Αλέξης Στάματης: «Οι παλιές μας ουλές είναι η περιουσία μας» [συνέντευξη]

21.11.2016
Ο «Έβδομος Ελέφαντας» του Αλέξη Σταμάτη δημοσιεύτηκε το 1998 και γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Είναι η πρώτη του πεζογραφική απόπειρα μετά από τρεις ποιητικές συλλογές. Τώρα επανακυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Στο βιβλίο ένας άντρας εγκαταλείπει την πόλη. Αφήνει πίσω του μια ζωή γεμάτη οινόπνευμα κι αποτυχημένες σχέσεις. Με τη Σέρκοβα και τις αναμνήσεις του υπό μάλης καταφεύγει σ’ ένα κυκλαδίτικο νησί. Μια γνωριμία και το ένστικτο της ζωής ενεργοποιεί ξανά το λεξιλόγιο του έρωτα. Η «απούσα αληθινή ζωή» αχνοφαίνεται και πάλι πίσω από τον παραμορφωτικό καθρέφτη. Ωστόσο η διψομανία είναι ένας αεικίνητος, ευφυέστατος αντίπαλος που δεν κάνει διακρίσεις. Ο έρωτας τον παρασύρει σε τόπους που επιδρούν στον ψυχισμό του ολοένα και πιο βίαια: από την Πάρο και το Μόναχο ως το Λονδίνο κι ένα ορεινό χωριό στην Κεντρική Ελλάδα. Το παιχνίδι σκληραίνει, κι όσο πιο ανελέητο γίνεται τόσο περισσότερο αποδεικνύεται πως η μεγαλύτερη μαγεία είναι η ίδια η πραγματικότητα..

Εμείς μιλήσαμε με τον Αλέξη Σταμάτη για το βιβλίο αυτό και όχι μόνο...

Πώς είναι για έναν συγγραφέα να ξανακοιτάζει ένα βιβλίο του, που έχει εκδοθεί πολλά χρόνια πριν;

Δεν πιστεύω ότι τα βιβλία κάνουν κάποιο κύκλο. Εάν θα αποτολμούσα μια ανάλογη γεωμετρική παρομοίωση, όπως έχω ξαναπεί, θα επαναλάμβανα ότι λειτουργούν περισσότερο ως μια σπείρα. Η σπείρα παράγεται απο τον στροβιλισμό ενός κύκλου γύρω από μια ευθεία. Έτσι και στη ζωή, έχοντας δεδομένη τη μοιραίως περιορισμένη ευθεία της διαδρομή, προσπαθούμε να την κυκλώσουμε με όλους τους τρόπους για να μας είναι πιο υποφερτή. Ενας τρόπος είναι και οι επέτειοι: στο βιβλίο μου «Ο Έβδομος Ελέφαντας» (Εκδόσεις Καστανιώτη) μιλάω αρκετά για μια προσωπική μου περιπέτεια με το αλκοόλ που πλέον κλείνει είκοσι χρόνια από τότε που τελείωσε. Παρεμπιπτόντως, το βιβλίο είχε από καιρό εξαντληθεί από τον προηγούμενο εκδότη του και πάμπολλοι αναγνώστες μου το ζητούσαν και δεν μπορούσαν να το βρουν πουθενά. Μου φάνηκε λοιπόν ως μια καλή στιγμή να ρίξω μια ματιά λίγο πίσω για να ξαναδώ ποιος ήμουν, πού ήμουν, αλλα το πώς έγραφα όταν γα πρώτη φορά ασχολήθηκα με τον πεζό λόγο. Και πραγματικά διαπίστωσα πως το βιβλίο δεν ήταν εκείνο το «παλιό» που νόμιζα, αλλα ένα κείμενο πολύ πιο κοντά σε μένα, το οποίο, παρόλο που το τραύμα ήταν νωπό τότε, το αντιμετώπιζα από μια απόσταση, και με κανένα μελό στοιχείο, έτσι ως οφείλει να κάνει η λογοτεχνία.

Αν αποφασίζατε να γράψετε σήμερα ένα μυθιστόρημα που έχει αναφορές στον αλκοολισμό, θα ήταν ένα παρόμοιο βιβλίο ή κάτι εντελώς διαφορετικό;

Νομίζω πως τεχνικά θα ήταν διαφορετικό, θα είχε άλλη δομή, θα ήταν πιο «γυμνό». Με τα χρόνια πετάει κανείς πράγματα από πάνω του και απομένουν μονάχα τα αναγκαία.

Σας προσέγγισαν αναγνώστες, όταν διάβασαν το βιβλίο, που πέρασαν μέσα από αυτή την ίδια κόλαση;

Τότε δεν υπήρχαν social media και είχα απλώς λάβει μερικά (πολύ συγκινητικά) γράμματα. Συν τοις άλλοις κάνεις δεν γνώριζε ότι εγώ ήμουν ο πρωταγωνιστής αυτής της ιστορίας. Το 2011, όταν έκανα την εκπομπή «Πρωταγωνιστές» με τον Σταύρο Θεοδωράκη όπου μίλησα ανοιχτά για το θέμα που και τότε ήταν σχετικά «παλιό» (είχαν περασει ήδη 16 χρόνια από την απεξάρτησή μου). Το ζήτημα πήρε μεγάλη δημοσιότητα και είχα παρά πολλές περιπτώσεις ανθρώπων που μου μίλησαν είτε γα μια παρόμοια εμπειρία είτε (κυρίως) για την ιδία την εμπειρία (τον αλκοολισμό) που περνούσαν εκείνη την περίοδο. Κάτι ανάλογο έγινε και πάλι με την επανακυκλοφορία του «Έβδομου Ελέφαντα» και την πρόσφατη παρουσίαση που κάναμε στον Ιανό Αθήνας με τον δήμαρχο Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουταρη και την Σιμώνη Ξανθογιώργου (πρόεδρο της ΜΚΟ «Νηφάλιοι - στην υγεία μας»). Εγώ δεν είμαι ειδικός. Για τον μονό που μπορώ να μιλήσω είναι για τον εαυτό μου. Οπότε σε όσους με πλησιάζουν δίνω κυρίως τις δύο μονές συμβουλές που μπορεί να δώσει κάποιος οι όποιες είναι απολυτά αποδεκτές ιατρικά. ΑΠΟΔΟΧΗ και ΑΠΕΥΘΥΝΣΗ ΣΕ ΕΙΔΙΚΟΥΣ.


Η εξομολόγηση είναι μία μορφή λύτρωσης;

Δεν μου αρέσει ιδιαίτερα λέξη λύτρωση. Πιστεύω ότι η περιπέτεια αυτή είναι και ήταν μια πορεία. Ο τρόπος της αντιμετώπισης είναι που σε καθορίζει, που με καθόρισε. Όταν έκοψα το ποτό, δεν το έκοψα για να λυτρωθώ. Το έκοψα επειδή ένιωσα έτσι, επειδή είχε έρθει η ώρα του, επειδή η σκέψη είχε ωριμάσει μέσα μου απολύτως. Όσο για την προφορική εξομολόγηση, όταν την έκανα, ο στόχος ήταν να βοηθηθούν κάποιοι άνθρωποι με παρόμοια θέματα. Να ανοίξει μια συζήτηση. Ωστόσο η ιστορία καθενός με την εξάρτηση ή την αρρώστια είτε με οποιαδήποτε πάθηση είναι προσωπική.


Πώς αντιμετωπίσατε σαν συγγραφέας τον ήρωα του βιβλίου σας, μια και υπάρχουν πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία;

Η ιδέα για το βιβλίο μου ήρθε τέλη καλοκαιριού του 1996, καθώς καθόμουν στο κατάστρωμα ενός πλοίου που με πήγαινε στην Πάρο. Περνούσα αυτήν την πολύ ιδιαίτερη περίοδο της ζωής μου, και με τα βλέμμα χαμένο στη θάλασσα, σκεφτόμουν, αναπολούσα, συνειδητοποιούσα όσα κατακλυσμιαία είχαν συμβεί το τελευταίο διάστημα. Μια ποιητική εικόνα μου ήρθε στο νου. Θα λεγες τρισδιάστατη. Μια σύλληψη «συνολική» κάτι που θα μπορούσε να εξελιχτεί σε ένα ποίημα μεγάλων διαστάσεων. Το «ποίημα» όμως αυτό, «άπλωσε» και «έπαθε» πλοκή. Μόλις πριν από κάποιους μήνες και συγκεκριμένα στις 10 Απριλίου του 1996 είχα κόψει τα πότο ύστερα από δέκα χρόνια βαρέως αλκοολισμού που παραλίγο να με οδηγήσει στο τέλος. Οι γιατροί μου έδιναν 2% πιθανότητες επιβίωσης εάν έπινα έστω και μια σταγόνα και εγώ συνέχιζα ακάθεκτος. Η εκδίκηση του Βάκχου ήταν άγρια. Κι όμως, έτσι απότομα, έτσι όπως γυρνάνε ανάποδα τα ρολόγια και τα αίματα, εκείνη την σημαδιακή μερα, η ζωή μου άλλαξε άρδην. Με την περιπέτεια της ζωής τόσο νωπή, η περιπέτεια της συγγραφής είχε μια αυθεντικότητα και ένα εξομολογητικό στοιχείο. Παρόλα αυτά, ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο, αναγνωρίζω πως ακόμη και λίγους μήνες μετά από έναν τέτοιο ψυχικό κραδασμό, μια τόσο σημαντικη αναδιάταξη των τεκτονικών πλακών του είναι, υπάρχει μια απόσχιση, μια απόσταση από το «δράμα», που πιθανόν να ήταν και αυτή που να με βοήθησε κι εμένα να δω τα πράγματα αλλιώς και να ανοίξω τη ζωή και τη ψύχη μου, ώστε να ζήσω πια ως εγώ. Το κείμενο παραμένει αυτούσιο χωρίς να αλλάξει ούτε ένα κόμμα. Έξαλλου τις παλιές μας φωτογραφίες δεν τις ρετουσάρουμε. Και οι παλιές μας ουλές είναι η περιουσία μας.