Δεν είναι μια στεγνή βιογραφία. Δεν επιχειρεί μια γραφική ανασκόπηση ζωής. Δεν ζητά να διερευνήσει ένα ποπ φαινόμενο, να συνοψίσει μια καριέρα, να σκιαγραφήσει έναν επώνυμο άνθρωπο. Το No Direction Home μοιάζει περισσότερο με χρονικό. Αποπειράται εκ πρώτης όψεως να δώσει ένα συνοπτικό πορτρέτο της μεταπολεμικής Αμερικής στα πιο αποφασιστικά χρόνια της μοντέρνας Ιστορίας της, όπως όμως αυτή αντανακλάται στην προσωπική ιστορία ενός φτωχόπαιδου που έφτασε να γίνει εκφραστής μιας ολόκληρης γενιάς μέσω της ενασχόλησής του με τη μουσική.
Ο Μπομπ Ντίλαν του πρώτου μισού αυτής της θαυμάσιας εποποιίας είναι ένας άσημος νεαρός που σε δεδομένη στιγμή μεταμορφώνεται σε έναν ποιητή με μια κιθάρα ανά χείρας και μια χούφτα στίχους κουβαριασμένους στις τσέπες, αναλαμβάνοντας άθελά του να κουβαλήσει στους στενούς ώμους του την κληρονομιά της εγχώριας μουσικής παράδοσης, η οποία ζητά τώρα με επιμονή να μετουσιωθεί σε κάτι άλλο. Το χάρισμα που έχει γίνεται σταδιακά κι ο προορισμός του, το ερέθισμα και η αφορμή που τον σπρώχνουν να ενωθεί με τα όσα συμβαίνουν γύρω του, μαζί όμως και η καταδίκη του. Ο Ντίλαν σταδιακά μεγεθύνεται. Από κουκίδα στο μέσο μιας χώρας που αλλάζει και μιας κατακλυσμιαίας εποχής που παρασύρει τα πάντα στο διάβα της γιγαντώνεται ραγδαία σε μια λαϊκή φιγούρα με την δύναμη να επηρεάζει και να γαλουχεί. Κάπου εδώ, όμως, διαπιστώνει ότι η φήμη, η μαζική απήχηση και η ρετσινιά του ποπ φαινομένου είναι ένα ποτήρι το οποίο θέλει οπωσδήποτε να αποποιηθεί. Δεν θέλει να το γευτεί. Γι αυτό και αποφασίζει να το αφήσει να πέσει χάμω και να γίνει θρύψαλα...
Στο δεύτερο μέρος της ταινίας η μάζα έρχεται να καταπιεί τη μονάδα. Ο Ντίλαν γίνεται τροφή σε εκατομμύρια θαυμαστές, καθένας από τους οποίους έχει τη δική του καταχρηστική αξίωση για το πώς πρέπει να φέρεται και τι ακριβώς οφείλει να εκπροσωπεί το είδωλό του. Η ιστορία του γίνεται πλέον η διαδρομή ενός ανθρώπου ο οποίος αγωνίζεται να μην παρασυρθεί από τη δίνη του όχλου και της ταραχώδους εποχής που εκτυλίσσεται γύρω του, να μην χάσει την ταυτότητά του, να μην ξεστρατίσει από τον δρόμο που ενδέχεται να τον οδηγήσει στη δική του αυτοπραγμάτωση. Ο Ντίλαν θα αναγκαστεί, παρ όλα αυτά, να σωριάσει κάθε γέφυρα που τον συνδέει με το χθες και θα τα αποχωριστεί όλα. Γυρνά την πλάτη του στο παρελθόν που τον έφτιαξε, απεκδύεται την αμφίεση του φολκ ρήτορα, του πολιτικοποιημένου ποιητή, του μουσικού επαναστάτη και γίνεται Ιούδας, ένας προδότης στα μάτια των πολλών οπαδών του, των αναρίθμητων δημοσιογράφων, της Αμερικής που ψάχνει απεγνωσμένα για τον ήρωά της.
Χρησιμοποιώντας ως κομβικό αφηγηματικό σημείο την οργανωμένη αποδοκιμασία που συνόδεψε την αιφνίδια μεταστροφή στον ηλεκτρικό ήχο που ενορχήστρωσε ο τραγουδοποιός στα μέσα του 60, η ταινία φρενάρει σκοπίμως στα 1966. Ενα ατύχημα με τη μοτοσικλέτα αφήνεται να υποδηλώσει την τύχη ενός ανθρώπου ο οποίος χρησιμοποιεί τον παρ ολίγον θάνατό του προκειμένου να γεννηθεί ξανά μέσα από τις στάχτες του. Καθώς η ταινία αγγίζει το τέλος της, ο υπαρκτός χαρακτήρας που επί ώρες αναζητούσαμε μέσα από επίκαιρα, αρχειακά πλάνα, μαρτυρίες άλλων και δικές του εξομολογήσεις έχει μεταμορφωθεί πια σε έναν γνήσιο σκορσεζικό ήρωα, έτσι όπως έχει σκηνοθετήσει την δική του άνοδο και πτώση, τη δική του συνειδητή «ύβρη» και επακόλουθη λύτρωση. Γίνεται ο συντετριμμένος μποξέρ του Οργισμένου Ειδώλου. Ο αναμορφωμένος εκδικητής του Ταξιτζή. Ο μετανοημένος μαφιόζος στα Καλά Παιδιά. Μόνο που αυτή τη φορά δεν αποτελεί επινόηση καμιάς σεναριακής πένας και καμιάς συγγραφικής φαντασίας. Εχει σάρκα και οστά. Υπήρξε, υπάρχει. Και δεν είναι άλλος από τον Μπομπ Ντίλαν...
Φτιάχνοντας ένα δεξιοτεχνικό κολάζ από εικόνες, ήχους, φωτογραφίες, μουσικές, επίκαιρα, live εμφανίσεις και μαρτυρίες ανθρώπων που έτυχε να παίξουν είτε μικρό, είτε μεγαλύτερο ρόλο στην πλούσια ζωή του καλλιτέχνη, ο Σκορσέζε προικίζει τις τέσσερις ώρες της ταινίας του με τη δύναμη και τη σιγουριά της αφηγηματικής δεξιοτεχνίας που πάντοτε αποτελούσε προτέρημα και βασικό συστατικό της τέχνης του. Με τη μαεστρία των ρυθμών, την έξοχη χρήση ενός γιγαντιαίου υλικού και τις γνώριμες εμμονές στη θεματολογία του -ακόμη και χωρίς την παραμικρή εμφάνιση του σκηνοθέτη μπροστά στην κάμερα- το No Direction Home αποτελεί μια 100% ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε.
what about bob?
«Δεν είμαι σίγουρος πότε ακριβώς μου ήρθε η ιδέα να γράψω τα δικά μου τραγούδια.
Δεν θα μπορούσα να δημιουργήσω κάτι εφάμιλλο, κάτι που να πλησιάζει έστω τους στίχους των φολκ τραγουδιών που τραγουδούσα για να περιγράψω τα συναισθήματά μου για τον κόσμο. Φαντάζομαι ότι αυτό είναι κάτι που σου συμβαίνει σταδιακά. Δεν ξυπνάς ένα πρωί και αποφασίζεις ότι πρέπει να γράψεις τραγούδια. Μπορεί να σου τύχει η ευκαιρία να μετατρέψεις κάτι, να αλλάξεις κάτι που ήδη υπάρχει σε κάτι εντελώς καινούργιο. Αυτό μπορεί να είναι μια αρχή. Μερικές φορές θέλεις απλώς να κάνεις κάτι με τον δικό σου τρόπο, να δεις ο ίδιος τι κρύβεται πίσω από τη θαμπή κουρτίνα. Θέλεις να γράψεις τραγούδια πιο αληθινά από τη ζωή. Θέλεις να μιλήσεις για τα αλλόκοτα πράγματα που σου έχουν συμβεί, για τα αλλόκοτα πράγματα που έχεις δει...».
«Ενιωθα ότι τα γεγονότα της εποχής, όλη αυτή η πολιτική ασυναρτησία φυλάκιζαν την ψυχή μου, μου προκαλούσαν ναυτία.
Οι δολοφονίες πολιτικών καθώς και ηγετών του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα, τα οδοφράγματα στους δρόμους, τα κατασταλτικά μέτρα της κυβέρνησης, οι συμπλοκές ριζοσπαστών φοιτητών και διαδηλωτών με τους αστυνομικούς και τα συνδικάτα, οι δρόμοι φλέγονταν, η οργή κόχλαζε. Οι υποκριτικές φωνασκίες, ο ελεύθερος έρωτας, το αντικαπιταλιστικό σύστημα, όλο αυτό το πανηγύρι. Ημουν αποφασισμένος να μείνω μακριά απ όλα αυτά. Δεν ήθελα να συμμετέχω σε αυτό το ομαδικό πορτρέτο...».
(Μπομπ Ντίλαν, Από το «Chronicles-Volume Οne»)
«Δεν είμαι καλός στο να δίνω σημασίες και προσδιορισμούς σε πράγματα.
Δεν είναι δική μου δουλειά να εξηγώ τι θέλει να πει το τάδε ή το δείνα τραγούδι. Είναι δουλειά του ακροατή να ανακαλύπτει τις σημασίες και να τις κρατά για τον εαυτό του».
«Ηθελα να αφήσω πίσω μου κάτι που να διαρκέσει.
Κάτι που να μπορεί να σταθεί δίπλα στους πίνακες ενός Ρέμπραντ για παράδειγμα. Οι ερμηνευτές έρχονται και παρέρχονται. Τα τραγούδια είναι αυτά που θα μείνουν στο τέλος πίσω».
(Από πρόσφατη συνέντευξη)