Βοήθεια, είμαι τελειομανής!

26.01.2016
Η ανάγκη μας να είμαστε τέλειοι σε όλα και να διεκπεραιώνουμε κάθε εργασία χωρίς το παραμικρό ψεγάδι μπορεί να γίνει πραγματικός εφιάλτης, μετατρέποντάς μας σε «σκλάβους» του ίδιου μας του ψυχισμού. Μπορούμε, άραγε, να ξεφύγουμε;

Η τελειομανία είναι ένα ψυχικό και συμπεριφοριστικό χαρακτηριστικό που ταλαιπωρεί σημαντικό αριθμό ανθρώπων και που μπορεί στη σύγχρονη κοινωνία να πάρει απρόσμενες διαστάσεις λόγω της ανταγωνιστικότητας και της αποδοτικότητας. Η ανάγκη να είμαστε συνεχώς και πάντα οι καλύτεροι σε όλα είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της σημερινής μας κουλτούρας. Από το να διαλέξουμε το καλύτερο απορρυπαντικό, το πιο γρήγορο δίκτυο κινητής τηλεφωνίας μέχρι να είμαστε οι καλύτεροι εργαζόμενοι, γονείς, σύντροφοι. Όχι ουσιαστικά, με βάση τις αναλογίες της σχέσης μας, ο ένας για τον άλλο, αλλά κυρίως για τα βλέμματα των άλλων.

Ποιος θέλει να είναι τέλειος;

Η τελειομανία έγινε αντικείμενο έρευνας στο καναδικό Πανεπιστήμιο του York. Τα αποτελέσματα είναι λίγο έως πολύ αναμενόμενα: Η ανάγκη να είναι κανείς τέλειος σε ό,τι κι αν κάνει αποτελεί τελικά αληθινό και ουσιαστικό κίνδυνο για την υγεία μας. Όπως εξηγούν οι ερευνητές, όταν η τελειομανία γίνεται εμμονή, προκαλείται μόνιμο ή τακτικό οξύ στρες, που εξαντλεί τον οργανισμό και βλάπτει τις σχέσεις μας. Οι «ορκισμένοι» τελειομανείς έχουν κατά 51% αυξημένο τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου, αφού η τελειομανία τους μπορεί να ευθύνεται ανάμεσα στα άλλα για καρδιακές ασθένειες, σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου, αϋπνίες. Επιπλέον διαπιστώθηκε ότι κατά κανόνα οι τελειομανείς αρνούνται να ζητήσουν βοήθεια, επειδή δεν θέλουν οι άλλοι να νομίζουν ότι δεν μπορούν να τα καταφέρουν μόνοι τους. Κι όμως, σύμφωνα με τις έρευνες, το υποστηρικτικό περιβάλλον και η αλληλοβοήθεια είναι από τους πιο σημαντικούς παράγοντες βελτίωσης της υγείας και επιμήκυνσης του προσδόκιμου ζωής.

Μένοντας για πάντα παιδί

Η επιθυμία να βελτιωνόμαστε είναι έμφυτη στην ανθρώπινη φύση και εξαιρετικά χρήσιμη. Από πού όμως πηγάζει αυτή η τόσο έντονη ανάγκη σε κάποιους ανθρώπους; Γιατί πρέπει να είναι τέλειοι για να νιώθουν αποδεκτοί; Γιατί δεν νιώθουν ευχαριστημένοι αλλιώς; Οι ρίζες του προβλήματος ανιχνεύονται στην πρώτη φάση ζωής του παιδιού, τότε που νιώθει την απόλυτη ανάγκη να γίνει αποδεκτό όπως είναι, να κατανοήσει την πολυπλοκότητα του κόσμου μέσα από το βλέμμα και τις φροντίδες της μητέρας και του στενού του περιβάλλοντος. Θέλουμε να είμαστε «τέλειοι» για να μας πει «μπράβο» η μαμά κι ίσως ένα κομμάτι μας πάντα θα το επιθυμεί σιωπηλά, όσο μεγάλοι και ώριμοι κι αν είμαστε. Στον τελειομανή αυτή η πρώτη δομική αποδοχή του εαυτού και των ικανοτήτων είναι ελλιπής. Στην πορεία προφανώς γίνεται δυσχερής η σύνδεση του καλού με το κακό κομμάτι του Εγώ, οι μετασχηματισμοί είναι ισχνοί. Τα αρνητικά συναισθήματα απωθούνται, δεν γίνονται αποδεκτά ως φυσιολογικό μέρος της ζωής, προτάσσεται μια τέλεια, επιθυμητή εικόνα του εαυτού και των ικανοτήτων του, ώστε να αντισταθμιστεί το τραυματικό, το έλλειμμα που πληγώνει και δεν έχει μεταβολιστεί σωστά. Έτσι π.χ. η απολύτως φυσιολογική νευρικότητα πριν από μια συνέντευξη εργασίας, το δημιουργικό άγχος πριν από μια παρουσίαση κ.λπ. βιώνονται ως ανεπίτρεπτα και καταστροφικά. Δεν πρέπει να τα νιώθουμε! «Μόνο αν είμαι τέλειος, μόνο τότε θα με αποδεχθούν», φαίνεται να πιστεύουν.

Οι σχέσεις υποφέρουν

Δυστυχώς ο τελειομανής δεν αποκομίζει ουσιαστικά κανένα όφελος από τις επιτυχίες του. Μόλις επιτευχθεί ένας στόχος, αμέσως θέτει και επιδιώκει τον επόμενο, ακόμα πιο δύσκολο, ακόμα πιο απαιτητικό. Αποτέλεσμα; Μια μόνιμη αίσθηση ανικανοποίητου, έντονου άγχους και ματαίωσης συνοδευμένης πάντα από τον τρόμο της αποτυχίας. Σε επίπεδο σχέσεων ο τελειομανής συνεργάτης και η ανάγκη του να τα ελέγχει όλα συχνά κάνουν δύστροπες τις συναναστροφές με τους ανθρώπους γύρω του. Μπορεί με το παραμικρό να τους αμφισβητήσει έντονα, δεν μπορεί να εγκαταστήσει άνετα σχέσεις εμπιστοσύνης αλλά και ειλικρινούς σεβασμού, ούτε μπορεί να δεχτεί με ανοιχτό μυαλό νέες προτάσεις, που δεν εναρμονίζονται απόλυτα με το «όραμά» του. Υπάρχει και το αρνητικό πρόσημο μιας σαδομαζοχιστικής τελειομανίας, που ακινητοποιεί το υποκείμενο: Αφού δεν μπορεί να είναι τέλειος, όπως το έχει στο μυαλό του, συχνά προτιμά μια παραλυτική απόσυρση, που συνοδεύεται από μια μόνιμη σχεδόν σύγκριση με τους άλλους και αυτομαστίγωμα. Οι άλλοι φαίνεται να τα καταφέρνουν πάντα καλύτερα σε ό,τι κάνουν, είναι πιο άξιοι, πιο πετυχημένοι...

Ένας κόσμος ατελής, γεμάτος χρώματα

Η επιθυμία να αγγίζει κανείς συνεχώς την τελειότητα είναι βασανιστική, επειδή ακριβώς η τελειότητα δεν υπάρχει. Πρόκειται για έναν παιδικό δονκιχωτισμό, που δεν εξυπηρετεί την εύρυθμη πορεία της ζωής μας μεγαλώνοντας. Όταν η ζωή μας γίνεται μια διαρκής πρόκληση, ενώ οι ίδιοι παραμένουμε συνεχώς δυστυχισμένοι και μόνιμα ανικανοποίητοι, πρέπει να αναζητήσουμε τρόπους που θα «ανακουφίσουν» αυτό το συναισθηματικό και ψυχικό μας φόρτο ώστε να απολαμβάνουμε τη ζωή, ακόμα και αν δεν είμαστε «τέλειοι». Τι θα μας βοηθήσει σε αυτό;

  • Να έρθουμε σε επαφή με τα αρνητικά μας συναισθήματα, τα οποία η «τελειότητά» μας δεν μας επιτρέπει να αγγίξουμε.
  • Να αποδεχθούμε τις αποτυχίες μας, αντί να τις αντιμετωπίζουμε ως το τέλος του κόσμου. Μπορούμε να μάθουμε από αυτές, μετατρέποντάς τες σε αφορμές διαρκούς βελτίωσης.
  • Να θέτουμε λιγότερο φιλόδοξους και μεγαλεπήβολους στόχους αλλά και λιγότερους αριθμητικά, για να μπορέσουμε να τους υλοποιήσουμε.
  • Να επιβραβεύουμε τον εαυτό μας για τις μικρές μας επιτυχίες, ανεβάζοντας τον πήχη σταδιακά, αντί να πέφτουμε στην παγίδα της αποδοτικότητας χωρίς όρια, μιας ανέφικτης κατάστασης που πληγώνει.
  • Να αναγνωρίζουμε και να θυμόμαστε πάντα πως η ζωή δεν είναι τέλεια. Και μάλλον γι’ αυτό είναι τόσο επιθυμητή, τόσο ωραία!

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΑΓΓΑΝΑ, ψυχολόγο-ψυχοθεραπεύτρια

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Αρμονία, τεύχος 164

Update: Ιανουάριος 2016.