Συνέντευξη «Η Κασσάνδρα και ο Λύκος»: Μια καταβύθιση στο ασυνείδητο

19.10.2012
«Το λύκο λυπόμουνα συνήθως. Πώς θα καταπιεί τόσα γουρουνάκια μονομιάς;»... Λίγο πριν την πρεμιέρα, η σκηνοθέτις Γεωργία Ανδρέου, η βασική πρωταγωνίστρια Λήδα Μανιατάκου και η υπεύθυνη για τη μουσική επένδυση Εύη Κουρτίδου μάς έδωσαν μια εικόνα για τους δημιουργικούς πυλώνες της παράστασης η «Κασσάνδρα και ο Λύκος»:

Ύστερα από την μεγάλη περσινή επιτυχία, η «Κασσάνδρα και ο Λύκος» επανέρχεται για δεύτερη χρονιά στο θέατρο Φούρνος και για πέντε μόνο παραστάσεις. Οι παραστάσεις θα γίνονται κάθε Παρασκευή. Η πρεμιέρα θα γίνει την Παρασκευή 19 Οκτωβρίου και οι παραστάσεις θα συνεχιστούν έως την Παρασκευή 16 Νοεμβρίου.

«Το λύκο λυπόμουνα συνήθως. Πώς θα καταπιεί τόσα γουρουνάκια μονομιάς;»
Γραμμένο σαν από παιδί, επεξεργασμένο όμως από μια από τις καλύτερες γυναίκες συγγραφείς της μεταπολεμικής Ελλάδας, το πρώτο μυθιστόρημα της Μαργαρίτας Καραπάνου «Η Κασσάνδρα και ο Λύκος» (1978) είναι ένα αποκαλυπτικό ταξίδι στην πρώιμη παιδική ηλικία.

Λίγο πριν την πρεμιέρα, η σκηνοθέτις Γεωργία Ανδρέου, η βασική πρωταγωνίστρια Λήδα Μανιατάκου και η υπεύθυνη για τη μουσική επένδυση Εύη Κουρτίδου μάς έδωσαν μια εικόνα για τους δημιουργικούς πυλώνες της παράστασης η «Κασσάνδρα και ο Λύκος»:

1. Τι σας ώθησε να ανεβάσετε αυτή την παράσταση, βασισμένη στο βιβλίο της εξαίρετης συγγραφέως Μαργαρίτας Καραπάνου, «Η Κασσάνδρα και ο Λύκος»; Γιατί το επιλέξατε;

Αφορμή στάθηκε η προσωπική γνωριμία της σκηνοθέτιδάς μας Γεωργίας Ανδρέου με τη Μαργαρίτα Καραπάνου και οι συζητήσεις τους για τη δραματοποίηση ενός εκ των έργων της. Ύστερα από τον αιφνίδιο θάνατό της, τα σχέδια αυτά έμειναν να πλανιόνται σαν σκιά, σαν μια ανεκπλήρωτη υπόσχεση. Ήταν μια οφειλή και μια σιωπηλή συμφωνία που έπρεπε να κρατηθεί. Η «επιστροφή» στο πρώτο έργο της Μαργαρίτας ήταν ο καλύτερος τρόπος να αποδοθεί το τελευταίο αντίο. Έργο αυτοαναφορικό, λυτρωτικό, σημείο αφετηρίας για τη συγγραφέα και συνάμα τόσο επίκαιρο για την εποχή και τους καιρούς μας, ξεδιπλώνει το νήμα από την αρχή και μιλάει για την ενηλικίωση, την πορεία προς το φως και την άρθρωση λόγου. Ήταν αυτό καθαυτό το κείμενο και η αγάπη μας για αυτό που μας τράβηξε κοντά του και μας ώθησε στο να ενώσουμε τις δυνάμεις μας για την πραγματοποίηση αυτής της παράστασης.


2. Πως προσεγγίσατε σκηνοθετικά αυτό τον απαιτητικό μονόλογο;

Η σκηνοθετική οπτική δεν ήταν τίποτε άλλο από μια βαθειά κατάδυση στο ίδιο το κείμενο, την αποκρυπτογράφηση όλων των παράλληλων νοημάτων του και την προσπάθεια για την απόδοσή του με συνέπεια και φειδώ στα εκφραστικά μέσα. Σκοπός μας ήταν να αναδειχτούν όλες οι λεπτές εκφάνσεις της γραφής της Μ. Καραπάνου και όχι να φορτώσουμε τη δράση με συναισθηματικές υπερβολές που θα μας απομάκρυναν από την ουσία του λόγου. Η παρουσία μόνο μιας ηθοποιού, η απόδοση του κειμένου ως αφήγηση, η εναλλαγή της ροής της δράσης προς τα μέσα και προς τα έξω, η λιτότητα των εκφραστικών μέσων και η υποκριτική καθοδήγηση της Λήδας Μανιατάκου προς αυτή την κατεύθυνση, η σχεδόν απουσία των σκηνικών μέσων, η μουσική που εκτελείται ζωντανά συναινώντας στη δράση είναι επιλογές που έγιναν στα πλαίσια αυτής της προσέγγισης. Τέλος, βασικό μέλημα αποτέλεσε η κατάδειξη της φωτεινής πλευράς της προσωπικότητας της Μαργαρίτας Καραπάνου, μιας προσωπικότητας παρεξηγημένης και εσφαλμένα συνδεδεμένης αποκλειστικά με την «αρρώστια» και τη μανιοκατάθλιψη, και η έμφαση στην πορεία προς τη λύτρωση και την καθαρότητα.

3. Ποια η δυσκολία -αλλά και η γοητεία- να «δείτε» θεατρικά την Κασσάνδρα.

Ιδιαίτερα γοητευτική υπήρξε η καταβύθισή μας στις σκοτεινές πτυχές της ψυχής και του ασυνειδήτου, το παιχνίδι με τις λέξεις και τις εικόνες, και η διαδικασία ανάλυσης και ερμηνείας του κόσμου αυτού του μικρού κοριτσιού. Στην Κασσάνδρα υπάρχει ένα δεύτερο επίπεδο που δεν λέγεται, αλλά γλιστράει σαν χαλί κάτω από τις λέξεις, συνθέτοντας τον ψυχαναλυτικό κατακερματισμό της Κασσάνδρας σε θεατρική πράξη. Κάθε μία από μας χρειάστηκε να γίνει μία Κασσάνδρα για να μπορέσει στο τέλος η ηρωίδα μας να πάρει σάρκα και οστά στη σκηνή. Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν η επιλογή των κειμένων και η συρραφή τους, ώστε να μη χαθεί το «νήμα» της αφήγησης, το νόημα, ο ειρμός και η αισθητική του κειμένου. Πώς να χωρέσεις ολόκληρο τον κόσμο της Κασσάνδρας σε μία ώρα. Πολύτιμη και καθοριστική σε όλα τα στάδια της δημιουργίας στάθηκε η συμβολή της δραματουργού της παράστασης της Έλλης Κήτα.

4. «… σε ένα βίαιο και ωμό κόσμο, όπως αυτός που βιώνουμε σήμερα, καθένας από εμάς μπορεί να γίνει μία μικρή Κασσάνδρα και να και να σταθεί αντιμέτωπος με το δικό του ή τους δικούς του λύκους». Πόσο επίκαιρη μοιάζει σήμερα η διαδρομή της Κασσάνδρας;


Η Κασσάνδρα της Καραπάνου είναι ένα σύμβολο τόσο διαχρονικό αλλά και εξαιρετικά επίκαιρο. Μας παραπέμπει στην επώδυνη προσπάθεια κάθε ατόμου να αφομοιώσει, να αποκρυπτογραφήσει και να κατατάξει τον εαυτό του και το περιβάλλον μέσα στο οποίο διαμορφώνεται. Στα πλαίσια της εξέλιξής μας σε ένα κόσμο σκληρό, αντιφατικό και παραληρηματικό σαν τον σημερινό, όλοι μας γινόμαστε μια μικρή Κασσάνδρα πασχίζοντας απεγνωσμένα να σωθούμε από τους κάθε λογής αδηφάγους λύκους μέσα μας και έξω από μας, να ξεδιαλύνουμε το κουβάρι του κόσμου, να βρούμε το χώρο μας και να σταθούμε στα πόδια μας, να οριοθετήσουμε την ύπαρξή μας και το περιβάλλον μας, και να αρθρώσουμε λόγο σε μια ατέρμονη πορεία προς το φως και την καθαρότητα. Δανείζομαι τα λόγια της συγγραφέος: «Έρχεται, λοιπόν, κάποια στιγμή που το ακυρωμένο παιδί στέκεται στα πόδια του και λέει , παρ’ όλα αυτά, θα ζήσω.... Και λέει θα ζήσω καλά, όχι μόνο θα ζήσω... Πολύ καλά. Πολύ γεμάτα.»


5. Είναι πιο δύσκολη και σκληρή η σημερινή εποχή για τα παιδιά;

Είναι πιο απρόσωπη. Πιο βίαιη και αφιλόξενη. Πού να σταθούν; Από πού να πιαστούν; Και πού να απλώσουν τα χέρια κλαριά να αναπτυχθούν; Βία, σκληρότητα, σύγχυση, αγωνία, απαξίωση, απογοήτευση. Φόβος. Ελάχιστες χαραμάδες φωτός. Δυστυχώς ζούμε δύσκολες και επικίνδυνες ιστορικά στιγμές. Από την άλλη, μέσα σε τέτοιες συγκυρίες δίνεται η ευκαιρία να αναπτυχθούν δυνατότερες, πιο συγκροτημένες και πιο συνειδητοποιημένες προσωπικότητες. Η σωστή καθοδήγηση και μια αγκαλιά είναι ό,τι χρειάζεται. Οι δυσκολίες περνάνε και έρχεται πάντα το φως μέσα και στα πιο βαθειά σκοτάδια. «Είναι στιγμές που ξημερώνει κι είναι ακόμη σκοτεινά, μ’ αυτό το ροζ στον ουρανό…», όπως έχει αναφέρει και η ίδια σε συνέντευξη της. Τα παιδιά έχουν τον τρόπο τους. Αρκεί να τους αφήνουμε χώρο.


6. Βρισκόμαστε οι Έλληνες, σήμερα, σε μια πορεία ενηλικίωσης (σε κοινωνικό επίπεδο);

Ενηλικίωση είναι να μεγαλώνεις, να γίνεσαι ανεξάρτητος, υπεύθυνος για τον εαυτό σου, αυτόνομος. Είναι μια διαδρομή που μπορεί να εμπεριέχει φόβο και πόνο, ή και να είναι κατά μία έννοια βίαιη. Είναι όμως και η ίδια διαδικασία που περνάμε κάθε φορά που χρειάζεται να κάνουμε ένα βήμα προς τα μπρος, και αυτό μπορεί να αφορά ένα άτομο, αλλά μπορεί να αφορά και μια κοινωνία. Η δική μας κοινωνία δείχνει πως βρίσκεται σε μια τέτοια κατάσταση πνευματικής και ιδεαλιστικής ενηλικίωσης, και ο απογαλακτισμός μας, που δεν είναι άλλος από την απαγκίστρωση μας από αποτυχημένες πρακτικές του παρελθόντος, παρουσιάζεται περισσότερο ως αναγκαιότητα παρά επιλογή. Καλώς η κακώς κανείς μας δεν επέλεξε να μεγαλώσει,. Την κρίσιμη αυτή στιγμή δεν μπορούμε παρά να σταθούμε ώριμα και κριτικά απέναντι στα πράγματα και να κάνουμε με αίσθημα κοινωνικής ευθύνης τον απολογισμό μας. Να κοιτάξουμε μέσα μας και έπειτα γύρω μας και να αποφασίσουμε με ποιους θα πάμε και ποιους θα αφήσουμε.


7. Μιλήστε μας λίγο για τη μουσική επένδυση της παράστασης.

Η μουσική της παράστασης είναι φτιαγμένη με αγνά σπιτικά υλικά, δηλαδή κιθάρα και φωνή. Είναι εσωστρεφής και της αρέσει να χορεύει στην αντίστιξη, κλαίει στην χαρά και γελάει στην λύπη, είναι η δεύτερη σκέψη, το διαβολάκι και το αγγελάκι – όπως τη χαρακτηρίζει η δημιουργός της Εύη Κουρτίδου.


8. Επόμενα σχέδιά σας;

Τα μελλοντικά μας σχέδια αφορούν αφενός την προώθηση της παράστασης της Κασσάνδρας και του Λύκου στο εξωτερικό, αφετέρου το ανέβασμα ενός καινούριου θεατρικού έργου του οποίου η συγγραφή βρίσκεται σε εξέλιξη. Στο μεταξύ συνεχίζουμε να ονειρευόμαστε, να αντιστεκόμαστε και να χαμογελάμε.

Συνέντευξη Χριστίνα Τσατσαράγκου