Θα σε δω στην πρεμιέρα: Oι πρωταγωνιστές μας διηγούνται απρόοπτα περιστατικά από τις πρεμιέρες τους!

09.12.2016
Η ανατρεπτική κωμωδία του Δημήτρη Αλεξίου «Θα σε δω στην πρεμιέρα» που κέρδισε το βραβείο του κειμένου στον διαγωνισμό «Ελληνικά Κείμενα 2016» παρουσιάζεται στο θέατρο Coronet. Εννέα νέοι και ταλαντούχοι ηθοποιοί ξετυλίγουν επί σκηνής μία ξεκαρδιστική κωμωδία που μιλάει για το θέατρο μέσα στο θέατρο.

Εμείς ζητήσαμε από τους ηθοποιούς της παράστασης να μας στείλουν ένα κείμενο από ένα πραγματικό κωμικό γεγονός που συνέβη κάποτε σε κάποια πρεμιέρα τους και ιδού οι ανατρεπτικές τους απαντήσεις!

Δημήτρης Αλεξίου: Πραγματικά η πιο αστεία ιστορία πρεμιέρας ήταν το πώς ανέβηκε αυτό το έργο («Θα σε δω στην πρεμιέρα») το περασμένο καλοκαίρι στη Σκύρο από την θεατρική ομάδα του Δήμου. Το υπαίθριο θέατρο του Δήμου στήνεται κάθε καλοκαίρι στην αυλή του δημοτικού σχολείου αφού βέβαια κλείσουν τα σχολεία για διακοπές στο τέλος Ιουνίου. Η πρεμιέρα ήταν προγραμματισμένη για τις 16 Ιουλίου αλλά λόγω άλλων προγραμματισμένων εκδηλώσεων το θέατρο δεν είχε καταφέρει να στηθεί (κερκίδες – σκηνή – φώτα) μέχρι τρεις μέρες πριν την πρεμιέρα. Δύο μέρες πριν φτιάχναμε ακόμα σκηνικά. Στην πρόβα τζενεράλε φτιάχναμε και στήναμε τα φώτα. Και την ημέρα της πρεμιέρας έγινε το πραξικόπημα στην Τουρκία, όλα τα μέλη των ενόπλων δυνάμεων τέθηκαν σε επιφυλακή και χάσαμε τρία μέλη του θιάσου που υπηρετούσαν στην Αεροπορία. Μέχρι το μεσημέρι που τελικά τελείωσε η επιφυλακή δεν ξέραμε αν θα γινόταν η πρεμιέρα το ίδιο βράδυ αν και εγώ χαμογελούσα γιατί μου δινόταν η εντύπωση ότι όλα γίνονταν όπως ακριβώς τα έγραψα. Τελικά η πρεμιέρα έγινε με τεράστια επιτυχία σε ένα θέατρο με πληρότητα 150%, με εξτρά καρέκλες και όρθιους θεατές. Όσο χειρότερα φαίνεται πάνε τα πράγματα στις πρόβες τόσο καλύτερη θα βγει η πρεμιέρα.

Γιώργος Μπεκρής: Πριν από περίπου δεκαπέντε χρόνια κάναμε πρεμιέρα στο ιστορικό έργο «Μαντώ Μαυρογένους». Η σκηνή άνοιγε με τη λαϊκή Εθνοσυνέλευση όπου παρίσταντο ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, οι Φιλικοί και άλλοι. Τη στιγμή που άνοιγε η αυλαία ο ηθοποιός που έπαιζε τον Παλαιών Πατρών Γερμανό συνειδητοποιεί ότι δε φορούσε το καλλυμαύχι του – το οποίο σημειωτέον ήταν από αυτά με την πάρα πολύ μακριά ουρά, κοντά δύο μέτρα. Φωνάζει σε κάποιον από τους έξω: «Μαλάκα, το καλυμμαύχι μου !». Αυτή ήταν και η πρώτη ατάκα του έργου γιατί η αυλαία είχε ήδη ανοίξει. Ο συνάδελφος πετάει στη σκηνή από την άλλη άκρη της κουίντας το μαύρο καλυμμαύχι με την τεράστια ουρά και το κοινό είδε ένα ιπτάμενο αντικείμενο να ανεμίζει σαν τον Μπάτμαν και να διασχίζει πετώντας τη σκηνή. Ο ηθοποιός στα παρασκήνια ήταν έτοιμος να πετάξει και το εγκόλπιο (το βαρύ μενταγιόν που φορούν οι ιερείς) αλλά ο Παλαιών Πατρών Γερμανός τον πρόλαβε μη και σκοτωθεί κανένας από το βαρύ αντικείμενο με τη δεύτερη ατάκα του έργου: «Όχι αυτό ρε!».

Γιώργος Καραμπίνης: Το 2007 κάναμε πρεμιέρα στο έργο του Σβαρτς «Ο δράκος». Έπαιζα το φρουρό και φορούσα στολή νοικιασμένη από βεστιάριο. Με το που πρωτοβγήκα στη σκηνή και κάθισα σε καρέκλα, άκουσα ένα κρατς και συνειδητοποίησα ότι το παντελόνι σκίστηκε. Σε κάθε μου κίνηση κατά τη διάρκεια της παράστασης άκουγα καινούργια σκισίματα σε άλλα σημεία του παντελονιού. Κάθε φορά που έβγαινα από τη σκηνή έβαζα παραμάνες. Μέχρι το τέλος του έργου φορούσα πάνω μου περισσότερες παραμάνες απ’ ότι παντελόνι. Εννοείται ότι έφτιαξα καινούργιο παντελόνι για τις επόμενες παραστάσεις. Το παλιό έπεσε στη μάχη της πρεμιέρας.

Κωνσταντίνος Ραβνιωτόπουλος: Έπαιζα κάποτε με έναν πολύ γνωστό πρωταγωνιστή (ξέρω ότι καίγεστε να μάθετε το όνομα αλλά δεν το λέω) που την δεκαετία του 90 ήταν πολύ μεγάλο όνομα. Φοβερά ταλαντούχος, αλλά είχε ένα κακό... το έτσουζε πολύ. Η πρεμιέρα κόντευε και το έργο δεν είχε περαστεί ποτέ ολόκληρο. Έτσι ο σκηνοθέτης αποφάσισε μαζί με όλους τους υπόλοιπους να του πει ότι η πρεμιέρα είναι μια μέρα νωρίτερα για να έρθει χωρίς να έχει πιει έστω και σε μία γενική πρόβα. Έτσι και έγινε. Η «πρεμιέρα» έγινε, αυτός εξαιρετικός, μόνο που στενοχωρήθηκε που δεν είχε κόσμο. Τελικά του είπαμε την αλήθεια και την επόμενη μέρα στην κανονική πια πρεμιέρα σκίσαμε!

Τατιάνα Μελίδου: Έχουμε πρεμιέρα και στο καμαρίνι μας έχουν φτάσει δύο ανθοσυνθέσεις τις οποίες για να μην πιάνουν χώρο στον πάγκο ετοιμασίας και να μην κρύβουν τον καθρέφτη έχουμε ακουμπήσει στο πάτωμα σε μία άκρη. Σε μία γρήγορη αλλαγή προσπαθώντας να επιστρέψω γρήγορα στη σκηνή πατάω την χαμηλή ανθοσύνθεση και το τακούνι μου χώνεται μέσα σε αυτό το πράσινο σκληρό σφουγγαράκι που βάζουν για να στερεώνουν τα λουλούδια και το παπούτσι μένει πίσω. Έτρεχα στα παρασκήνια σαν τη Σταχτοπούτα με το ένα παπούτσι στο χέρι και ίσα που πρόλαβα να το φορέσω πριν βγω στη σκηνή.

Πολυτίμη-Αλεξάνδρα Καλομοίρη:Πριν δυο χρόνια στην κωμική παράσταση MoulinBlues και ενώ βρίσκομαι πάνω στη σκηνή με έναν πολύ καλό συνάδελφο, γνωστό για το πηγαίο χιούμορ του, ξαφνικά και για αρκετή ώρα, μείναμε στήλες άλατος, σιωπηλοί και αγριεμένοι κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο, χωρίς να μιλάμε και με την αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπα μας. Όταν ολοκληρώθηκε η παράσταση διαπιστώσαμε ότι αυτό είχε συμβεί, γιατί πολύ απλά ξεχάσαμε ταυτόχρονα τα λόγια μας, το λεγόμενο «σεντόνι» των ηθοποιών και ότι ο ένας περίμενε τον άλλο να μιλήσει για να πάμε παρακάτω. Οι αντιδράσεις μας προκάλεσαν τόση ευθυμία στο κοινό που ξέσπασε σε γέλια και χειροκροτήματα, τα οποία τελικά μας βοήθησαν και συνεχίσαμε τελείως φυσιολογικά τη σκηνή μας.

Ναταλί Τσάβεζ: Νόμιζα πως είχε έρθει το τότε αγόρι μου και τον κοίταζα με νόημα από σκηνής, αλλά τελικά συνειδητοποίησα ότι ήταν ένας άγνωστος που του έμοιαζε και μάλιστα συνοδευόταν. Έπαθα 2λεπτο «σεντόνι» που σε μένα φάνηκε αιώνας κατά τον οποίο είδα όλη τη σκηνή: να φεύγω κλαίγοντας, να γελάει το κοινό, να πέφτουν οι τίτλοι τέλους της θεατρικής μου καριέρας ενώ οι θεατές απλά νόμιζαν πως επρόκειτο για τσεχωφική παύση. Τέλος επειδή έπαιζα σε χώρο μπαρ το κοινό έφτανε πολύ κοντά μου. Ε, στην πιο μπροστινή θέση ήταν μια κυρία που άμα τη εμφανίσει μου έλιωσε στο γέλιο, έλα όμως που το έργο ήταν δράμα. Τι να την κοιτάω βλοσυρά,-μια και το σήκωνε και ο ρόλος-τι να της απευθύνω ό,τι πιο κοντά σε βρισιά είχε το κείμενο.. Ακάθεκτη η κυρία. Στο τέλος έμαθα ότι είχε κάποιο νοητικό πρόβλημα και αισθάνθηκα και άσχημα από πάνω. Όλα τα παραπάνω συνέβησαν σε πρεμιέρα, μονόλογο και μάλιστα στην πρώτη μου θεατρική εμφάνιση ever. Το θέατρο με υποδέχτηκε ως φαίνεται με το δεξί..

Μάρκος Παπαδόπουλος: Στην πρεμιέρα του έργου «Δάφνες και Πικροδάφνες» που αναφερόταν σε τέσσερις άντρες , κομματάρχες και πολιτικούς παράγοντες που είχαν έντονη πολιτική συζήτηση μεταξύ τους, υπήρχε μία ατάκα στο κείμενο που έλεγε: «Και με πιάνει δακρύων ο Μητσόπουλος, δακρύων ποιος (;) ο Μητσόπουλος και τι μου λέει;» Εκείνη τη στιγμή αρχίζει να χτυπάει το κινητό κάποιου θεατή από το κοινό – που ατυχώς δεν το είχε απενεργοποιήσει- με ringtoneτο «Γλύκα, γλύκα, γλυκιά μου». Οι υπόλοιποι βάλαμε τα γέλια πάνω στη σκηνή μέχρι να προλάβει ο θεατής να κλείσει το τηλέφωνό του, αλλά ο ηθοποιός που μιλούσε δεν παρασύρθηκε. Δήλωσε: « Όχι , όχι δε θα με αποκαλούσε ποτέ γλυκιά μου ο Μητσόπουλος και μάλιστα δακρύων.» Και συνέχισε κανονικά τα λόγια του ρόλου του.

Κατερίνα Κλήμη: Θα γυρίσω στα φοιτητικά μου χρόνια σε μία από τις πρώτες παραστάσεις στις οποίες είχα συμμετάσχει στη ζωή μου. Το έργο που είχαμε ανεβάσει τότε ήταν καθαρά θεματικό με αποσπάσματα από διάφορα θεατρικά έργα, με κοινή θεματολογία το γάμο και τις ανθρώπινες σχέσεις, για να διανθίζουν το έργο ως αυτοτελείς ιστορίες. Εγώ έπαιζα στο πρώτο απόσπασμα που ήταν παρμένο από τα «Παντρολογήματα» του Γκογκολ και υποδυόμουν τη προξενήτρα. Έπαιζα μία γεροντότερη στην ηλικία και μου είχαν βάλει και ταλκ στα μαλλιά για να με γκριζάρουν. (Κόντρα ρόλος, έξαλλη εγώ). Είχα λοιπόν καλέσει τις κολλητές μου για να με καμαρώσουν και επειδή – κλασσικά- καθυστέρησαν, έμειναν όρθιες γιατί ήμασταν υπερπλήρεις από κόσμο. Βγαίνω λοιπόν στη σκηνή. Σε κάποια φάση η παρτενέρ μου ξεχνάει μιαν ατάκα. Την ίδια ακριβώς στιγμή το μάτι μου πέφτει πάνω στη φίλη μου, η οποία στεκόταν όρθια μπροστά μου, και αποσυντονίστηκα με αποτέλεσμα να μου φύγει ένα μεγάλο μέρος από τα λόγια μου και να μη θυμάμαι τι πρέπει να πω μετά, αφού δεν είχα ακούσει και την ατάκα μου. Στη προσπάθειά μου να το σώσω, άρχισα να ξύνω το κεφάλι μου έντονα, πράγμα που κολλούσε με το ρόλο, δήθεν ότι σκέφτομαι ψάχνοντας να της βρω γαμπρούς. Η αλήθεια είναι ότι έψαχνα τα λόγια μου και με είχε πιάσει και φαγούρα από το ταλκ. Τόση φαγούρα λες και είχα κοτόψειρες. Όλο αυτό διήρκεσε βέβαια μόνο μερικά δευτερόλεπτα, και το έργο τελικά σώθηκε χωρίς να καταλάβει κανείς τίποτα, αλλά για 'μενα τότε που ήμουν μικρότερη και πιο άπειρη μου φάνηκε περίπου σαν να είχε περάσει η μισή μου ζωή πάνω στη σκηνή. Και μάλιστα ξύνοντας.

Γεωργία Οικονόμου

[email protected]