Γιάννης Στάνκογλου- Χρήστος Στυλιανού: Αντιμέτωποι στις πύλες των Θηβών [συνέντευξη]

06.09.2016
Ετεοκλής και Πολυνείκης. Τα δύο αδέλφια της οικογένειας των Λαβδακιδών και γιοι του Οιδίποδα βρίσκονται ο ένας απέναντι στον άλλον στην έβδομη πύλη των Θηβών. Αυτή τους η σύγκρουση έγινε το θέμα της τραγωδίας του Αισχύλου «Επτά επί Θήβας» και γεμίζει το φετινό καλοκαίρι το ένα θέατρο μετά το άλλο.

Ο λόγος για την καλοκαιρινή παραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος σε μετάφραση του ποιητή Γιώργου Μπλάνα και σε σκηνοθεσία του διεθνούς φήμης Λιθουανού σκηνοθέτη Τσέζαρις Γκραουζίνις που αυτές τις ημέρες κάνει στάσεις στην Αττική, ενώ στις 12 Σεπτεμβρίου θα παρουσιαστεί και στο Ηρώδειο.
Εμείς μιλήσαμε με τους δύο πρωταγωνιστές του έργου, τον Γιάννη Στάνκογλου και τον Χρήστο Στυλιανού που μοιράζονται τους ρόλους του Ετεοκλή και του Πολυνείκη σε διπλή διανομή στην προσπάθειά μας να μάθουμε όσο το δυνατό περισσότερα για την παράσταση αυτή.

Τι σας συγκινεί ιδιαίτερα στο έργο αυτό του Αισχύλου;

Χρήστος Στυλιανού: Αυτό που με συγκινεί στους Επτά επί Θήβας είναι η αναζήτηση του τι είναι ηρωικό, η λεπτή ισορροπία μεταξύ της εξουσίας, της ευθύνης, αλλά και της αυτοθυσίας. Με άλλα λόγια η έννοια του "ήρωα" δεν είναι κάτι στέρεο και δεδομένο, αλλά επαναπροσδιορίζεται διαρκώς και αυτό αποκαλύπτει κάποιες "ανθρώπινες" πτυχές. Πίσω από τον ήρωα βρίσκεται ο άνθρωπος με τα λάθη και τις αδυναμίες του -τις συνέπειες των οποίων ωστόσο βιώνει όλη η πόλη- τις οποίες καλείται εντέλει να υπερβεί. Και για να το κάνει αυτό πρέπει να αποδεχτεί τη μοίρα του που θα τον οδηγήσει στο "μοναδικό κέρδος του ηττημένου": τον έντιμο θάνατο.

Ποιά θέματα πραγματεύεται το έργο;

Γιάννης Στάνκογλου: Είναι ένα έργο που φαντάζει πολεμικό,αλλά που στην ουσία του δεν είναι. Είναι περισσότερο ένα αντιπολεμικό έργο που πραγματεύεται τη γελοιότητα των ανθρώπων που οδεύουν σ΄ αυτό που ονομάζουμε πόλεμο και βία. Μιλά για τον διχασμό όχι μόνο ανάμεσα σ’ έναν λαό, αλλά ανάμεσα και σε δύο αδέλφια, μιλά για την αδελφοκτονία και την ίδια στιγμή θέτει ένα ηθικό δίδαγμα, το κοινό καλό.

Χρήστος Στυλιανού: Νομίζω πως πέραν της εμφύλιας διαμάχης και της διχόνοιας, του μίσους και του θυμού που μπορεί να οδηγούν τις πράξεις των ανθρώπων -με ολέθρια αποτελέσματα- κυρίαρχο ρόλο στο έργο διαδραματίζει ο φόβος. Με πολλές όψεις. Ο φόβος των πολλών, αλλά και του ενός. Για τον ερχομό του πολέμου, το άγνωστο, την απόφαση, τη δράση. Ο φόβος παραμένει μέχρι και το τέλος. Στη νέα τάξη που ανακοινώνεται από τον Κήρυκα ο Χορός θα διχαστεί εκ νέου, αφού φοβάται τις συνέπειες της άρνησής του -να αφήσει άταφο τον Πολυνείκη.

Τι νέο έδωσε έδωσε στη νέα μετάφραση του ο Γιώργος Μπλάνας και τι στη σκηνοθεσία ο Τσέζαρις Γκραουζίνις;

Γιάννης Στάνκογλου: Ο Μπλάνας έκανε μία πολύ όμορφή και πιστή μετάφραση, μία μετάφραση με αρκετή ποίηση και σύγχρονο λόγο. Ο Γκραουζίνις με τη σκηνοθεσία του έδωσε ένα ανέβασμα με ειλικρίνεια, ένα ανέβασμα κυριολεκτικά στην κόψη του ξυραφιού, χρησιμοποιώντας σε μια τραγωδία ακόμη και το χιούμορ.

Χρήστος Στυλιανού: Η μετάφραση αποτέλεσε πολύτιμο και βασικό εργαλείο -κατά δήλωση και του σκηνοθέτη μας- στη δημιουργία αυτής της παράστασης. Είναι μια σύγχρονη στην ουσία της μετάφραση και με αυτό εννοώ ότι αποδίδει την ποίηση του κειμένου, δημιουργεί αδρές και δυνατές εικόνες διατηρώντας παράλληλα ένα ζωντανό λόγο που ρέει. Κατ' αναλογία η σκηνοθεσία ακολουθεί αυτήν την ποιητικότητα αφού ο Τσέζαρις Γκραουζίνις αντιμετώπισε με ευαισθησία και τρυφερότητα αυτό το πολεμικό -για πολλούς- έργο. Προέβαλε την ανθρώπινη πλευρά και υπηρετώντας απολύτως το κείμενο δημιούργησε ένα σύμπαν το οποίο αποκαλύπτει ακριβώς το παράλογο και το ατελέσφορο του πολέμου και δη του εμφυλίου.


Πώς αισθάνεστε που ενσαρκώνετε δύο ρόλους σε διπλή διανομή και αυτόν του Πολυνείκη και αυτόν του Ετεοκλή; ΄Ηταν δύσκολο για εσάς;

Γιάννης Στάνκογλου: Αισθάνομαι πάρα πολύ όμορφα. Είναι η πρώτη φορά που μου συμβαίνει και απ΄ότι ξέρω δεν το έχουν κάνει πολλοί ηθοποιοί. Η διπλή αυτή διανομή έδωσε πολλά πράγματα στην παράσταση μας, όπως το να μπορώ να ακολουθώ και να παρακολουθώ τον χαρακτήρα που ενσαρκώνω μέσα από την ερμηνεία ενός άλλου, να τον καταλαβαίνω και να τον κρίνω. Σ΄αυτό βοήθησε βέβαια το γεγονός πως υπήρξε μεγάλος σεβασμός και πολύ καλή επικοινωνία με τον Χρήστο (Στυλιανού) σ' όλη τη διάρκεια των προβών. Μαζί έτσι ξεπεράσαμε υφάλους που ίσως στην αρχή έμοιαζαν λίγο δύσκολοι, αλλά τα καταφέραμε.

Χρήστος Στυλιανού: Καταρχάς ήταν μια πρωτόγνωρη και πολύτιμη εμπειρία. Στις πρόβες μπορούσα ταυτόχρονα να παρακολουθώ, αλλά και να δρω αφού βλέποντας τον Γιάννη (Στάνκογλου) μπορούσα να παρατηρήσω και τη δική μου πορεία, τα λάθη και τις παραλείψεις μου. Αυτό συνεχίζεται και στην πορεία των παραστάσεων και συνεχώς μου αποκαλύπτονται καινούρια πράγματα τόσο σε σχέση με τον Ετεοκλή όσο και για τον Πολυνείκη. Αυτή η εναλλαγή των ρόλων κρατάει πολύ ζωντανή τη σχέση μας με τον Γιάννη, αλλά και με το κείμενο. Κάθε παράσταση είναι σαν να είναι η πρώτη παράσταση. Αυτή ίσως είναι μια δυσκολία υπό την έννοια του ότι η επανάληψη για εμάς δεν ισχύει απολύτως. Σε κάθε παράσταση ο καθένας καλείται να κάνει κάτι άλλο από την προηγούμενη κάτι που είναι ταυτόχρονα άγριο και όμορφο μαζί.

Με ποιον από τους δύο ήρωες ταυτίζεστε περισσότερο;

Χρήστος Στυλιανού: Θα έλεγα και με τους δύο, αφού νομίζω πως πρόκειται για δύο όψεις του ιδίου νομίσματος. Η εναλλαγή λοιπόν, εξυπηρετεί και υπογραμμίζει εντέλει και αυτό. Το ότι τα δύο αδέρφια ουσιαστικά συμπληρώνουν το ένα το άλλο και μόνο με την ένωσή τους θα κλείσει ο κύκλος και "θα βαδίσουν στο θάνατο μαζί".

Γιάννης Στάνκογλου: Είναι σχεδόν το ίδιο για μένα, είναι σαν να είμαι ο Ετεοκλής και τα δύο πρόσωπα, ο Πολυνείκης και τα δύο πρόσωπα. Συμπαθώ και μισώ και τους δύο ταυτόχρονα, τους αγαπώ και τους κατανοώ μαζί…


Πού πιστεύετε ότι οφείλει την επιτυχία της η παράσταση; Τι νιώθετε πως συγκινεί περισσότερο το κοινό;

Γιάννης Στάνκογλου: Πιστεύω πως είναι ο ίδιος ο λόγος που ακούεται καθαρά από όλους τους ηθοποιούς και τον χορό. Ο λόγος του Αισχύλου και η μετάφραση του Μπλάνα έχει μια ειλικρίνεια μέσα του, υπάρχει μία αλήθεια μέσα στα πράγματα. Υπάρχουν φράσεις μέσα στη μετάφραση που αγγίζουν το σήμερα και αποτελούν γροθιά στο στομάχι για τους θεατές. Παράλληλα, ο Γκραουζένις έχει καταφέρει να ταυτίζεται ο κόσμος με τους ήρωες και να παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα την παράσταση.

Χρήστος Στυλιανού: Πάνω από όλα είναι μια ειλικρινής παράσταση. Αυτό πιστεύω πως εισπράττει το κοινό, αυτό είναι και για μας η δύναμη και ο κινητήριος άξονας, αυτό που μας κρατάει σε ζωντανή σχέση με αυτό που κάνουμε. Και την "ευθύνη" την έχει ο Τσέζαρις! Διότι άφησε τον καθένα από μας να συμμετέχει δημιουργικά στο χτίσιμο αυτής της παράστασης και να νιώθει σε ένα βαθμό συνδημιουργός. Δημιούργησε έτσι τις προϋποθέσεις να μεταφερθούν στο κοινό ο λόγος και οι εικόνες με ένα ποιητικό τρόπο που το αγγίζει και το καθηλώνει.

%PHOTO4%

Πού αγγίζει η παράσταση το σήμερα;

Γιάννης Στάνκογλου: Νομίζω ότι όλα τα κλασικά έργα από τους αρχαίους Ελληνες ποιητές μας, τον Σοφοκλη, τον Αισχύλο, τον Ευριπίδη έως και τους κλασικούς, όπως τον Σέξπιρ, τον Μολιέρο και άλλους, αγγίζουν κάθε εποχή. Αυτά τα πολύ σοβαρά θέματα που καταπιάνονται είναι πάντα μακροχρόνια και βαθιά μέσα στην καθημερινότητα μας.

Χρήστος Στυλιανού: Τα πρόσφατα γεγονότα στην Τουρκία με την απόφαση να μην κηδευτούν οι πραξικοπηματίες, ο εχθρός που όλοι νομίζουμε πως βρίσκεται εκτός των τειχών, η αλαζονεία της εξουσίας, ο θυμός και η οργή που οδηγούν τις πράξεις μας, η ανάγκη των ανθρώπων να ακολουθούν κάποιον ή κάποιες ιδέες. Νομίζω πως τελικά οι "Επτά επί Θήβας" αγγίζουν το σήμερα σε τραγικά μεγάλο βαθμό, εν πάση περιπτώσει πολύ περισσότερο από ότι φαινόταν στην αρχή.

Συνέντευξη: Γεωργία Οικονόμου
[email protected]