Οι τρεις ερμηνευτές με τα καλυμμένα πρόσωπα λειτουργούν σαν τις φιγούρες των ονείρων: χωρίς ατομικότητα, σε έναν κόσμο όπου το σώμα, μοναδικό εκφραστικό μέσο, αλλάζει διαρκώς ταυτότητα μέσα από την κίνηση.
Eμείς μιλήσαμε με την Αγνή Παπαδέλη Ρωσσέτου στην προσπάθειά μας να μάθουμε όσο το δυνατόν περισσότερα για την παράσταση...
Πώς δημιουργήθηκε το υλικό της παράστασης;
Η πρώτη περίοδος της δημιουργίας έγινε στο Garage Performing Arts Center στην Κέρκυρα όπου έκανα ένα residency πέρυσι το χειμώνα. Εκεί μόνη ξεκίνησα να δουλεύω πάνω στην ιδέα ενός σώματος του οποίου το πρόσωπο είναι καλυμμένο. Πολύ γρήγορα βγήκαν οι βασικές θεματικές, κάποια υλικά τα οποία ήταν καθοριστικά και ισχύουν αμετάβλητα μέχρι τώρα. Δούλεψα για ακόμη κάποιο καιρό μόνη –στο κέντρο μελέτης χορού Ντάνκαν αυτή τη φορά, όπου επεξεργάστηκα αυτές τις πρώτες ύλες που είχαν προκύψει πρώτα και άρχισα να βάζω σε λόγια αυτό που ήθελα να κάνω, δυναμώνοντας έτσι το πλαίσιο στον οποίο θα κινηθώ. Στο τέλος και των δυο αυτών περιόδων το υλικό είχε τη μορφή ενός μικρού σόλο. Όταν πια αποφάσισα οτι θέλω αυτό το υλικό να αναπτυχθεί σε ένα τρίο, κάλεσα την Κατερίνα Λιόντου και τον Γιάννη Νικολαίδη, και αφού τους έδειξα αυτό που είχε σχηματισεί μέχρι τότε, δουλέψαμε πάνω σ αυτές τις ιδέες, παράγωντας κι άλλο υλικό. Το έργο απέκτησε τη δομή του και ζωντάνεψε πρώτα στο στούντιο. Στην τελευταία πλέον φάση μπήκαμε στο ‘σπίτι’, την οικία Σπητέρη, ξαναδουλέψαμε τα υλικά εκεί και δομήσαμε μια νέα παράσταση.
Πώς αποφασίσατε να κάνετε ένα έργο για τις φιγούρες των ονείρων;
Η βασική μου ιδέα ήταν να δω πώς κινείται ένα σώμα όταν δεν έχει πρόσωπο. Όταν δηλαδή χάνεται το βλέμμα, οι εκφράσεις του προσώπου, η πηγή της αναπνοής και της ομιλίας και συνεπώς το σώμα επωμίζεται όλο το ‘βάρος’ της έκφρασης και της επικοινωνίας. Θεωρώ πως αυτή η συνθήκη εξασφαλίζει μια ελευθερία στις μεταμορφώσεις, μιας και η ατομικότητα χάνεται μαζί με το πρόσωπο που δεν είναι πια εκεί για να ενισχύσει ή όχι αυτό που το σώμα επιτελεί. Αυτές λοιπόν οι ‘αυθαίρετες’ μεταμορφώσεις είναι ένα στοιχείο που συναντάμε στα όνειρα.
Το πιο σημαντικό όμως που πιστεύω οτι φέρνει η ‘απώλεια’ του προσώπου, είναι μια ειρωνία μεταξύ αυτού που φαίνεται να κάνει κάποιος και μεταξύ αυτού που ο ίδιος επιτελεί. Επιφέρει δηλαδή μια αποστασιοποίηση η οποία μπερδεύει τις δράσεις με τα υποκείμενά τους, όπως επίσης συμβαίνει στα όνειρα.
Τέλος, όλες αυτές οι μεταμορφώσεις είναι συχνά και αναπαραστάσεις αναμνήσεων, σαν αυτές που εμφανίζονται ξαφνικά στα όνειρα και που μπορεί να έχουν μια τρυφερή αίσθηση αλλά κάποιες φορές προκαλούν και μια δυστοπική ατμόσφαιρα.
Γιατί χρησιμοποιήσατε το σπίτι της οδού Κυκλάδων 8; Ποια η σημασία για το έργο;
Το να μην κάνω την παράσταση σε μια θεατρική σκηνή ήταν ιδέα της Χριστιάνας Γαλανοπούλου, η οποία μου έδωσε την απόλυτη ελευθερία και μάλιστα με παρότρυνε να δοκιμάσω μια άλλη σχέση με το κοινό και την σκηνή. Η πρώτη σκέψη ήταν να γίνει σε ένα σπίτι και αμέσως σκέφτηκα την οικία Σπητέρη, χωρίς φυσικά να θεωρώ οτι ήταν και εφικτή αυτή η επιθυμία. Αισθάνομαι πολύ τυχερή και ευγνώμων στον ιδιοκτήτη Διονύση Σοτοβίκη για τη γενναιοδωρία και την εμπιστοσύνη του.
Η επιθυμία του να γίνει η παράσταση σ’ ένα σπίτι γεννήθηκε για πολλούς λόγους. Αρχικά γιατί το σπίτι είναι ένας χώρος τον οποίο συνδέουμε με πολλές αναμνήσεις και εικόνες, από ανθρώπους, από ζώα και από καθημερινές συνήθειες και γεγονότα. Αυτές οι ‘αναπαραστάσεις’ λοιπόν με τις οποίες ασχολούμαστε φαντάστηκα οτι θα ενισχύονταν σε ένα τέτοιο μέρος. Φυσικά μιλάμε για ένα άδειο σπίτι, και όχι για έναν χώρο με έπιπλα και ευδιάκριτα δωμάτια.
Επίσης νομίζω πως το σπίτι είναι μια σημαντική αναφορά για έναν άνθρωπο, σχεδόν μια μονάδα μέτρησης του χρόνου. Και πιθανώς συχνά συνδέουμε γεγονότα της ζωής μας με το ‘σπίτι’ μας, με τον τόπο στον οποίο συνηθίζουμε να επιστρέφουμε ή να συνδυάζουμε με κάποια ιδιωτικότητα.
Το σπίτι είναι ένας χώρος που μπορεί να συνδέεται με την αίσθηση της οικειότητας μεν, εύκολα όμως μετατρέπεται σε χώρο ανοίκειο ανάλογα με τα τεκταινόμενα
Η οικία Σπητέρη συγκεκριμένα είναι ένα μαγευτικό κτίριο. Ο σχεδιασμός του είναι τέτοιος που κάνει έναν άνθρωπο να αισθάνεται πολύ άνετα και φιλικά μέσα σ αυτό, ενώ το γεγονός οτι δεν αναπτύσσεται οριζόντια σε μεγάλους χώρους, αλλά κάθετα βάζει το σώμα κατευθείαν σε κίνηση. Το πώς κυκλοφορεί ο αέρας και το φως στο κτίριο είναι μοναδικό. Και ενώ οι γραμμές και τα υλικά του είναι απλά, η δομή του έχει μια ιδιαίτερη περιπλοκότητα.
Πώς αγγίζει η παράστασή σας το σήμερα;
Η παράσταση επικεντρώνεται στο ανθρώπινο σώμα. Οι τρεις χορευτές/τριες παίρνουν φόρμες ‘άλλων’ σωμάτων. Από σκύλους, γάτες ή άλλα ζώα, μέχρι σώματα ανθρώπινα που βρίσκονται σε ποικίλες καταστάσεις, ακόμη και ρομπότ. Όλες αυτές τις φιγούρες τις ανασύρουμε από το φαντασιακό μας, από τη μνήμη μας και τις αναπαριστούμε όσο πιο πιστά μπορούμε, πάντα με καλυμμένο το πρόσωπο. Θα έλεγα λοιπόν πως η παράσταση αφορά την αναπόφευκτη τάση μας να θυμόμαστε, τονίζοντας τη σωματική πλευρά της μνήμης και του τρόπου πρόσληψης των γεγονότων.
Το σώμα είναι ένας τόπος όπου πάντα θα εγγράφονται οι εμπειρίες, τα τραύματα, η ιστορία μας αλλά φυσικά και η λαχτάρα που έχουμε για συνέχεια, όποια κι αν είναι αυτή. Χάνοντας την ταυτότητά μας μεταβαίνουμε σε μια κατάσταση συλλογικότητας, όπου πιθανώς μας είναι πιο εύκολο να μιλάμε ανοιχτά για κάποια συναισθηματικά ζητήματα.
Θα έλεγα λοιπόν πως η παράσταση αφορά το σήμερα στο βαθμό που το σώμα μας θυμάται, ενεργεί και λαχταράει.
Ποια στοιχεία είναι καινούρια στη δουλειά σας;
Κατ’αρχάς είναι η πρώτη φορά που χορογραφώ άλλους χορευτές/τριες πάνω σε μια δική μου ιδέα. Επίσης είναι η πρώτη φορά που αναπτύσσω μια χορογραφία σε έναν χώρο που δεν είναι θεατρική σκηνή, αλλά επιτρέπει έναν άλλο τρόπο θέασης. Είναι τέλος η πρώτη φορά που θέλησα να δουλέψω με πρωτότυπο ήχο, τον οποίο και επιμελήθηκε ο Ανδρέας Κασάπης.
Γ.Οικονόμου