Trance

15.02.2013
Στιλιζαρισμένο, υπερκινητικό και φορτωμένο ανατροπές, το καινούργιο φιλμ του Ντάνι Μπόιλ ξοδεύει το χρόνο του προσπαθώντας να πείσει τους θεατές ότι είναι περισσότερο έξυπνο και πανούργο απ' όσο δείχνει. Για σπάνια, ωστόσο, φορά τα φαινόμενα δεν απατούν.

Είναι εύκολο να εντυπωσιαστείς από μια ταινία όπως το «Trance», αν υποθέσουμε ότι όλα όσα σε ελκύουν στο σινεμά είναι αποκλειστικά ζήτημα θεάματος και ταχύτητας. Αν πληρώνεις, δηλαδή, εισιτήριο για να απολαμβάνεις επιδειξιομανείς σκηνοθεσίες, ιλιγγιώδεις αφηγηματικούς ρυθμούς, φρενιτιώδη μοντάζ, δυνατές μουσικές και εικόνες που να κολακεύουν τον αμφιβληστροειδή.

Αυτά επιστρατεύει για μια ακόμη φορά στην καριέρα του ο Ντάνι Μπόιλ, σα να μην πέρασε ούτε μια μέρα από τότε που διαπερνούσε το «Trainspotting» (1996) με εκείνη τη μανιακή ενέργεια που έμελλε έκτοτε να γίνει σήμα κατατεθέν των δημιουργιών του, όσο και διαρκές ζητούμενο από τους θαυμαστές του.

Πέντε χρόνια μετά τον (υπερβολικό) οσκαρικό θρίαμβο του «Slumdog Millionaire», και έχοντας αφήσει μόλις πριν μερικούς μήνες πίσω του τη διοργάνωση των τελετών έναρξης και λήξης στους πρόσφατους Ολυμπιακούς Αγώνες που έγιναν στο Λονδίνο, ο 56χρονος σκηνοθέτης συμπεριφέρεται στην καινούργια ταινία του σαν ένας ακόμη τελετάρχης που καλείται να παραδώσει πολύχρωμο και ηχηρό θέαμα στις μάζες.

Δίχως να αρνείται λεπτό τις καθαρά ψυχαγωγικές προθέσεις του, το «Trance» αποτελεί μια κλασική περίπτωση ταινίας που λατρεύει να στήνει παιχνίδια γύρω από την ιδέα της πραγματικότητας ως μιας ρευστής έννοιας και να σκαρώνει παγίδες γύρω από μια κινηματογραφική αφήγηση που σύντομα αποδεικνύεται ότι δεν είναι καθόλου αξιόπιστη.

Στο σενάριο που συνέγραψε ο Τζον Χοτζ, παλιός συνεργάτης του σκηνοθέτη από το ξεκίνημα της φιλμογραφίας του, ο Τζέιμς ΜακΑβόι υποδύεται ένα νεαρό υπάλληλο οίκου δημοπρασιών ο οποίος συνεργάζεται με μια συμμορία του υποκόσμου με σκοπό την κλοπή ενός πανάκριβου πίνακα. Μετά από ένα χτύπημα στο κεφάλι κατά τη διάρκεια της ληστείας, ωστόσο, ο ήρωας ανακαλύπτει ότι έχει πάθει αμνησία και δε θυμάται που έχει κρύψει το ανεκτίμητο έργο.

Στο σημείο αυτό επεμβαίνει μια υπνοθεραπεύτρια που αναλαμβάνει να περιπλανηθεί στους διαδρόμους του μπλοκαρισμένου μυαλού του ασθενή της προκειμένου να βρει γρήγορα λύση, Επειδή όμως το φορτωμένο ανατροπές σενάριο του φιλμ θέλει καθέναν από τους συμμετέχοντες της υπόθεσης να κουβαλά την δική του κρυμμένη (και καθόλου έντιμη) ατζέντα, ο θεατής μαθαίνει πολύ σύντομα να είναι επιφυλακτικός ως προς τα όσα βλέπει.

Με την ίδια κινητική δύναμη που χαρακτηρίζει τις προηγούμενες ταινίες του, ο Μπόιλ κόβει και ράβει πλάνα με ικανότητες αλάνθαστου ταχυδακτυλουργού, μετατρέπει το μητροπολιτικό περιβάλλον όπου εκτυλίσσεται το φιλμ του σε ένα ονειρικό και σχεδόν φουτουριστικό σκηνικό και επενδύει τα μέγιστα ώστε κάθε σκηνή που φιλμάρει να είναι στυλιζαρισμένη στο έπακρο και ελκυστική στο μάτι όσο δεν παίρνει.

Αυτό που ξεχνά, παρ' όλα αυτά, στην πορεία είναι να χτίσει τις απαραίτητες γέφυρες που να συνδέουν συναισθηματικά το κοινό με τους ήρωες και να το βοηθούν να ανακαλύψει σημεία ταύτισης με αυτούς. Καθώς η μια σεναριακή έκπληξη υπερκαλύπτει την άλλη και οι αναληθοφάνειες συσσωρεύονται επικίνδυνα, σπρώχνοντας συχνά την ταινία στα χωράφια του παραλόγου, οποιαδήποτε υποψία χαρακτήρα και ρεαλισμού πηγαίνει περίπατο. Κι αυτό που απομένει πίσω είναι ένα καλογυαλισμένο, στιλάτο τίποτα!

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ