Κοραής Δαμάτης: «Μην αφήνουμε τα σπίτι μόνα. Ανοιχτά να μένουν» [συνέντευξη]

16.05.2016
Ο γνωστός θεατρικός σκηνοθέτης Κοραής Δαμάτης παρουσιάζει την πρώτη συγγραφική δουλειά του, το μυθιστόρημα «Το Σπίτι Μόνο», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Το βασικό πρόσωπο του βιβλίο του βιβλίου του βρίσκεται στο... μεταίχμιο.

Ακροβατούσε ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, σε αλήθειες, ψέματα και επινοήσεις, περπατώντας πάντα πάνω σε διαχωριστικές, ενδιαμέσως, από μια βαθύτερη επιτακτική ανάγκη ενδοσκόπησης της ζωής του και παρατήρησης της ζωής γύρω του.

Εμείς μιλήσαμε με τον Κοραή Δαμάτη για την πρώτη αυτή συγγραφική απόπειρα στην προσπάθειά μας να μάθουμε όσο το δυνατόν περισσότερα γι΄αυτην!

Πώς προέκυψε το βιβλίο αυτό;

Η ιδέα του βιβλίου προέκυψε αφού είχε ολοκληρωθεί το γράψιμο. Άρχισα να γράφω μόνο και μόνο για να βάλω σε τάξη κάποιες μπερδεμένες, και πολλές φορές αντικρουόμενες, πληροφορίες που είχαν μαζευτεί στο μυαλό μου για την οικογένειά μου. Περισσότερο, δηλαδή, ήταν ένα ξεκαθάρισμα των αιτιών που οδήγησαν σε πράξεις και συναισθήματα, απορίες που είχε έρθει η ώρα να λυθούν. Όμως μαζί με τα, ας πούμε, γνωστά και γνώριμα, ήρθαν και άγνωστα γεγονότα και μαζί και πρόσωπα που τα είχα μόνο ακουστά, και που ανέτρεψαν, εν μέρει, τα δεδομένα. Και τότε έγινε και το παράδοξο: άρχισαν να μπαίνουν στα γραμμένα και επινοημένοι ήρωες, να απαιτούν να πάρουν μέρος στα αληθινά λες κι ήταν μέρος κι αυτοί του πραγματικού. Όταν τέλειωσε κάποια στιγμή όλο αυτό το πήγαινε έλα, απομακρύνθηκα για ένα μεγάλο διάστημα απ’ το γραπτό. Επιστρέφοντας και ξαναδιαβάζοντας το, μου πέρασε απ’ το μυαλό ότι ίσως και να μπορούσε να γίνει βιβλίο. Και τότε άρχισε η σκληρή δουλειά, που σημειωτέον, δεν την ήξερα κιόλας, με αποτέλεσμα να κρατήσει πάρα πολύ καιρό μέχρι να φτάσει στην τελική του μορφή.

Πείτε μας δυο λόγια για τον κεντρικό του ήρωα

Ο Παύλος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια. Πατρίδα των γονιών του και των μισών παππούδων του. Εκεί άκουσε τους πρώτους ήχους από πολλές γλώσσες, φυλές και θρησκείες. Μεγάλωσε ζώντας και μαθαίνοντας μουσικές, ψαλμωδίες, ήθη και έθιμα διαφορετικών πολιτισμών. Έκανε φίλους φανερούς και κρυφούς, απαγορευμένους. Και μια μέρα, εντελώς ξαφνικά, -για τα δικά του μετρήματα- έγινε πρόσφυγας, ένοιωσε πρόσφυγας. Ακολούθησαν δύο χρόνια αμηχανίας, ανομολόγητου φόβου και προσεχτικού βηματισμού στον καινούργιο τόπο. Από κει και πέρα, πολλά πράγματα άλλαξαν για τον μικρό Παύλο. Το πιο βασικό ήταν ο χρόνος. Ο χρόνος τον τυραννούσε. Πίστευε ότι έφευγε πολύ γρήγορα, ότι δεν θα προλάβαινε να ζήσει αυτά που ονειρευόταν, ότι πάλι κάτι αναπάντεχο θα συνέβαινε και τα πράγματα θα σταματούσαν, θα άλλαζαν δραματικά. Άρχισε να αγαπάει την καινούργια χώρα, την Ελλάδα του ’60, και τους ανθρώπους της. Την θεώρησε πραγματική πατρίδα του, την άλλη, την Αλεξάνδρεια, μια τυχαία στιγμή. Και πέρασαν τα χρόνια και έφτασε κοντά στη μέση ηλικία και ένοιωσε ότι έπρεπε να επιστρέψει στην πρώτη κοιτίδα, ναι, εκείνη ήταν τελικά η πατρίδα του. Κι ύστερα πέρασαν κι άλλα χρόνια και κατάλαβε ότι τελικά δεν είχε πατρίδα, ότι δεν ανήκε πουθενά. Έτσι έζησε όλη του τη ζωή ο ήρωας του βιβλίου. Μεταξύ δύο. Σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του. Εν τω μέσω. Να παροικεί παντού, σαν εκείνους τους νομάδες που αρνούνται να ριζώσουν σ’ ένα κομμάτι γης, ανήμποροι να κατανοήσουν τους πολλούς και να προσαρμοστούν. Έτσι έζησε, έτσι δέχτηκε τα αναπάντεχα δώρα, και έτσι έφτασε στο απόγευμα της ζωής του, εκτεθειμένος πάντα στη μέση ενός δρόμου.

Γιατί επιλέξατε ως τίτλο το «Το σπίτι μόνο;» Τι συμβολίζει για εσάς το σπίτι;

Κάποια γενιά παιδιών έπαιζε ένα παιχνίδι κάποτε που έτρεχαν όλοι από δω κι από κει, κάποιος τους κυνηγούσε, και με το ξαφνικό παράγγελμα εκείνου που κατεύθυνε το παιχνίδι, τρέχανε όλοι να πιάσουν το σημείο που είχε οριστεί σαν ασφαλές, έναν τοίχο παραδείγματος χάριν, και έτσι ‘σωνόντουσαν’, ο κυνηγός δεν μπορούσε να τους κάνει τίποτα. Το παιχνίδι παίζεται μέχρι σήμερα, μόνο που τα τελευταία χρόνια, τα παιδιά μόλις αγγίξουν το σημείο του σωσμού μετά το παράγγελμα, ταυτόχρονα φωνάζουν δυνατά και τη λέξη ‘Σπίτι μου’! Σπίτι. Εστία θεά, προστάτιδα της οικογένειας. Λέγανε ότι εκείνη επινόησε το σχέδιο για το χτίσιμο του πρώτου σπιτιού. Ακόμα της απέδιδαν την έννοια της ενότητας γι αυτό και της είχαν αφιερώσει το κεντρικό μέρος του σπιτιού, εκεί που έκαιγε η φωτιά, εκεί που συγκεντρωνόντουσαν τα μέλη της οικογένειας και οι επισκέπτες, οι ικέτες και οι πρόσφυγες. Σπίτι. Εστία. Οικογένεια. Ασφάλεια. Κι ύστερα φεύγει η οικογένεια, σβήνει η εστία, και μένει το Σπίτι Μόνο και προσωποποιείται κι αρχίζει να θυμάται όπως δείχνει το παρακάτω απόσπασμα: «Δεν είναι σπίτι πλέον. Ούτε τα πουλιά δεν στέκονται. Μόνο οι χειμωνιάτικες υγρασίες απέμειναν, εγκαταστάθηκαν θριαμβευτικά, γιγαντώνουν τις σκιές στους τοίχους. Ανεπαίσθητες μουτζούρες ξεκίνησαν, τώρα θεριά ασυμμάζευτα. Τα προσκέφαλα των κρεβατιών, γκρίζα περιγράμματα από κάδρα και έπιπλα παλαιά, αποτυπώματα από βιαστικά δάχτυλα, σκληρά σημάδια στα πατώματα από πόδια τραπεζιών και στον αέρα αιωρούμενα ίχνη ανθρώπων που κάποτε υπήρξαν. Όλοι κι όλα, λείπουν. Ξέμεινε μια πολυθρόνα ψάθινη. Κουτσή. Μια κάποια παρηγορία αυτή η ανισόρροπη πολυθρόνα, μια συντροφιά. Τα φθινοπωρινά απογεύματα, το σπίτι βάζει κάποιον απ’ τους πρώην να κάθεται και να μιλάει για τις γιορτές και τις οικογενειακές χαρές και τις βεγγέρες άλλοτε, και ευχαριστιέται».

Βρίσκουμε στοιχεία της ζωής σας στην πλοκή του;

Ναι. Υπάρχουν αυτοβιογραφικά γεγονότα, όπως και μυθοπλασία. Η αφετηρία είναι ασαφής. Άλλοτε ένα αυτοβιογραφικό γεγονός γεννούσε και πρόσωπα φανταστικά, πράξεις και δράσεις, κι άλλοτε η μυθοπλασία ξεκλείδωνε με τρόπο μαγικό προσωπικές στιγμές. Σαν μικροί παραπόταμοι έμπαιναν ο ένας μέσα στον άλλον η αυτοβιογραφία και η μυθοπλασία, κι ύστερα χωριζόντουσαν για να ξαναμπλεχτούνε πάλι.

Πώς είναι να “σκηνοθετεί” ένας σκηνοθέτης τους ήρωές του μέσα στο πλαίσιο ενός βιβλίου; Πώς βιώσατε την εμπειρία της συγγραφής;

Κάθε μέρα και διαφορετικά, που λέει ο λόγος! Άλλοτε με χαρά που έφτανε στα όρια της ευδαιμονίας, κι άλλοτε στενάχωρα, με πολλή αγωνία και μεγάλη σύγχυση. Δεν ήξερα ποιο ήταν το σωστό και το λάθος, τι πρέπει να κάνω και τι να αποφύγω. Κι ύστερα γινόταν κάτι, μια μνήμη, μια επινόηση, και ξανάβρισκα την άκρη του κορδονιού. Ήταν συναρπαστική εμπειρία! Όσο για πώς ‘σκηνοθετούσα’ τους ήρωές μου, μη νομίζετε, ενώ υποτίθεται είχα και το μαχαίρι και το καρπούζι, πολλές φορές ήταν ανυπάκουοι, έπαιρναν λάθος αποφάσεις καταφεύγοντας σε ακραίες συμπεριφορές. Έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να το σκάσουν απ’ τις σελίδες, να γυρίσουν στην απόλυτη ελευθερία του αόρατου.

Τι θέλετε να “μείνει” στον αναγνώστη όταν τελειώσει το βιβλίο;

Μην αφήνουμε τα σπίτι μόνα. Ανοιχτά να μένουν, και οι άνθρωποί του μέσα, και μαζί και επισκέπτες και φίλοι και βεγγέρες και ομιλίες και διαφωνίες και σχέδια να καταστρώνονται και χαρές… Ενότητα. Η ανάγκη τού μαζί. Δεν υπάρχει χρόνος. Ας κλείσουμε τον τρόπο που μας θέλουνε να ζούμε, έξω απ’ την πόρτα. Όχι ο καθένας το δρόμο του και δεν με ενδιαφέρουν οι υπόλοιποι, όχι σκόρπιοι κουρασμένοι άνθρωποι, αδιάφοροι λυσσαλέοι καριερίστες κενού περιεχομένου… όχι ‘ακόμα ένα τούβλο στο τοίχο τους’!

Μελλοντικά σχέδια

Όσο αφορά το γράψιμο… σκόρπιες σελίδες από δω κι από κει… κάποιο υλικό ίσως που μαζεύεται… Όσο για την σκηνοθεσία, υπάρχουν έργα που σκέφτομαι και κουβεντιάζω, -σε ένα έχω αρχίσει ήδη πρόβες- και που θα δούμε πως και που θα κατασταλάξουνε…

Γεωργία Οικονόμου

[email protected]