ΤΟΥ ΤΖΟΖΕΦ ΚΕΪΤΣ (ΗΠΑ, 1965)
Βόλτα στη σκοτεινή πλευρά της Νέας Υόρκης-και στη σκοτεινή πλευρά γενικώς- σε ένα δυσεύρετο μέχρι σήμερα θρίλερ, όπου τα πάθη βράζουν και τα αρκουδάκια δεν είναι τα μόνα που υποφέρουν.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι που μεταμορφώνουν σε cult θησαυρό μια ταινία. Στην περίπτωση του «Who Killed Teddy Βear», ο πιο σοβαρός μοιάζει να είναι η... έλλειψή του, το γεγονός ότι για χρόνια υπήρξε αδύνατον να το δεις με οποιονδήποτε τρόπο, εκτός κι αν μπορούσες να ανακαλύψεις κάποια φθαρμένη βιντεοκασέτα από τη μοναδική του κυκλοφορία σε VHS στη δεκαετία του 80. Ακόμη κι έτσι, όμως, η ταινία που είχε στο μυαλό του ο Τζόζεφ Κέιτς θα διέφερε ουσιαστικά από εκείνη την έκδοση, καθώς δυο τουλάχιστον από τις πιο υπαινικτικές στιγμές του, εκείνες που έκαναν πολλούς από τους θεατές του στην πρώτη του προβολή να κοκκινίσουν ή να ερεθιστούν και που του χάρισαν τη φήμη μιας «must see» ένοχης απόλαυσης, θα ήταν πολύ απλά απούσες. Οι περισσότερες από εκείνες τις κομμένες σκηνές θα καδράριζαν το κορμί του Σαλ Μινέο, του πάλαι ποτέ Πλέιτο στον «Επαναστάτη Χωρίς Αιτία», ο οποίος θα απεκδυόταν εδώ μια και καλή την εικόνα του πλατωνικά ερωτευμένου με τον χαρακτήρα του Τζέιμς Ντιν νεαρού, για να βυθιστεί σε πολύ πιο ένοχα πάθη. Από την εναρκτήρια σκηνή του φιλμ, όταν η κάμερα του Κέιτς περιπλανάται υπό το ημίφως στους γυμνασμένους μύες του κορμιού του και η φωνή του ηχεί βραχνή και γεμάτη απειλητικό πόθο στην άλλη πλευρά του ακουστικού της Τζούλιετ Πράουζ, η ταινία κάνει σαφείς της προθέσεις τις. Η ιστορία μοιάζει να ακολουθεί τις πιο δαιδαλώδεις διαδρομές της ερωτικής επιθυμίας, τους πιο μύχιους πόθους των ηρώων του, ντύνοντας με την πρόφαση του αστυνομικού μυστηρίου ένα αίνιγμα που πολύ γρήγορα ξεπερνά την απορία για το ποιος βρίσκεται στην άλλη άκρη του τηλεφώνου. Πέρα από την υπερβολικά αθώα ηρωίδα του, μια φιλόδοξη ηθοποιό και περιστασιακά dj που δεν δείχνει διατεθειμένη να ενδώσει σε εκείνους τους πειρασμούς που θα τη βοηθούσαν να ανέλθει, όλοι οι υπόλοιποι ήρωες μοιάζουν μπλεγμένοι στο δικό τους κουβάρι παθών, μυστικών και ένοχων επιθυμιών. Ο αστυνομικός ντετέκτιβ μοιάζει να ξέρει περισσότερα απ όσα χρειάζονται για το μυαλό και τις συνήθειες των «διεστραμμένων» που αναζητά, η ιδιοκτήτρια του κλαμπ ενδιαφέρεται με τρόπο κάθε άλλο παρά μητρικό για την υπάλληλό της και η αδελφή του ήρωα μοιάζει να έχει καθηλωθεί στην ηλικία όταν, σοκαρισμένη, αντιλήφθηκε την αληθινή φύση της σχέσης ανάμεσα στη μητέρα (;) και τον αδελφό της, μια συνειδητοποίηση που την έκανε να κατρακυλήσει τις σκάλες κι έστειλε το... αρκουδάκι της στον άλλο κόσμο. Και φυσικά ο ίδιος ο Λόρενς, ένας νεαρός που μοιάζει να θέλει και μαζί να μισεί το αντικείμενο του πόθου του, που φροντίζει το σώμα του με μια ναρκισσιστική, σχεδόν ερωτική διάθεση και συχνάζει στη βρώμικη πλευρά της Νέας Υόρκης, μπαινοβγαίνοντας στα πορνοσινεμά και κοιτάζοντας μαγνητισμένος τις βιτρίνες των sex shop με την ίδια εμμονή που ένα έντομο καίει τα φτερά του στη θέρμη μιας λάμπας.
Αυτή ακριβώς η βόλτα της κάμερας στη νυχτερινή, λερωμένη Times Square, φωτογραφημένη άψογα και συνάμα εφιαλτικά σε σκηνές που μοιάζουν να έχουν αντιγραφεί δεκάδες φορές από τότε, μαζί με μερικές ηλεκτρισμένες σκηνές χορού στο κλαμπ κάτω από ήχους που, ελλείψει ικανού μπάτζετ, μιμούνται (με απόλυτα πειστικό τρόπο) τις επιτυχίες της εποχής, αποτελούν μερικά από τα highlights αυτής της αναμφίβολα camp ταινίας. Το «Who Killed Teddy Βear» ωστόσο υπέφερε αρκετά από τη λογοκρισία της εποχής η οποία σοκαρίστηκε από τον σχεδόν επιδειξιομανή τρόπο με τον οποίο πλασάρει το γυμνασμένο κορμί του Σαλ Μινέο και την αναβράζουσα (και συχνά αποκλίνουσα) σεξουαλικότητά της. Ακόμη κι έτσι, όμως, το φιλμ του Κέιτς (που απαγορεύτηκε και δεν προβλήθηκε ποτέ στη Μεγάλη Βρετανία) μοιάζει να έχει περισσότερες ομοιότητες με το ανατρεπτικό νεογέννητο, ανεξάρτητο αμερικανικό σινεμά της εποχής παρά με τα φτηνά b movies της μαζικής κατανάλωσης. Ακολούθησε με αξιοπρόσεκτο τρόπο μια νοητή γραμμή που ενώνει τα φιλμ νουάρ των 40s και των 50s με το μοντέρνο σινεμά του σήμερα, έχοντας σαν οδηγούς του ταινίες όπως οι «Σκιές» του Κασαβέτη και ανοίγοντας δρόμο (έστω και μέσα από την βρωμιά) για φιλμ όπως ο «Ταξιτζής» (που μοιάζει με σαφή αισθητικό απόγονό του) και για το μεγαλύτερο τμήμα του πιο ενδιαφέροντος κινηματογράφου της δεκαετίας του 70.
Η ταινία κυκλοφορεί για πρώτη φορά σε DVD περιοχής 2 από τη βρετανική εταιρεία Network χωρίς ελληνικούς υπότιτλους. Τα πρόσθετα περιλαμβάνουν το τρέιλερ, ένα pdf με διαφημιστικό υλικό, ένα ντοκιμαντέρ των 60s για τους κίνδυνους του LSD (!) που αφηγείται ο Σαλ Μινέο, φωτογραφίες και το επεισόδιο «Τhe House Where He Lived» από τη δικαστική σειρά «Court Μartial» στο οποίο o Μινέο συμμετέχει ως guest star.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΡΑΣΣΑΚΟΠΟΥΛΟΣ