Δημήτρης Μυλωνάς: Οι Τρεις αδελφές, τα χαμένα όνειρα και η ματαίωση [συνέντευξη]

20.10.2016
Μετά την επιτυχημένη παράσταση «Τσέχωφ», που παρουσίασε στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, συνεχίζει τη μελέτη έργων του Άντον Πάβλοβιτς Τσέχωφ και ανεβάζει τις «Τρεις Αδελφές» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μυλωνά. Η παράσταση θα παρουσιάζεται κάθε Δευτέρα και Τρίτη στο ανανεωμένο Θέατρο ΤempusVerum Εν Αθήναις από τη Δευτέρα 7 Νοεμβρίου μέχρι την Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2017.

Εμείς μιλήσαμε με τον Δημήτρη Μυλωνά για την προσέγγισή του αυτή....

Μετά την παράσταση Τσέχωφ καταπιάνεστε με τις Τρεις Αδελφές. Για ποιο λόγο; Τι είναι αυτό που σας γοητεύει στον Ρώσο συγγραφέα;

«Οι Τρεις αδελφές» είναι ένα έργο νεανικό, ένα έργο που σχεδόν όλοι οι χαρακτήρες είναι άνθρωποι νέοι που ελπίζουν, ονειρεύονται, προσδοκούν. Εστιάζοντας για αρχή στις τρεις κεντρικές ηρωίδες και τον αδελφό τους Αντρέι, καταλαβαίνουμε ότι έχουν μεγαλώσει σε ένα πειθαρχημένο κι ασφυκτικό πλαίσιο που υπακούει στις επιταγές του πατέρα. Συνταγματάρχης ο ίδιος, αντιμετωπίζει τα παιδία του με την αυστηρότητα του στρατού επιβλέποντας κάθε τους κίνηση. Κι όσο κι αν ο κόσμος δίπλα τους προχωράει με γοργούς ρυθμούς, αυτή η οικογένεια βρίσκεται σε πλήρη έλεγχο και σχεδόν έγκλειστη στα προάστια μίας επαρχιακής πόλης. Ο πατέρας όμως πεθαίνει, κι ένα χρόνο ακριβώς μετά τον θάνατό του, ημερομηνία που συμπίπτει με τα γενέθλια της μικρότερης εκ των τριών αδελφών Ιρίνα, θα είναι το σημείο έναρξης του έργου. Καθόλου τυχαία απόφαση του Τσέχωφ και για έμενα ορόσημο της δικής μας ανάγνωσης: o θάνατος του πατέρα διαρρηγνύει την πρότερη τάξη πραγμάτων, ο κόσμος γυρίζει ανάποδα και ανοίγει για τα καλά η «τάπα» που μέχρι τότε κράταγε σφραγισμένες επιθυμίες και πάθη. Τα πρόσωπα του έργου έρχονται για πρώτη ίσως φορά σε επαφή με την αλήθεια τους και συνειδητοποιούν ότι για τόσο καιρό ζούσαν σε μια γυάλα, σε ένα περιβάλλον που τώρα συγκρούεται με την πραγματικότητα. Απότομη προσγείωση που κάθε ήρωας προσπαθεί να τη διαχειριστεί με διαφορετικά αποτελέσματα.

O Τσέχωφ ανήκει στους μεγάλους κλασικούς του παγκόσμιου θεάτρου. Κάθε καλλιτέχνης κάποια στιγμή, και σίγουρα όχι μία μόνο φορά, πρέπει να αναμετρηθεί, ακόμα και να συγκρουστεί, να ψάξει τη δική του γλώσσα σε σχέση με αυτά τα κείμενα. Εκείνο που πραγματικά με γοητεύει στον Τσέχωφ και θεωρώ ότι τον κάνει μοναδικό είναι ότι χάριν της ιατρικής τους ιδιότητας καταγράφει με «χειρουργική» λεπτομέρεια τις συμπεριφορές των ηρώων του, όχι όμως με αποστειρωμένη ματιά, αλλά με βαθιά κατανόηση και συμπόνια. Δεν επιδιώκει ούτε να κρίνει, να τους διακρίνει σε καλούς και κακούς ούτε να συνθέσει κραυγαλέα ιδιαίτερους ήρωες αλλά μας παρουσιάζει συνηθισμένους ανθρώπους με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Στο έργο του δεν θα βρει κανείς την καταιγιστική δράση των «μεγάλων» παθών αλλά εκείνη της καθημερινότητας η οποία αποτυπώνεται με επιστημονική λεπτομέρεια και βαθιά αγάπη για τους πρωταγωνιστές της.

Είστε ένας σκηνοθέτης πολυπράγμων, που έχετε κάνει αισθητή την παρουσίας σας στα θεατρικά δρώμενα της Αθήνας. Πώς επιλέγετε τις δουλειές σας και τι είναι αυτό που σας κεντρίζει, ώστε να ασχοληθείτε μαζί τους;

Ο συνδυασμός ενός ενδιαφέροντος έργου και μίας καλής, ανοιχτής και δημιουργικής συνεργασίας τόσο με το θίασο όσο και με τους υπόλοιπους συντελεστές είναι τα βασικά στοιχεία που αναζητώ στην κάθε δουλειά. Το θέατρο είναι ένα οικοδόμημα με πολλά επίπεδα όπου κάθε του «κολώνα» προβάλει εξίσου σημαντική κι απαραίτητη για να είναι σταθερό, λειτουργικό κι όμορφο.

Ας επιστρέψουμε στις Τρεις Αδελφές. Τι είναι αυτό που κάνει τον Τσέχωφ τόσο αγαπητό στην Ελλάδα; Το ελληνικό κοινό πώς μπορεί να ταυτιστεί με τα έργα του και πιο συγκεκριμένα με τις Τρεις Αδελφές, που ετοιμάζετε αυτή την περίοδο;

Οι ήρωες του Τσέχωφ μας είναι οικείοι: ερωτεύονται, πονάνε, δακρύζουν, θυμώνουν, μιλάνε για το συναίσθημα τους, το εκδηλώνουν, θα μπορούσε να πει κανείς ότι μας είναι πιο κοντά ως συμπεριφορά και κουλτούρα από τους ήρωες για παράδειγμα του Μπέκετ ή του Μύλλερ. Σπουδαίοι επίσης συγγραφείς οι οποίοι όμως αποτυπώνουν αντίστοιχα με τον Τσέχωφ θέματα με έναν τρόπο που σε σχέση με το εγχώριο ταπεραμέντο, έχει μία απόσταση και μία-ας μου επιτραπεί η έκφραση, «εκλογίκευση» του ανθρώπινου ψυχισμού. Πέραν όμως γενικά της οικειότητας που νιώθουμε με τους ήρωες του Τσέχωφ, «Οι Τρεις αδελφές» έρχονται να μας αγγίξουν κι αλλού: ένα έργο για τα χαμένα όνειρα, για τη ματαίωση που διαδέχεται την προσδοκία είναι (τραγικά) επίκαιρο και καίριο για μία χώρα κι έναν λαό που ήλπισε με πάθος, αλλά προσγειώθηκε ατάκτως σε μία σκληρή πραγματικότητα.

Το υλικό που μας στείλατε, φωτογραφικό και τρέιλερ, μας κέντρισε πολύ. Βλέπουμε μία διαφορετική ανάγνωση. Μιλήστε μας λίγο για το δικό σας ανέβασμα του έργου.

Η προσέγγισή μου στις «Τρεις αδελφές» αφετηρία έχει τον πατέρα και ό,τι εκείνος, ακόμα κι απών, ενεργοποιεί. Οι ήρωες του έργου, τόσο οι τις τρεις αδελφές όσο και σε συνάρτηση τους όλοι οι υπόλοιποι, έχουν στιγματιστεί από αυτήν την αυστηρή πατριαρχική φιγούρα. Ένα χρόνο μετά τον θάνατό του θα προσπαθήσουν να ξαναπιάσουν τη ζωή στα χέρια τους, να αποκρυπτογραφήσουν τη δική τους επιθυμία κι όχι όσα εκείνος τους επέβαλε, τολμάνε να μιλήσουν ανοιχτά για αυτό που τους συμβαίνει, κάποιοι βρίσκουν τον εαυτό τους ενώ άλλοι χάνονται. Σε αυτήν τη διαδρομή, προσπάθειά μας είναι να ανιχνεύσουμε τρόπους απόδοσης και συμπεριφορές που να συνομιλούν με το σήμερα, επουδενί με διάθεση μίας φορεμένης από το σπίτι «μοντέρνας» ματιάς αλλά μέσα απ’ όσα γεννά η πρόβα κι επαληθεύονται, βάσει του έργου, επί σκηνής.

Σας αρέσει να δουλεύετε κατά κύριο λόγο με ηθοποιούς της νεότερης γενιάς. Ποιος είναι ο λόγος; Πιστεύετε ότι ανάμεσα σ΄ αυτά τα παιδιά έχουμε τους αυριανούς πρωταγωνιστές;

Όπως είπα και προηγουμένως, μου αρέσουν οι ωραίες συνεργασίες. Και είμαι πραγματικά ευτυχής γιατί αυτήν την περίοδο έχω την τύχη να δουλεύω και με ηθοποιούς της παλιότερης γενιάς, τη Λήδα Πρωτοψάλτη και τον Σταύρο Ζαλμά για το έργο «Το ψωμί της Νινευί» των Αντώνη και Κωνσταντίνου Κούφαλη που θα παιχτεί στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, αλλά και με νεώτερους όπως ο θίασος για τις «Τρεις αδελφές». Το να βρίσκεσαι σε μία πρόβα που κατακλύζεται από την ορμή και το πάθος της νιότης είναι μεγάλη χαρά αλλά κυρίως δίνει στη διαδικασία μία δυναμική που για μας τους μεγαλύτερους καμιά φορά λησμονιέται. Πάνω σε αυτήν λοιπόν τη βάση, επιθυμία μου είναι αυτή η διαδρομή που ξεκίνησε με τις «Τρεις αδελφές» να μην λήξει με τη συγκεκριμένη παράσταση αλλά να δημιουργηθεί ο πυρήνας μίας ομάδας συμπεριλαμβανομένων και των υπόλοιπων συντελεστών, που να συνεχίσουμε ενωμένοι, με κοινή μέθοδο και κώδικα και σε επόμενες δουλειές. Πιστεύω στο ανσάμπλ ως ένα πεδίο συνεργασίας που μπορεί να διαμορφώσει τους αυριανούς πρωταγωνιστές και στόχο έχει όχι μόνο να παρουσιάσει παραστάσεις αλλά και να προτείνει τη δική του καλλιτεχνική γλώσσα στα πράγματα με διάρκεια, εύχομαι, στο χρόνο.