Από τον Κωνσταντίνο Σαμαρά
Για όσους αρέσκονται στην κατασκευή θρύλων, ο Μπρους Λι είναι εκλεκτό τέκνο της κλειστής κάστας του εικοστού αιώνα, που επέλεξε (ή δεν μπόρεσε να κάνει αλλιώς) οι ήρωες της να ζήσουν γρήγορα και να πεθάνουν νέοι.
Κομήτης κι αυτός σαν τον Τζέιμς Ντιν, τη Μέριλιν Μονρόε, τον Κερτ Κομπέιν, που κάηκε στη φλόγα του, ήρθε σε μετωπική σύγκρουση με τον εαυτό του - και κατέθεσε τη χαρισματική συνεισφορά του στην Ιστορία ενός αιώνα που δεν τον είχε ανάγκη μόνο ως κινηματογραφικό ήρωα και ως φιλόσοφο: τον χρειαζόταν ως ζωντανή απόδειξη πως το μέγεθος μετράει μόνο όταν του δώσεις περισσότερη σημασία από όση έχει και, τελικά, ως μία από τις λίγες φωτεινές εξαιρέσεις στη στοιχειοθέτηση της απλότητας ως «το κλειδί για την ευφυϊα», όπως έλεγε και ο ίδιος.
Ευτυχώς ή δυστυχώς, η πραγματικότητα δεν ομαδοποιεί σε φωτογενή λευκώματα αυτοκαταστροφής, αλλά απομονώνει. Καλλιτέχνης χωρίς ομότεχνους, άρχοντας ενός παιχνιδιού στο οποίο κράτησε μυστικούς τους κανόνες, ο Μπρους Λι έδωσε άλλο νόημα στην έννοια της πολεμικής τέχνης. Εδωσε τη μία και μοναδική ευκαιρία στο σινεμά του «καράτε» να αγγίξει ταυτόχρονα και το mainstream και την υψηλή τέχνη και μετά έφυγε. Χωρίς υπερβολή, το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να ξαναπαίξουμε βιαστικά το βίντεο της ζωής του.
Ρlay
Στις 27 Νοεμβρίου του 1940, της Χρονιάς του Δράκου για το κινέζικο ωροσκόπιο, ο Καντονέζος ηθοποιός Λι Χόι Τσουέν και η έγκυος γυναίκα του Γκρέις περιοδεύουν στο Σαν Φρανσίσκο. Η Γκρέις ήταν ετοιμόγεννη, ο πελαργός επισκέπτεται την οικογένεια και το γεννημένο στη χώρα των ευκαιριών αγόρι παίρνει το όνομα Λι Τσεν Φαν. Λίγα χρόνια αργότερα, η οικογένεια παίρνει επιτέλους τον δρόμο του γυρισμού προς το Χονγκ Κονγκ και ο μπόμπιρας ξεκινά χωρίς χρονοτριβές την καριέρα του στη μεγάλη οθόνη. Δηλαδή όχι και τόσο μεγάλη, αν αφήσει κανείς τους τίτλους να μιλήσουν: «Το Απροσάρμοστο Παιδί», «Τα Δάκρυα Μιας Μάνας», «Η Τραγωδία Ενός Ορφανού», «Ενας Βλάκας Μόνος Στον Κόσμο». Εν τω μεταξύ, το αγόρι που γίνεται άντρας έχει αποκτήσει το καλλιτεχνικό όνομα Λι Σιάο Λουνγκ (Μικρός Δράκος Λι), έχει μυηθεί από τα δεκατρία στις πολεμικές τέχνες και έχει μπλέξει για τα καλά με τις συμμορίες των δρόμων. Η μητέρα του οσμίζεται τον κίνδυνο, τον στέλνει πακέτο στο Σαν Φρανσίσκο για να αποκτήσει την αμερικανική υπηκοότητα κι έχει το κεφάλι της ήσυχο.
Ο νέος ονομάζεται πια Μπρους Λι, αρχίζει τις σπουδές φιλοσοφίας στο Σιάτλ και ως τριτοετής φοιτητής ερωτεύεται τρελά μια κοπέλα ονόματι Λίντα. Ακολουθεί το στεφάνωμα, και ο Λι ανοίγει κιόλας την δεύτερη σχολή πολεμικών τεχνών, όπου δέχεται πελάτες ανεξαρτήτως φυλής - γεγονός όμως το οποίο ανατρέπει τους ιερούς κανόνες κινέζικων παραδόσεων που κρατούν χιλιετίες. Η κινεζική κοινότητα της Αμερικής δεν ανέχεται τη διδαχή των μυστικών της σε Δυτικούς και στέλνει το πρωτοπαλίκαρό της στον Λι με το εξής τελεσίγραφο: «αν σε νικήσω, κλείνεις τη σχολή. Αν με νικήσεις, συνεχίζεις ανενόχλητος». Η μάχη κρατά περίπου τρία λεπτά, χωρίς να χρειάζεται να αναφέρω τον νικητή.
Η ιεροσυλία του Μπρους Λι στρέφεται τώρα εναντίον του κουνγκ φου και κάθε άλλης παραδοσιακής σχολής. Στο παιδί που κάποτε γεύτηκε τις άναρχες μονομαχίες των δρόμων, τα δογματικά στυλ φαίνονται ανούσιες αποστηθίσεις κινήσεων. Ιδρύει το τζιτ κουν ντο (jeet kune do), που στα καντονέζικα σημαίνει κάτι σαν «η τέχνη της υποκλέπτουσας γροθιάς» και διδάσκει στους μαθητές του να είναι άμορφοι και ευέλικτοι σαν το νερό. Και τι μαθητές: από τους πρωταθλητές άλλων πολεμικών τεχνών μέχρι τους Τζέιμς Κόμπερν και Στιβ ΜακΚουίν, όλοι στέκονται σαν μικρά παιδιά απέναντι σε κάποιον που αποκηρύσσει και την ίδια την έννοια του δασκάλου.
Ρause
Fast Forward
Λες και γνωρίζει ότι δεν έχει χρόνο για χάσιμο, ο Λι κατακτά το Χονγκ Κονγκ ολοκληρωτικά, αδιαμφισβήτητα και υπερβολικά γρήγορα. Προκαλεί μαζικό παροξυσμό με την πρώτη ταινία, διπλασιάζει τη δημοτικότητά του με την επόμενη, γίνεται άνθρωπος - ορχήστρα στην τρίτη. Ο καταπιεσμένος Κινέζος βλέπει στο πρόσωπό του τον υπερήρωα της διπλανής πόρτας. Το δυτικό κοινό ακολουθεί σύντομα κατά πόδας και εν τω μέσω του πανικού ο Λι βυθίζεται στη μονομανία της επιτυχίας. Η σωματική τελειότητα τον κυνηγά ως εμμονή, οι προκλήσεις που δέχεται δοκιμάζουν την υπομονή του και μέσα σε όλα αυτά έρχεται το κάλεσμα του Χόλιγουντ. Ούτε μια τριετία δεν είχε χρειαστεί ο Λι για να το εκπορθήσει με τον Δούρειο Ιππο του και τώρα τον καταλαμβάνει ανεξέλεγκτο άγχος. Αυτός ο φανατικός πολέμιος κάθε είδους ουσιών βρίσκει προσωρινό καταφύγιο στα ναρκωτικά και καταρρέει λόγω αλλεργικής αλληλεπίδρασης. Τρεις μήνες μετά και λίγες εβδομάδες πριν την πρεμιέρα του χολιγουντιανού του άλματος, πέφτει μυστηριωδώς νεκρός. Πατάω στοπ, για να συνεχίσουμε στις επόμενες σελίδες.
Οι 10 Εντολές του Μπρους Λι
1. Να μην χρησιμοποιείς κανένα τρόπο σαν τρόπο, κανέναν περιορισμό σαν περιορισμό.
2. Ενας στόχος δεν υπάρχει μόνο για να κατακτηθεί. Συχνά εξυπηρετεί απλά το να σου δίνει την ευκαιρία να φτάσεις μέχρι εκεί.
3. Ενας σοφός άνθρωπος μπορεί να μάθει περισσότερα από μία ανόητη ερώτηση παρά ένας ανόητος από μία σοφή απάντηση.
4. Η Τέχνη είναι η έκφραση του εαυτού μας. Οσο πιο μπερδεμένη και περιορισμένη είναι η μέθοδος που χρησιμοποιούμε, τόσο πιο λίγες είναι οι ευκαιρίες για να εκφράσει κάποιος την αίσθηση που έχει για την ελευθερία.
5. Η πιο υψηλή τεχνική είναι να μην έχεις καμία τεχνική.
6. Η αληθινή ζωή είναι να ζεις για τους άλλους.
7. Το να γνωρίζεις δεν είναι αρκετό, γιατί πρέπει να το εφαρμόσεις. Το να θέλεις δεν είναι αρκετό, γιατί πρέπει να το κάνεις.
8. Δεν έχει σημασία αυτό που δίνεις, αλλά ο τρόπος με τον οποίο το δίνεις.
9. Αν αγαπάς τη ζωή, μην χάνεις χρόνο, γιατί η ζωή είναι φτιαγμένη από χρόνο.
10. Στο διάολο με τις συνθήκες. Εγώ είμαι αυτός που δημιουργώ τις ευκαιρίες.
Τέσσερα μεγάλα βήματα του «μικρού δράκου»
Ο Μεγάλος Αρχηγός, Ο Αήττητος Του Καράτε (The Big Boss, 1971) του Λο Γουέι
Ενα φτωχόπαιδο που έρχεται στη μεγάλη πόλη, ένα παγοποιείο ως βιτρίνα για διακίνηση ναρκωτικών, ένα κακό αφεντικό που τα έχει κάνει πλακάκια με την αστυνομία. Υλικά ρουτίνας για μια ταινία του συρμού στο κινηματογραφικό πανδαιμόνιο του Χονγκ Κονγκ, που δεν θα περνούσε ούτε στα χαμηλότερα στρώματα της καλτ στρατόσφαιρας εάν δεν ηλεκτριζόταν από τη γεννήτρια του Μπρους Λι. Αγουρος αλλά ζωώδης, ο μαγνητισμός του Λι δεν εκπέμπεται απλώς, επιβάλλεται ολοκληρωτικά στους περιορισμούς μιας πρόχειρης παραγωγής. Και το σημαντικότερο, κάνει μεμιάς το σινεμά πολεμικών τεχνών που ήξερε κι εμπιστευόταν το κοινό του Χονγκ Κονγκ να μοιάζει κακόγουστη χαλκομανία.
Οι Ματωμένες Γροθιές Του Καράτε (Fist Of Fury, 1972) του Λο Γουέι
Από τις σπάνιες φορές που η βιομηχανία του θεάματος πείθει ότι «more is more», έτσι απλά: πιο λυσσαλέα δίψα για εκδίκηση, πιο έντονος μανιχαϊσμός με αντι-ιαπωνικά αισθήματα στο φόρτε τους, πιο άφθονο αίμα, πιο τραγικό φινάλε. Και ακόμα περισσότερος Μπρους Λι, βεβαίως, που παίρνει το αίμα του νεκρού δασκάλου του πίσω μέχρι την τελευταία σταγόνα. Ασε που βρίσκει χρόνο να ξυλοφορτώσει κάτι παλιορατσιστές Ιάπωνες σε ένα πάρκο, να κάνει δυο-τρεις χαριτωμένες μεταμφιέσεις ως χαλαρωτικό ιντερμέδιο και να καθιερώσει ως φετίχ των πολεμικών τεχνών το μέχρι τότε άσημο νουντσάκου (τα δυο μικρά ραβδιά που ενώνονται με μια επίσης μικρή αλυσίδα).
Ο Κίτρινος Πράκτωρ Εναντίον Της Μαφίας (The Way Of The Dragon, 1973) του Μπρους Λι
«Οι μελλοθάνατοι σε χαιρετούν», φωνάζουν εν χορώ η ιταλική μαφία και οι πληρωμένοι δολοφόνοι της μπροστά στην πλέον αυτοκρατορική επίδειξη ανωτερότητας του «μικρού δράκου». Ο Λι, εν ριπή οφθαλμού μικρός Καίσαρας των πολεμικών τεχνών και της show biz του Χονγκ Κονγκ, γίνεται αυτό που οι κριτικοί θα έλεγαν «οτέρ κομπλέ» (σεναριογράφος, σκηνοθέτης, ηθοποιός) και επιλέγει τη Ρώμη ως ιδανικό πεδίο για τη θριαμβική του παρέλαση. Σαν τη γάτα με το ποντίκι, ο περιπλανώμενος Κινέζος Τανγκ Λουνγκ θα ξεπαστρέψει τους δευτερεύοντες αντιπάλους του με σαδιστική μεθοδικότητα, για να μας κρατήσει πεινασμένους για το γκραν φινάλε: την αναμέτρηση με τον Αμερικανό υπερ-πρωταθλητή Κολτ (Τσακ Νόρις) στο Κολοσσαίο ή αλλιώς την πιο οργιαστικά χορογραφημένη, κρυστάλλινα ακριβή και επικά μεγαλοπρεπή (αφήστε με να υπερβάλω) σκηνή ενός ολόκληρου κινηματογραφικού είδους.
Ο Κίτρινος Πράκτωρ Του Χονγκ Κονγκ (Enter The Dragon, 1973) του Ρόμπερτ Κλάουζ
Η πρώτη κινηματογραφική συμπαραγωγή μεταξύ Χόλιγουντ και Χονγκ Κονγκ δεν θα μπορούσε παρά να είναι ένα αλλόκοτο και λιγάκι χαοτικό υβρίδιο, στη μέση του οποίου στέκεται αμήχανος ο Μπρους Λι. Εδώ ο κίτρινος πράκτωρ πλαισιώνεται από έναν λευκό κι έναν μαύρο Αμερικανό και όλοι μαζί βρίσκονται ανυπεράσπιστοι στο οχυρωμένο νησί του αδιανόητα μοχθηρού Χαν. Κάτι σαν παραλλαγή των γνωστών ανεκδότων δηλαδή, με ολίγη από Τζέιμς Μποντ να μεταμορφώνει τον Λι (φτωχό και μόνο καουμπόι στα προηγούμενα φιλμ) σε πειθήνιο πράκτορα. Πέρα από τις δεδομένες κατασκευαστικές αξίες και τη σκηνή ανθολογίας στο δωμάτιο με τους καθρέφτες, ο «Κίτρινος Πράκτωρ...» φαντάζει στα μάτια μου σαν την αρχή μιας απομυθοποίησης που δεν πρόλαβε να συντελεστεί (κι ας αποσπά τις ψήφους των περισσότερων σκληροπυρηνικών φαν του στα ειδικά site).
Η ημιτελής πέμπτη συμφωνία
Πώς το «Παιχνίδι Του Θανάτου» ήταν καταδικασμένο να μην τελειώσει ποτέ
Με τον θάνατο του Μπρους Λι να στριμώχνεται οριστικά στην Ιστορία μαζί με την παραφιλολογία και τον «Κίτρινο Πράκτορα Του Χονγκ Κονγκ» να κλείνει τον εμπορικό του κύκλο με αναμενόμενη επιτυχία, οι πιστοί του νεκρού ημίθεου αποζητούν πια όχι το σώμα και το αίμα του, αλλά τα χαμένα ευαγγέλια. Με το δίκιο τους, αφού ο Τύπος τους βομβαρδίζει γύρω από ένα ανολοκλήρωτο πρότζεκτ που είχε διακοπεί για χάρη της χολογουντιανής περιπέτειας του Λι. Η λαϊκή απαίτηση για μετά θάνατον Μπρους Λι οδηγεί στο ερώτημα: τι είναι τελικά αυτό το «Παιχνίδι Του Θανάτου»;
Πάντως όχι η ομότιτλη αστειότητα που θα κυκλοφορήσει το 1978, με τον σκηνοθέτη Ρόμπερτ Κλάουζ να ασελγεί για άλλη μια φορά στο όνομα του Μπρους Λι. Μόνο στο τελευταίο τέταρτο παρακολουθούμε το άλλοθι της αρπαχτής, κολλημένο όπως όπως στην υπόλοιπη δράση: φορώντας μια κίτρινη στολή, ο Λι ανεβαίνει τρεις ορόφους ενός απροσδιόριστου κτιρίου και εξολοθρεύει ισάριθμους μάστερ των πολεμικών τεχνών. Ιδού το χαμένο υλικό, λέει στους αδημονούντες φανατικούς ο Κλάουζ, και αφού τους σερβίρει ένα απαράδεκτο φινάλε αντί γλυκού τους ξαποστέλνει σπίτι. Το ράδιο αρβύλα ξαναρχίζει και η ερώτηση επανέρχεται ελαφρώς διαφοροποιημένη: ποιο είναι το πραγματικό «Παιχνίδι Του Θανάτου»;
Η απάντηση βρίσκεται στα χειρόγραφα του νεκρού. Ο Μπρους Λι επρόκειτο να υποδυθεί τον Χάι Τιεν, έναν αήττητο πρωταθλητή των πολεμικών τεχνών σε εκούσια απόσυρση, που αναγκάζεται από τη Μαφία να αναζητήσει ένα μυθικό θησαυρό. Το «καρότο» της ταινίας δεν ήταν φυσικά η προσχηματική πλοκή της, αλλά το εύρημα μιας πολυώροφης παγόδας ως κρυψώνας του θησαυρού.
«Using no way as way, having no limitation as limitation» ήταν το σταθερό μότο του Λι, αποκρυσταλλωμένο ακόμη και στα ψήγματα ενός εν δυνάμει αριστουργήματος. Ευτυχώς που βρέθηκε το ντοκιμαντέρ «Α Warriors Journey», το οποίο ο θαυμαστής του Τζον Λιτλ υπέγραψε το 2000, για να τα συνταιριάξει ιδανικά.
Οι πολλοί θάνατοι ενός θρύλου
Του Μανώλη Κρανάκη
Στις 20 Ιουλίου του 1973, ο Μπρους Λι βρισκόταν στο Χονγκ Κονγκ προκειμένου να δειπνήσει μαζί με τον πρώην Τζέιμς Μποντ, Τζορτζ Λάζενμπι, με τον οποίο σχεδίαζε μία καινούρια ταινία. Σύμφωνα με την Λίντα, γυναίκα του Λι, ο άντρας της συναντήθηκε με τον παραγωγό Ρέιμοντ Τσόου στις 2 μ.μ. για να συζητήσουν την προετοιμασία του «Game Of Death». Δούλεψαν μέχρι τις 4 το απόγευμα και στη συνέχεια επισκέφτηκαν την Μπέτι Τινγκ Πέι, μία ηθοποιό από την Ταιβάν η οποία θα πρωταγωνιστούσε στην ταινία. Ο Τσόου θα έφευγε για ένα δείπνο και λίγη ώρα αργότερα ο Λι θα παραπονιόταν ότι είχε πονοκέφαλο. Η Τινγκ Πέι θα του έδινε ένα παυσίπονο και γύρω στις 7.30 μ.μ. ο Λι θα έπεφτε για ύπνο στο δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου έμενε. Δεν θα ξυπνούσε ούτε όταν το ασθενοφόρο θα έφτανε στο Queen Elizabeth Hospital του Χονγκ Κονγκ, για να επιβεβαιωθεί λίγο αργότερα ο θάνατός του, σε ηλικία 32 ετών, από αλλεργικό σοκ εξαιτίας του παυσίπονου που του είχε χορηγηθεί.
Μία ιστορία, όμως, όπως αυτή δεν θα ήταν ποτέ αρκετή για να αποτελέσει την τελική πράξη στη σύντομη ζωή του Μπρους Λι. Οι φήμες και οι εικασίες γύρω από τον θάνατό του μοιάζουν σήμερα -34 χρόνια μετά- σαν την απαραίτητη προσθήκη στον μύθο που έτσι κι αλλιώς περικλείει η ζωή και η φιλοσοφία του. Σαν την απαραίτητη εκείνη υποσημείωση που στέλνει τους μεγάλους ποιητές αυτού του κόσμου οριστικά και αμετάκλητα στην αιωνιότητα.
Πίστεψε ό,τι θες. Οτι ο Λι πέθανε από υπερβολική δόση ναρκωτικών, στοιχείο πάντως που δεν μπορεί να ενισχυθεί από τα ίχνη μαριχουάνας που βρέθηκαν στην νεκροψία. Οτι τον σκότωσε η μαφία του Χονγκ Κονγκ επειδή είχε αρνηθεί να τους δώσει χρήματα για προστασία, πράγμα που συνήθιζαν εκείνη την εποχή να κάνουν οι Κινέζοι σταρ του σινεμά. Οτι πέθανε κατά τη διάρκεια του σεξ με τη Τινγκ Πέι. Οτι τον δολοφόνησαν οργισμένοι δάσκαλοι πολεμικών τεχνών επειδή μέσα από τις ταινίες του πρόδιδε τα μυστικά της «τέχνης» τους. Οτι πέθανε εξαιτίας της απάνθρωπης εκπαίδευσης στην οποία είχε υποβάλλει τον εαυτό του. Οτι ο θάνατος του ήταν γραμμένος στα άστρα. Οτι ο Μπρους Λι δεν πέθανε ποτέ, ότι ο θάνατος του ήταν «σκηνοθετημένος» και ότι θα επιστρέψει κάποια στιγμή για να σώσει τον κόσμο από το κακό.
Πίστεψε ό,τι θες. Σημασία έχει ότι ο Μπρους Λι είχε προβλέψει πως θα ζήσει τα μισά χρόνια από τον πατέρα του (ο οποίος είχε πεθάνει στα 62 του χρόνια) και πως 20 χρόνια μετά, στις 31 Μαρτίου του 1993, ο γιος του Μπράντον Λι θα έπεφτε νεκρός από μία σφαίρα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας του Αλεξ Πρόγιας «Το Κοράκι», επιβεβαιώνοντας τις φήμες περί της κατάρας της οικογένειας των Λι. Ειρωνικά, ο Μπράντον Λι (που ήταν μόλις οκτώ χρονών όταν πέθανε ο πατέρας του, Μπρους Λι) θα πέθαινε από έναν πυροβολισμό όμοιο με μία σκηνή του «Game Of Death», η ταινία θα ολοκληρωνόταν με αρχειακό υλικό και αντικαταστάτες, όπως ακριβώς συνέβη και με το «Game Of Death», και φυσικά πατέρας και γιος διάλεξαν ανυποψίαστοι για τελευταίο τους τον πιο μοιραίο ρόλο της ζωής τους: δύο νεκρούς που επιστρέφουν στη ζωή για να εκδικηθούν.
Πίστεψε ό,τι θες. Ο Μπρους Λι ήταν πάντοτε έτοιμος. Με εκείνη τη σιγουριά πως αν δεν φοβάσαι τη ζωή, δεν έχεις κανένα λόγο να φοβάσαι τον θάνατο. «Αν πεθάνω αύριο, δεν θα έχω τίποτα να μετανιώσω. Εκανα ό,τι ήθελα να κάνω. Δεν μπορείς να περιμένεις περισσότερα από τη ζωή».
Πλήρης σαν δάσος
Από τον Μάρκο Φράγκο
Περισσότερο από έναν ριζοσπάστη που νομιμοποίησε στον κόσμο του κινηματογράφου τις ταινίες πολεμικών τεχνών, από έναν φιλόσοφο που διατύπωσε κοινές αλήθειες σε μαγικές ακολουθίες κι έναν πρότυπο άντρα στο χρηματιστήριο της ματαιοδοξίας, ο Μπρους Λι θα μείνει στην παγκόσμια πολιτιστική - κοινωνική ιστορία ως ένα αρχετυπικό ίνδαλμα. Ποτέ και κανείς «πολεμιστής των show biz» στο μέλλον δεν θα ξεπεράσει τη μαγνητική δύναμή του, γιατί η χαρισματικότητά του δεν είναι ένα αθροιστικό σύνολο συγκριτικών προτερημάτων. Υπάρχει πέρα και πάνω από προσπάθειες εκλογίκευσης.
Ολα έχουν γραφτεί για τον Μπρους Λι κι έχει καταβληθεί κατακλυσμιαία ενέργεια για να εκφραστεί ποικιλοτρόπως η λατρεία που ενέπνευσε η φιγούρα και η δράση του. Εκείνο ίσως το οποίο πραγματικά δεν έχει αποτυπωθεί ως σήμερα είναι το γεγονός ότι η απήχηση του Μπρους Λι, σε όποια «ομάδα στόχευσης» κοινού και αν αναφερόμαστε δεν είχε να κάνει μόνο με την ικανότητά του ως «πολεμικού καλλιτέχνη» ή μόνο με την ικανότητά του ως ηθοποιού ή μόνο με την ευφυϊα του ως φιλοσόφου. Οποια δική του επιθυμία και αν προβάλλει πάνω στον Λι ένας απλός θαυμαστής του, λατρεύει ακούσια -και υποβάλλεται από αυτό που δημιουργούσε- το βλέμμα του μικροκαμωμένου σταρ. Ανάμεσα στα μάτια του Μπρους Λι έτρεχε ένα ακατανίκητο ενεργειακό ρευστό, το οποίο, αν έπρεπε να μεταφραστεί σε λέξεις, θα περιλάμβανε την ατρόμητη φύση του, το μελετημένο στυλ του, το γνήσιο sex appeal του, την αίσθηση κινδύνου, τη βαθιά γνώση, την εστιασμένη σκέψη και την τρυφερότητά του. Ταυτόχρονα. Και όχι μόνο.
Πώς, όμως, να περιγράψεις την καθαρότητα; Την ακρίβεια; Την αμεσότητα; Μόνο με συμβολισμούς, οι οποίοι εύκολα μπαίνουν στο πλαίσιο του τετριμμένου και ίσως με αφαιρετικά παραδείγματα, τα οποία όμως κινδυνεύουν να αφήσουν απ έξω την ουσία του εκτοπίσματός του.
Ο Μπρους Λι, στα 32 χρόνια που έζησε και έδρασε, καταπιάστηκε με τη δύναμη της εικόνας, χρησιμοποιώντας χωρίς περιττολογίες τα βασικά σημειολογικά συστατικά της για να φτάσει σε ένα δικό του προσωπικό ζενίθ. Και ίσως γι αυτό, μέσα στα χρόνια, ο μύθος του να γιγαντώνεται και να γίνεται όλο και πιο απόμακρος: διότι φαίνεται όλο και πιο ξεκάθαρα η διαφορά ανάμεσα στους εκατοντάδες τυχοδιώκτες που αναζητούν την αίγλη του σταρ με εικόνισμα τον Λι και του ενός που δεν χρειάστηκε να προσπαθήσει «παραπάνω» - και δεν εννοώ βέβαια, τους φυσικούς κόπους. Ετσι θα κοιτάζαμε το δέντρο και θα χάναμε το δάσος.
Οι αθλητικοί τύποι κοπιάζουν να πετύχουν τις μαγικές αναλογίες του Λι, αλλά αγνοούν τη διανοητική διάσταση της λειτουργίας αυτού του σώματος. Οι ματαιόδοξοι κάνουν στρατηγικές κινήσεις στα γραφεία του Χόλιγουντ για να καταφέρουν την ενσωμάτωσή τους στις κινηματογραφικές παραγωγές δράσης, αλλά αγνοούν την ουσία των «πολεμικών τεχνών». Οι «πρόθυμοι» κάθε είδους τρέχουν να ασπαστούν ανατολικούς δρόμους σκέψης, αλλά αγνοούν τη φυσική πειθαρχία των σώματος. Και οι επίδοξοι ποπ σταρ (όχι μόνο της μουσικής) λαχταρούν να γεμίσουν εξώφυλλα, αλλά δεν μπορούν να τα υποστηρίξουν.
Ο Μπρους Λι είναι πράγματι ένας από τους σημαντικότερους ανθρώπους του εικοστού αιώνα, σύμφωνα με το περιοδικό Life. Απλά έχω μια αμφιβολία για το αν όλοι αντιλαμβάνονται τους πραγματικούς λόγους αυτής της θέσης.