Music and Lyrics

13.03.2007
Κομεντί που εξαντλείται στην ιδέα της παρωδίας των 80s. Μέτριο σενάριο, καμία χημεία ανάμεσα στους πρωταγωνιστές, πασαλείμματα στην πλοκή και άλματα λογικής ως προς το γιατί μεταλλάσσονται οι χαρακτήρες. Ενα σύνολο, δηλαδή, που ξεχνιέται αμέσως μόλις πέσουν οι τίτλοι του φινάλε

Κομεντί που εξαντλείται στην ιδέα της παρωδίας των 80s. Μέτριο σενάριο, καμία χημεία ανάμεσα στους πρωταγωνιστές, πασαλείμματα στην πλοκή και άλματα λογικής ως προς το γιατί μεταλλάσσονται οι χαρακτήρες. Ενα σύνολο, δηλαδή, που ξεχνιέται αμέσως μόλις πέσουν οι τίτλοι του φινάλε.

Εκτός από μία λεπτομέρεια: τους τίτλους της αρχής. Η ιδέα τους πανέξυπνη, η εκτέλεσή τους απογειωτική σε σχέση με τις προσδοκίες τις οποίες δημιουργεί για τη συνέχεια. Η ταινία ανοίγει με το βίντεο του «Ρop Goes My Ηeart», σούπερ χιτ των Pop, του «πιο διάσημου βρετανικού γκρουπ των 80s», στο οποίο ανήκε ο ήρωάς μας. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, οι Pop διαλύθηκαν, ο τραγουδιστής έκανε σόλο καριέρα και ο ήρωάς μας, μοιραία οδηγήθηκε σιγά σιγά στην καλλιτεχνική αφάνεια: να τραγουδάει για λυσσασμένες σαραντάρες σε ρετρό μίνι συναυλίες που κατά κανόνα πραγματοποιούνται σε λόμπι ξενοδοχείων.

Οσοι μεγαλώσατε στη δεκαετία του ’80 χαμογελάτε. Ναι, ο Χιου Γκραντ παίζει, έστω κι αν ο Μαρκ Λόρενς δεν το παραδεχτεί ποτέ, τον Αντριου Ρίτζλεϊ, και το βιντεοκλίπ των αρχικών credits κουβαλάει όλη τη γλυκιά σαχλαμάρα των Wham. Βάτες, γκέτες, στρας, ανταύγειες, ανδρικό λιπ γκλος, όλα συνωμοτούν στο να ξαναθυμηθούμε τα χάλια μας σε μια πιο αθώα κι ίσως τελικά πιο τολμηρή δεκαετία. Ο Γκραντ είναι έτσι και αλλιώς μάστορας του αυτοσαρκασμού, αλλά σ’ αυτά τα τρία λεπτά των τίτλων ξεπερνάει τον εαυτό του. Κρίμα που η υπόλοιπη ταινία συνεχώς ξεφουσκώνει...

ΠΟΛΥ ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ