Άγγελος Χατζάς: Μέσα σε μια εύθραυστη Βιοτεχνία... Υαλικών [συνέντευξη]

03.02.2017
Η θεατρική ομάδα «Νεάπολις», παρουσιάζει για πρώτη φορά στο ελληνικό θέατρο και ειδικά διασκευασμένο, το μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα, «Βιοτεχνία Υαλικών» σε σκηνοθεσία Άγγελου Χατζά, στο Θέατρο της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών από τη Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου.

Τέσσερις άνθρωποι, στα όρια των αντοχών τους, στην ακμή της ηλικίας τους, στο μέσον της διαδρομής, με τη νιότη τους να τους στοιχειώνει, Μια παρέα, μια οικογένεια. Και μια σκόντα, να μεταφέρει τις προσδοκίες τους. Η Μπέμπα και ο Βλάσης, το ζεύγος Ταντή, ιδιοκτήτες της βιοτεχνίας των υαλικών και οι δύο λούμπεν φίλοι τους, ο Βάσος Ραχούτης και ο Σπύρος Μαλακατές, θα προκαλέσουν τη μοίρα τους, θα αγωνιστούν κόντρα στους καιρούς, θα το παλέψουν ο καθένας με τον τρόπο του και από τη δική του αφετηρία. Στο τέλος, ένα φως από μια λάμπα θα τρεμοπαίζει, καθώς θα ξημερώνει.

Εμείς μιλήσαμε με τον Αγγελο Χατζά και τον Γιάννη Μπουράζανα (που έχει κάνει τη διασκευή) για την παράσταση αυτή και τις προεκτάσεις της.

Για πρώτη φορά ανεβαίνει έργο του συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα στο θέατρο. Ποιος είναι ο λόγος που αποφασίσατε να ανεβάσετε την «Βιοτεχνία υαλικών»;
Για την ακρίβεια, είναι η πρώτη φορά που ανεβαίνει η Βιοτεχνία Υαλικών. Είναι ένα έργο που αφορά την κρίση, τη φθορά της ζωής, την προσπάθεια των ανθρώπων, να επιβιώσουν μέσα σ΄ένα δύσκολο κοινωνικό περιβάλλον (γράφτηκε στο τέλος της επταετίας),να συνυπάρξουν, να αγαπήσουν και να αγαπηθούν, να οδηγήσουν τις ζωές τους, σύμφωνα με τις προσδοκίες και τα όνειρά τους. Όλα αυτά, τηρουμένων των αναλογιών, παραμένουν ζητήματα ανοιχτά και καίρια και στη σημερινή εποχή. Η γοητεία βέβαια της πένας του συγγραφέα, το ανάγλυφο των χαρακτήρων, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην απόφαση να γίνει η παράσταση.


Μιλήστε μας για τους ήρωες του έργου. Πόσοι και ποιοι είναι;
Επικεντρώσαμε στους 4 βασικούς ήρωες του μυθιστορήματος. Το ζεύγος Ταντή. Η Μπέμπα και ο Βλάσης. Η Μπέμπα κληρονομεί το μαγαζί και επιλέγει το Βλάση για σύντροφο στη ζωή και στη βιοτεχνία. Μια αγάπη που εμείς τη βρίσκουμε σε μεγάλη κρίση. 20 χρόνια μετά το πανεπιστήμιο που φοιτούσαν μαζί, και τους κοινωνικούς αγώνες, η Μπέμπα έχει εγκαταλείψει το κομμουνιστικό της παρελθόν, έχει ρίξει τις δυνάμεις της στο μαγαζί, και στρέφει το ζωηρό της ταμπεραμέντο σε νέες σεξουαλικές αναζητήσεις. Ο Βλάσης ,συνεχίζει να ονειρεύεται, αρνείται τη δράση και το νευρικό του σύστημα θα τον προδώσει. Οι 2 φίλοι τους, ο Βάσος και ο Σπύρος, από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, παλεύουν να αρπάξουν κάτι από τη ζωή, με τυχοδιωκτισμό αλλά ταυτόχρονα και μια αθωότητα. Υπάρχει μια αγνότητα, μια ανάγκη για αγάπη, που τελικά τους κάνει μια παρέα κι ας περνάει, από μεγάλους κλυδωνισμούς.

Ποια είναι η σκηνοθετική ματιά σας στο ανέβασμα του έργου;
Προσπάθησα να δείξω αυτήν την πορεία, τη δύσκολη πορεία των ηρώων, μέσα στο χρόνο. Ξεκινούν από μια σχετική ισορροπία, πολύ εύθραυστη όμως ισορροπία, η οποία στη διάρκεια της παράστασης, θα υποστεί τρομακτικά χτυπήματα και φθορές. Αυτό προσπαθούμε να το αποτυπώσουμε και στην εικαστική όψη της παράστασης. Όσον αφορά την εποχή, ήθελα η παράσταση, να έχει κάποια στοιχεία της, κάποιες αναφορές, χωρίς όμως να την αναπαριστά.

Βρίσκετε ομοιότητες με την εποχή μας;
Καταρχήν το τοπίο της κρίσης, ειδικά για μαγαζιά και μικρές επιχειρήσεις, που αγωνίζονται να επιβιώσουν. Έναν αγώνα επιβίωσης δίνει και η «Βιοτεχνία Υαλικών», με προεκτάσεις βέβαια, σε πολλά επίπεδα. Ακόμη ένα σπουδαιότερο νήμα, που συνδέει την εποχή της χούντας με τη δική μας, έχει να κάνει με τη διάβρωση στις κοινωνικές δομές και στους θεσμούς, τη σκληρή αντικοινωνική επιβολή, την ανθρώπινη συντριβή και απομόνωση.

Πόσο δύσκολο είναι να μεταφέρεται ένα μυθιστόρημα στο θέατρο; Με ποιον τρόπο έγινε η διασκευή;
Γιάννης Μπουραζάνας: Νομίζω πως ο βαθμός δυσκολίας από μυθιστόρημα σε μυθιστόρημα διαφέρει. Στη «βιοτεχνία» ο βαθμός δυσκολίας ήταν αρκετά μεγάλος γιατί ο Κουμανταρέας εκτός του ότι δεν χρησιμοποιεί σχεδόν καθόλου διαλόγους φτιάχνει τόσες εικόνες, τόσα συναισθήματα, τόσες ατμόσφαιρες που δεν μπορείς να τα χωρέσεις στο μυαλό σου, όχι σε μια θεατρική διασκευή. Καθόμουνα, διάβαζα και σημείωνα ό,τι μου φαινόταν σημαντικό. Και τότε άρχιζε το μαρτύριο γιατί έπρεπε να αφήσω έξω αρκετά πράγματα. Ήταν τρομερά επώδυνη διαδικασία για μένα, ένιωθα σαν να αφαιρώ από το έργο, κομμάτια ζωής, εικόνες και μνήμες αναγνωστών του.


Γ.Ο