Δυσλεξία: Πώς θα μάθει ξένες γλώσσες;

16.03.2017
Μπορεί ένα παιδί με δυσλεξία να μάθει ξένες γλώσσες; Ναι, απαντούν οι ειδικοί και το αποδεικνύουν στην πράξη. Διάβασε πώς.

Πριν από αρκετά χρόνια η άγνοια τοποθετούσε στα παιδιά με δυσλεξία την ταμπέλα του «τεμπέλη» ή αυτού που «δεν παίρνει τα γράμματα». Σήμερα ευτυχώς, ύστερα από πολυετείς επιστημονικές έρευνες, έχει αποδειχθεί ότι η νοημοσύνη των παιδιών με δυσλεξία δεν υστερεί σε τίποτα σε σχέση με αυτή των υπόλοιπων παιδιών. Και βέβαια η έγκαιρη διάγνωση της μαθησιακής δυσκολίας και η αντιμετώπισή της παίζουν σημαντικό ρόλο για τη μετέπειτα εξέλιξη του παιδιού.

Mα γιατί δυσκολεύεται και στις ξένες γλώσσες;

Με τη διδασκαλία μιας ξένης γλώσσας εισάγουμε ουσιαστικά τα παιδιά σε ένα άλλο γλωσσικό σύστημα, το οποίο διαφέρει από το μητρικό τους στη γραφή, στους φθόγγους, στην προφορά, στο λεξιλόγιο, στις γραμματικές και συντακτικές δομές μέσα στην πρόταση.

Τα περισσότερα λάθη που κάνουν στα ελληνικά τα παιδιά με δυσλεξία είναι γραμματικά, ενώ στις ξένες γλώσσες, κυρίως φωνολογικά. Όσο πιο μεγάλες δυσκολίες αντιμετωπίζει ένας μαθητής στη μητρική του γλώσσα τόσο μεγαλύτερη θα είναι και η δυσκολία του στην εκμάθηση της ξένης γλώσσας, μια και οι γλωσσικές δυσκολίες της μητρικής μεταφέρονται στην ξένη γλώσσα.

Πολυαισθητηριακή μέθοδος: Με δάσκαλο τις αισθήσεις

Ένας από τους τρόπους διδασκαλίας που μπορεί να βοηθήσει τα παιδιά με δυσλεξία στην εκμάθηση ξένων γλωσσών είναι ο πολυαισθητηριακός. Ο εκπαιδευτικός εκτός από την προφορική διδασκαλία πρέπει να χρησιμοποιεί χρώμα, εικόνα, ήχο, αφή και σώμα σε μια προσπάθεια παρουσίασης του μαθήματός του με βιωματικό «ζωντανό» τρόπο.

«Είναι αποδεδειγμένο ότι μόνο όταν μπορέσει να βιώσει και να αισθανθεί ο μαθητής με δυσλεξία, θα καταφέρει τελικά να κατανοήσει και να μάθει. Αντιθέτως, όταν διδάσκεται μόνο με λεκτικές οδηγίες, όλα περνάνε πολύ “άτονα” στη δική του αντίληψη, με αποτέλεσμα να αποθαρρύνεται και να μειώνεται πολύ η επίδοσή του», λέει η κ. Αγγελική Παππά, εκπαιδευτικός και καθηγήτρια του Κέντρου «I love Dyslexia».

Μέθοδος Τοματις: Μαθαίνω ακούγοντας!

Ο όρος «Ακουστικο-Ψυχο-Φωνολογία» υποδηλώνει ότι μεταξύ των ηχητικών κυμάτων που το αυτί προσλαμβάνει και αποκωδικοποιεί και των ηχητικών κυμάτων της φώνησης και του λόγου μεσολαβεί ο ψυχισμός του ανθρώπου. Η μέθοδος Τοματίς δημιουργήθηκε από το Γάλλο ωτορινολαρυγγολόγο δρ Αλφρέντ Τοματίς, ο οποίος εφηύρε ένα σύστημα ακουστικής αγωγής, με σκοπό τη βελτίωση της ικανότητας του αυτιού να ακροάται, να αντιλαμβάνεται δηλαδή και να επικοινωνεί. Η μέθοδος στηρίζεται στην αντίληψη ότι, αν και συνήθως εκλαμβάνουμε το αυτί ως αισθητήριο όργανο, η αλήθεια είναι ότι έχει και άλλες πολύ σημαντικές ιδιότητες, αφού στην ολότητά του παράγει το 85% της ενέργειας που το μυαλό μας δέχεται από τις αισθήσεις.

Ποια διαδικασία ακολουθείται;

Για τη θεραπευτική αντιμετώπιση της δυσλεξίας η μέθοδος Τοματίς χρησιμοποιεί το «Ηλεκτρονικό Αυτί» σε συνδυασμό με συμβουλευτική και υποστηρικτική αγωγή. «Το ηλεκτρονικό αυτί ή αλλιώς προσομοιωτής ακρόασης λειτουργεί ως ιδανικό ανθρώπινο αυτί, που μέσω του φαινομένου του εθισμού (conditioning) επανεκπαιδεύει οστεομυϊκά το αυτί του ατόμου να αποκτήσει τις επιθυμητές ιδιότητες ενός αυτιού που ενεργοποιεί τον εγκέφαλο ώστε να μεταβιβάζει το μήνυμα σωστά στον ακουστικό φλοιό», εξηγεί η κυρία Θεώνη Μάχα-Ευαγγελοπούλου, επιστημονική διευθύντρια του Κέντρου «Τοματίς» στην Ελλάδα. «Χρησιμοποιείται επίσης πλούσιο υλικό ειδικά επεξεργασμένων μαγνητικών ταινιών, μουσικών συνθέσεων του Μότσαρτ αλλά και άλλων μουσικών ερεθισμάτων, όπως είναι οι ήχοι της φύσης, του λόγου και της μητρικής φωνής. Η μέθοδος είναι πολύ αποτελεσματική στους μαθητές και των τριών βαθμίδων εκπαίδευσης και έχει ως στόχο να ξεπεράσουν τις μαθησιακές τους δυσκολίες και να μάθουν ξένες γλώσσες εύκολα, άνετα και με τη σωστή προφορά», τονίζει η κ. Ευαγγελοπούλου.

Νευροανάδραση: Και η μάθηση γίνεται παιχνίδι

Ξεκίνησε την εφαρμογή της σε ερευνητικό και πρακτικό επίπεδο στα τέλη της δεκαετίας του ’60 από το νευροψυχολόγο δρ Μπάρι Στέρμαν και μέχρι σήμερα εφαρμόζεται σε ένα ευρύ πεδίο δυσλειτουργικών καταστάσεων, ανάμεσά τους και οι μαθησιακές δυσκολίες.

«Η νευροανάδραση είναι ένα είδος εκπαίδευσης δεξιοτήτων που γίνεται με τη βοήθεια ηλεκτρονικών υπολογιστών. Ο υπολογιστής λειτουργεί ως προπονητής, προκειμένου να μας βοηθήσει να φέρουμε τον εγκέφαλό μας σε μια συγκεκριμένη κατάσταση “χαλαρής εστίασης”», εξηγεί η κυρία Ράνια Ζερβάκη, ψυχολόγος. Η διαδικασία μάθησης για την εκπαίδευση των εγκεφαλικών κυμάτων δεν διαφέρει σε τίποτα σε σχέση με τη διαδικασία εκμάθησης οδήγησης ή οποιασδήποτε άλλης κατάστασης που απαιτεί το σωστό συνδυασμό νοητικών, συναισθηματικών και φυσιολογικών δεξιοτήτων.

Ποια διαδικασία ακολουθείται;

Στη μέθοδο της νευροανάδρασης χρησιμοποιούνται δύο υπολογιστές, οι οποίοι παίρνουν πληροφορίες μέσω οπτικής ίνας από ένα είδος δικάναλου ηλεκτροεγκεφαλογράφου. Στον πρώτο, τον υπολογιστή του ειδικού της νευροανάδρασης, γίνεται ανάλυση των εγκεφαλικών κυμάτων που καταγράφονται από τα ηλεκτρόδια, ενώ στο δεύτερο, τον υπολογιστή του μαθητή, υπάρχουν κάποιου τύπου βιντεοπαιχνίδια, τα οποία καλείται ο μαθητής να παίξει. «Μέσω του δεύτερου υπολογιστή», επισημαίνει η κ. Ζερβάκη, «ο μαθητής ουσιαστικά παίζει, χωρίς joystick ή πληκτρολόγιο, μόνο με τη δύναμη του μυαλού του, ένα απλό ηλεκτρονικό παιχνίδι. Η διαφορά είναι ότι τα παιχνίδια που χρησιμοποιούνται στη νευροανάδραση αναδιαπλάθουν τον εγκέφαλο, ο οποίος έχει τελικά πολύ μεγαλύτερη πλαστικότητα απ’ ό,τι πιστεύαμε»

Από την Αλεξία Καλογεροπούλου