελέσουν πρότυπα για νέα ποιότητα ζωής ή αφορμή για μελέτη μέσα από το έργο λαογράφων και ξένων περιηγητών, ώστε να αναπλάσουμε νοερά τις συνθήκες δημιουργίας τους και την εποχή τους.