Έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 83 ετών, ο εικαστικός Βλάσης Κανιάρης. Καλλιτέχνης με διεθνή σταδιοδρομία, γεννήθηκε το 1928 στην Αθήνα. Από το 1946 και για σχεδόν πέντε χρόνια φοίτησε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ο σημαντικός Έλληνας καλλιτέχνης ταλαιπωρήθηκε ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες και νοσηλεύθηκε σε μεγάλο νοσοκομείο της Αθήνας, ενώ η είδηση του θανάτου του προκάλεσε θλίψη στον εικαστικό κόσμο.
Στις 12 το μεσημέρι του προσεχούς Σαββάτου θα γίνει η κηδεία του, από το Α' Νεκροταφείο της Αθήνας.
Ο Βλάσης Κανιάρης γεννήθηκε το 1928 στην Αθήνα. Από το 1946 και για σχεδόν πέντε χρόνια φοίτησε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1947 γνωρίζεται με τον Γιάννη Τσαρούχη. Το 1950, μετά το θάνατο του πατέρα του, εγκαταλείπει τις ιατρικές σπουδές και αρχίζει τη φοίτηση στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών.
Τελειώνει το 1955, έχοντας δασκάλους τον Ουμβέρ-το Αργυρό, τον Γιάννη Παπά, τον Πάνο Σαραφιανό και κυρίως τον Γιάννη Μόραλη που τότε είχε εκλεγεί καθηγητής. Παράλληλα εργάστηκε κοντά στον Γιάννη Τσαρούχη στις σκηνογραφικές παραγγελίες της εποχής, πραγματοποιώντας και ο ίδιος σκηνογραφίες.
Με ζωγραφική, σχέδια και σκηνογραφίες και όντας ακόμα σπουδαστής, πρωτοεμφανίζεται το 1952 στην Δ' Πανελλήνιο Έκθεση και δέχεται θετική κριτική. Το 1953 πραγματοποιεί, υπό την επίβλεψη του Τσαρούχη, τα σκηνικά για την «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη. Την ίδια χρονιά νυμφεύεται τη σύντροφο της ζωής του Μαρία Λίνα, φοιτήτρια ιατρικής.
Λίγους μήνες μετά την αποπεράτωση των σπουδών του, το Φεβρουάριο του 1956 εγκαθίσταται στη Ρώμη, όπου και ζει ως το 1960. Από τις αρχές του 1959 παρακολουθεί στη Σχολή Καλών Τεχνών της Ρώμης μαθήματα σκηνογραφίας, ζωγραφικής και τοιχογραφίας. Το 1957, με αφορμή μια φοβερή καταστροφή στα ανθρακωρυχεία της Marcinelle, στο Βέλγιο, όπου έχασαν τη ζωή τους 400 περίπου ιταλοί ανθρακωρύχοι, ζωγραφίζει μια σειρά από αφηρημένα πια έργα, όπου μέσα από χρώματα, προσπαθεί να μεταφέρει την συγκίνηση που του προκάλεσε το γεγονός αυτό. Τον επόμενο χρόνο ακολουθούν οι «Κήποι της παιδικής μου ηλικίας», μια σειρά έργων όπου μεταφέρει ονειρικές εικόνες από τα χρόνια της πρώτης εφηβικής ηλικίας. Την ίδια χρονιά σχεδιάζει πάνω σε φύλλα εφημερίδων.
Το 1958 παρουσιάζει στην Αθήνα, στην γκαλερί «Ζυγός» την πρώτη ατομική του έκθεση, 50 περίπου αφηρημένα έργα, λάδια, και σχέδια της περιόδου 1957-58. Λίγο καιρό πριν είχε δει το έργο του Αμερικανού ζωγράφου της Action Painting και του Dripping, Jackson Pollock. Η συνάντηση αυτή στάθηκε μια αποκάλυψη για τον Κανιάρη, αλλά και ένας φραγμός που του ανέκοψε το δρόμο που είχε ήδη πάρει εκείνη την εποχή. Μαζί με τον Μ. Κοντό, τον Κ. Τσόκλη και τον Ν. Κεσσανλή, όλους Έλληνες καλλιτέχνες της διασποράς στη Ρώμη, συγκρότησαν την ομάδα «Gruppo Sigma», χωρίς ιδεολογικό ή θεωρητικό σκοπό.
Αρχές του 1959 ξεκινά τη σειρά «Τιμής ένεκεν στους τοίχους της Αθήνας 1941-19...», όπου ανασυσταίνει την αίσθηση των τοίχων της κατοχικής Αθήνας. Τα έργα αυτά εκτίθενται το 1959 στην ομαδική έκθεση "Art grec contemporain". Ως συνέπεια της κατάργησης του περιοριστικού ζωγραφικού τελάρου και τη σύμβαση που προκύπτει μέσα από αυτό, καταλήγει σε κατασκευές από μεταλλικό δικτυωτό, χωρίς ορισμένη διάσταση, επεμβαίνοντας σύμφωνα με μια λογική για πρώτη φορά στο χώρο.
Στα έργα αυτά αναφέρεται ο Κανιάρης ως: «Χώρος μέσα στο χώρο». Το 1960 τα έργα αυτά παρουσιάζονται στην σημαντικότερη γκαλερί της Ιταλίας "La Tartaruga", ύστερα από σύσταση του καθηγητή Giulio Carlo Argan. Τέλος του 1960 εγκαθίσταται οριστικά στο Παρίσι, όπου ζούσε ήδη μια μεγάλη παροικία ελλήνων, στοιχισμένη γύρω από τον τεχνοκριτικό Pierre Restany, ο οποίος ιδρύει την ίδια χρονιά το κίνημα του "Nouveau Realisme" (Armand, Cesar, Christo, Spoeri, Tingely, Niky de Saint-Phale, κ. ά.).
Εκθέτει στην Galerie J, παρόλη την αντίθεση του με τον «Νέο Ρεαλισμό» του Pierre Restany έχοντας όμως ορισμένες επιφανειακές μορφολογικές συγγένειες, όπως είχε τονιστεί από τον ίδιο. Ο Pierre Restany είχε αναφερθεί με έμφαση ήδη το 1963 στην «ιδιότυπη διάσταση ατομικού ψυχισμού» που διαχωρίζει το εγχείρημα του Κανιάρη από το εγχείρημα των «Νέων Ρεαλιστών» του Παρισιού. Για τον Κανιάρη θα έπρεπε κανείς να πάρει θέση απέναντι σε ένα τοπίο βιομηχανικό, που αποτελούσε αντικείμενο έρευνας των «Νέων Ρεαλιστών», άρα θα έπρεπε να διαλέξει και να κρίνει.
Το 1961 συμμετέχει σε έκθεση στην γκαλερί Saint-Germain μαζί με τους Κουλεντιανό, Γαΐτη, Μολφέση, Κεσσανλή, Τούγια, Φιλόλαο, Πράσινο. Ακολουθεί έντονη εκθεσιακή δραστηριότητα στο Παρίσι, στο Salon des Comparaisons, στη Γερμανία (Worfram-Eschenbach) μαζί με τους Κεσσανλή και Σπυρόπουλο, και στο Βέλγιο. Το 1962 συμμετέχει σε έκθεση που διοργάνωσε ο Γ. Μουρέλος στο Musee d' Art Moderne de la Ville de Paris με τίτλο: "Peintres et sculpteurs grecs a Paris". To 1963, έχοντας περάσει στα αντικείμενα στον χώρο, εκθέτει στην γκαλερί Le Zodiaque στις Βρυξέλλες. Ο κριτικός τέχνης Τώνης Σπητέρης οργανώνει στην Αθήνα και Θεσσαλονίκη έκθεση με έργα των Μίμη Κοντού, Παύλο, Τσόκλη και Κανιάρη.
Το 1964 ο Pierre Restany οργανώνει στο πλαίσιο της Biennale της Βενετίας την έκθεση «3 προτάσεις για μια νέα ελληνική γλυπτική» με τους Κανιάρη, Δανιήλ και Κεσσανλή. Ο Κανιάρης εκθέτει τις πρώτες κατασκευές από πραγματικά υλικά και αντικείμενα. Η έκθεση αυτή προκάλεσε έντονη αντίδραση στον Σπύρο Βασιλείου -ο οποίος συμμετείχε στο ελληνικό περίπτερο της Biennale και δημοσιεύει οργισμένο άρθρο με τίτλο: «Κάτω τα χέρια από τη ελληνική γλυπτική».
Επιστρέφει το 1969 για λίγο στην Αθήνα και πραγματοποιεί στην «Νέα Γκαλερί» έκθεση με έργα από γύψο, κόκκινα πάνινα γαρίφαλα, επιτύμβια kol συρματόπλεγμα απηχώντας τα βιώματα του τόπου από τη λογοκρισία και την έλλειψη πολιτικών ελευθεριών. Κάθε επισκέπτης έπαιρνε φεύγοντας, αντί καταλόγου, ένα γύψινο πλακάκι με ένα πάνινο γαρίφαλο. Ο Κανιάρης ήταν τότε μέλος της «Δημοκρατικής Άμυνας» και δεν μπόρεσε πια να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Το 1971 οργανώνεται μια μορφή αναδρομικής έκθεσης στην Στοκχόλμη με 48 έργα από τη σειρά των «Τοίχων» και άλλα έργα. Την ίδια εποχή ξεκινά τη σειρά «Μετανάστες». Το θέμα αυτό θα τον απασχολήσει ως το 1976, ενώ του χορηγείται κρατική υποτροφία εκ μέρους της Γερμανικής Πανεπιστημιακής Υπηρεσίας Ανταλλαγών (DAAD). Εργάζεται στο Βερολίνο για δύο χρόνια. Η έκθεση με το θέμα αυτό θα παρουσιαστεί σε πολλά μουσεία της Δ. Γερμανίας και του Λονδίνου με τίτλο: "Gastarbeiter-Fremdarbeiter" («Φιλοξενούμενοι εργάτες- Ξένοι εργάτες) και "Immigrants".
Το 1975 συμμετέχει στον «Ελληνικό μήνα του Λονδίνου» στο I.C.A., εκθεσιακή διοργάνωση υπό τον τεχνοκριτικό Χρήστο Ιωακειμίδη, μαζί με τους Αντωνάκο, Χρύσα, Κουνέλλη, Παύλο, Σαμαρά, Τάκη και Τσόκλη. Το 1976 εκλέγεται καθηγητής στην Έδρα Ζωγραφικής της Ανωτάτης Σχολής Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π. και εγκαθίσταται στην Ελλάδα. Παραμένει στη Σχολή ως το 1996.
Το θέμα των «Μεταναστών» εξακολουθεί να τον απασχολεί: Το 1977 συμμετέχει με σχέδια στην έκθεση 'ΌοεηΐηεηΓ3" της Kassel. To 1980 παρουσιάζει με τη γκαλερί Bernier στο παλιό παγοποιείο του Φιξ την έκθεση «Helas-Hellas (Αλοίμονο Ελλάδα) ή Ο Ζωγράφος και το Μοντέλο του», ένα περιβάλλον μεγάλης κλίμακας, συνδυάζοντας θεατρικά και εικαστικά ένα είδος λαϊκού δρώμενου. Η ίδια έκθεση παρουσιάζεται διευρυμένη με νέα στοιχεία το 1983 στο Dortmund. To 1981 διδάσκει στο Salzburg ως επισκέπτης καθηγητής.
Το 1982 συμμετέχει στα Europalia-Hellas στις Βρυξέλλες, με επιμελητή τον τεχνοκριτικό Αλέξανδρο Ξύδη. Το 1988 εκπροσωπεί, μαζί με τον Νίκο Κεσσανλή, την Ελλάδα στη 43η Biennale της Βενετίας με επίτροπο τον Μανώλη Μαυρομμάτη, με ένα έργο που αφορά τη σχέση Βορρά-Νότου. Στο Μακεδονικό Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης παρουσίασε το έργο αυτό με τίτλο: «Πού ο Βορράς και Πού ο Νότος;». Το 1989 ο Μάνος Στεφανίδης «επαναφέρει» την έκθεση του 1958 στο «Ζυγό», στη γκαλερί «Titanium».
Το 1992 εκθέτει έργα από διαφορετικές περιόδους στην Staatliche Kunsthalle, στο Βερολίνο. Την ίδια χρονιά συμμετέχει σε σημαντική έκθεση στο Munster με τίτλο: "The Open Image Aspeets of Modern Art in Europe After 1945".
Η τελευταία διεθνής ομαδική έκθεση στην οποία συμμετείχε ο Βλάσης Κανιάρης είναι η "Face a l'histoire, 1933-1996" στο Κέντρο Georges Pompidou, στο Παρίσι το 1996. Το 1999 η Εθνική Πινακοθήκη αφιέρωσε αναδρομική έκθεση στον Βλάση Κανιάρη με επιμέλεια της Άννας Καφέτση. Η πλέον πρόσφατη ατομική του έκθεση διοργανώθηκε από το Ίδρυμα Ελληνικού Πολιτισμού της Νέας Υόρκης το 2003 με τίτλο: "Give the People what they Want" («Ο,τι θέλει ο λαός...») με επιμέλεια του Μάνου Στεφανίδη.
Πηγή: Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων
Με 40 φιγούρες, οργανωμένες σε ενότητες, ανάμεσά τους οι «Ουρητές», υπό τον γενικό τίτλο «Αλίμονο, Ελλάδα ή ο ζωγράφος και το μοντέλο του», στο Φιξ, ο Κανιάρης, λίγο μετά τη μόνιμη επανεγκατάστασή του στην Ελλάδα (1976), διακωμώδησε την υποκρισία και τον λαϊκισμό της σύγχρονης κοινωνίας. Με τις ασύλληπτες φιγούρες του, αυτός ο ιδιόμορφος γλύπτης, σκηνοθέτης εικόνων και πολιτικός στοχαστής, συμμετείχε στην Μπιενάλε Βενετίας το 1988, με τον «Βορρά-Νότο».
Η σχέση της τέχνης με τη ζωή, όπως περνά από τα έργα του Κανιάρη, ταξίδεψε στο εξωτερικό (Παρίσι, Λονδίνο, Βερολίνο, Νέα Υόρκη κ.α.), αλλά και στην Ελλάδα παρουσιάστηκε σε πολλές εκθέσεις, ανάμεσά τους στην πρώτη μεγάλη αναδρομική της Εθνικής Πινακοθήκης (1999), Μουσείο Μπενάκη (2009) κ.α.
Από τις τελευταίες συγκινήσεις τού διεθνώς αναγνωρισμένου Βλάση Κανιάρη ήταν ότι προ εξαμήνου η Τέιτ Γκάλερι του Λονδίνου έβαλε στη συλλογή της δύο έργα του και ένα έργο το γερμανικό Μουσείο Λούντβιχ. Επιπλέον προετοιμάζονται δύο εκθέσεις του σε Βερολίνο και Νέα Υόρκη.