Το παιχνίδι με τη φωτιά
Από τη στιγμή που γεννήθηκε, το «Fire Walk With Μe» κουβαλούσε επάνω του μεγάλο και βαρύ φορτίο. Πετύχαινε τον Λιντς στο αποκορύφωμα μιας δημιουργικής πορείας που του είχε μόλις χαρίσει έναν Χρυσό Φοίνικα (για την «Ατίθαση Καρδιά»), υψηλές θεαματικότητες στη μικρή οθόνη με το «Τwin Ρeaks» και τη σιγουριά πως υπέγραφε μια από τις σημαντικότερες στιγμές της αμερικανικής τηλεόρασης. Ερχόμενη αμέσως μετά το πρόωρο φινάλε της σειράς, η ταινία έκανε πολλούς να πιστέψουν ότι θα αποτελούσε κάποιο είδος επεξηγηματικού συμπληρώματος ή συνέχειας σε ερωτηματικά που ο τηλεοπτικός προκάτοχός της άφηνε πεισματικά αναπάντητα. Στην ανάγκη του κοινού του «Τwin Ρeaks» για έναν επαρκή επίλογο, ο Λιντς διάλεγε, παρ όλα αυτά, να απαντήσει με έναν δύστροπο πρόλογο.
Με το άκουσμα της λέξης «prequel», τα μαχαίρια άρχισαν ήδη να ακονίζονται. Το αμέσως επόμενο που συνέβη ήταν η πρώτη προβολή του φιλμ στο φεστιβάλ Καννών του 1992 να σβήσει μέσα σε ηχηρούς γιουχαϊσμούς. Οι κριτικές που γράφτηκαν την επομένη δεν ήταν απλώς αρνητικές, αλλά αιμοδιψείς. Μερικούς μήνες μετά, το φιλμ «άνοιξε» στα σινεμά του κόσμου εν μέσω αποδοκιμασιών, για να σημειώσει τις πιο χαμηλές εισπράξεις στην καριέρα του σκηνοθέτη και να εξαφανιστεί γρήγορα. Επειτα ο χρόνος κύλησε, οι «πληγές» γιατρεύτηκαν, ο σκηνοθέτης χάθηκε σε πιο δαιδαλώδη κινηματογραφικά μονοπάτια και το «Fire Walk With Μe» άρχισε να συναντά την καθυστερημένη αναγνώριση που του άξιζε μέσα από άρθρα, σελίδες στο ίντερνετ και μια σταθερή βάση θαυμαστών. Μια δεκαπενταετία μετά, οι αντιδράσεις έχουν ξεχαστεί.
Το σκοτάδι είναι φίλος μου
Ποιο ήταν το μεγάλο σφάλμα που διέπραξε ο Λιντς και το οποίο χρειάστηκε τόσο άδικα να πληρώσει; Μάλλον το ότι δεν έδωσε στο κοινό της σειράς τις εξηγήσεις που ζητούσε. Από μια άποψη, το «Fire Walk With Μe» μοιάζει με ένα παντελώς ανώφελο δημιούργημα. Αυτιστικό για όσους δεν γνωρίζουν τη σειρά, ανυπόφορο για θεατές που αρέσκονται σε πιο παραδοσιακές μορφές αφήγησης. Φαίνεται να πάσχει επίσης από κίνητρο. Ουδόλως επιχειρεί να σφαλίσει ανοιχτούς λογαριασμούς που άφησε η τηλεοπτική εκπομπή. Δεν προσπαθεί να λύσει κάποιο αίνιγμα. Δεν νοιάζεται να βρει κανέναν ένοχο και δεν περιλαμβάνει το παραμικρό μυστήριο. Ξέρουμε ήδη ποιος είναι ο δολοφόνος της Λόρα Πάλμερ. Αυτό που μας καλεί ο σκηνοθέτης να παρακολουθήσουμε τώρα είναι το τραυματικό χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Μια προσωπική καταβύθιση σε μια άβυσσο τρέλας και απελπισίας. Η εμπειρία είναι ισχυρή. Και διόλου ευχάριστη.
Από τους τίτλους κιόλας της αρχής, ο Λιντς σπεύδει να καταστήσει σαφή τη διαφοροποίηση της ταινίας του από τη σειρά. Καθώς ένα άγνωστο χέρι διαλύει με ένα τσεκούρι μια τηλεοπτική συσκευή, ο σκηνοθέτης μοιάζει να υπονοεί ότι αυτό που ακολουθεί δεν είναι άλλο ένα «Τwin Ρeaks». Αμέσως μετά, μας το αποδεικνύει. Μετά από ένα αποπροσανατολιστικό πρώτο ημίωρο (μεγάλο μειονέκτημα του φιλμ), το «Fire Walk With Μe» μεταμορφώνεται γοργά σε αρρωστημένο, hardcore αδελφάκι του σίριαλ. Ψάχνει στην ντουλάπα του τηλεοπτικού συγγενή του για κρυμμένους σκελετούς και τους βρίσκει. Εμβαθύνει σε θέματα τα οποία οι περιορισμοί των καναλιών δεν θα του επέτρεπαν ποτέ να θίξει. Απελευθερωμένος από τα λογοκριτικά στεγανά της μικρής οθόνης, ο Λιντς βουτά εδώ σε ριψοκίνδυνες περιοχές για να αντλήσει από τον σκοτεινό τους πυθμένα πράγματα τα οποία μόνο να υπονοήσει μπορούσε στη διάρκεια της σειράς. Η σεξουαλική κακοποίηση την οποία υφίσταται η ηρωίδα, ο ψυχολογικός μηχανισμός που τη βάζει να ταυτίσει τον υπαρκτό δυνάστη της με μια δαιμονική φιγούρα και ο βλοσυρός τρόπος με τον οποίο διαλέγει να αποχαιρετήσει τον επίγειο εφιάλτη της απέχουν έτη φωτός από τις συμβάσεις της ΤV.
Πες «γεια» στους αγγέλους
Τριάντα τρία λεπτά από το ξεκίνημά του, το φιλμ ξυπνά στην ήσυχη κωμόπολη του Τουίν Πικς. Συναντά σε έναν δρόμο ολοζώντανη τη Λόρα Πάλμερ και αρχίζει να μετρά αντίστροφα μέχρι τον επικείμενο χαμό της. Η κοπέλα βρίσκεται ήδη στα μισά μιας αυτοκαταστροφικής διαδρομής, όπως την χαράζουν γι αυτήν αμέτρητες γραμμές κόκας, βρόμικο σεξ, επικίνδυνα πάρε δώσε με τον τοπικό υπόκοσμο και μια διαρκής επιθυμία θανάτου. Βουβός παρατηρητής των πάντων, ο Λιντς αντλεί από τον τρόμο και την κλιμακούμενη απειλή της ταινίας του μια γνήσια τραγική ιστορία. Η περίπτωση της Λόρα Πάλμερ μοιάζει με το μαρτύριο μιας χαμένης ψυχής που μπήκε αυτοβούλως σε ένα ταξί για την κόλαση και θα φτάσει έως το τέρμα, επειδή δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Αποδέχεται καρτερικά την κακοποίηση που υφίσταται ως μοναδικό της πεπρωμένο. Η άνευ όρων παράδοση στον θάνατο μοιάζει με μοναδική διέξοδο λύτρωσης. Μόνο που ο δρόμος μέχρι την πολυπόθητη κάθαρση αποδεικνύεται βάναυσος.
Ο Λιντς αφήνει σε όλη τη διάρκεια του φιλμ να περικυκλώσουν την ηρωίδα του ανθρώπινοι δαίμονες και κτήνη κρυμμένα πίσω από αγαπημένα πρόσωπα. Την καδράρει σε αποπνικτικά πλάνα, τη στοιχειώνει με μια αγχωτική ηχητική μπάντα, την αφήνει να συνειδητοποιήσει περίλυπη την μοναξιά της. Η φωτογραφία αιμορραγεί με πνιγηρό κόκκινο, βαθύ μπλε βάφει θλιμμένα τις ατμόσφαιρες του φιλμ, ξαφνικά σοκ διαταράσσουν την υπνωτική ρυθμολογία, καθώς η Λόρα βυθίζεται ολοένα και βαθύτερα στα νερά μιας παραισθησιογόνου εικονογράφησης. Ο ρεαλιστικός κόσμος υποχωρεί και τα πάντα παραδίδονται στο σύμπαν της νύχτας και της μυστήριας λειτουργίας των ονείρων. Μετά από ένα δίωρο οπτικοακουστικό ντελίριο, ο Λιντς στέλνει πλέον οριστικά την ηρωίδα του στον κόσμο των νεκρών. Επειδή όμως συμπάσχει με το πάθος της, επιφυλάσσει γι αυτήν παρήγορη κατακλείδα στην οδύνη της: την εμπιστεύεται κυριολεκτικά στα χέρια των αγγέλων. Μετά το κολαστήριο μιας κατ επίφαση ειδυλλιακής κωμόπολης, η Αλλη Πλευρά μοιάζει με μοναδικό καταφύγιο για την τυραννισμένη ηρωίδα.
ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ