Σλουθ

20.12.2007
Το σαρδόνιο θεατρικό έργο του Αντονι Σέφερ στην κινηματογραφική μεταχείριση που του άξιζε

SLEUTH , 1972, ΗΠΑ / ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ Τζόζεφ Μάνκιεβιτς ΣΕΝΑΡΙΟ Αντονι Σέφερ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ Οσγουολντ Μόρις ΜΟΥΣΙΚΗ Τζον Αντισον ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ Λόρενς Ολίβιε, Μάικλ Κέιν, Αλεκ Κόθορν, Τζον Μάθιουζ, Μάργκο Τσάνινγκ, Τέντι Μάρτιν ΔΙΑΡΚΕΙΑ 138

Ο Κανόνας του Παιχνιδιού
Για σπάνιες περιπτώσεις ταινιών -όπως ισχύει με το «Σλουθ»- που απαιτούν από σένα να τις δεις και να μην αποκαλύψεις τα θαυμαστά και άφθονα μυστικά τους, κείμενα όπως αυτό που ακολουθεί οφείλουν να σεβαστούν μια τέτοια άτυπη συμφωνία. Δεν τυχαίνει συχνά, άλλωστε, μια ταινία να έχει κατορθώσει επί τρεισήμισι δεκαετίες τώρα να κρατά καλά φυλαγμένες τις πάμπολλες εκπλήξεις που επιφυλάσσει στην πλούσια πλοκή της. Βοήθησε οπωσδήποτε και το γεγονός ότι, για πολύ καιρό, το συγκεκριμένο φιλμ ήταν απλούστατα δυσεύρετο. Μέχρι την έλευση του DVD ελάχιστοι από τους θεατές των τελευταίων είκοσι ετών μπορούσαν στην πραγματικότητα να βρουν την ταινία. Από μια τέτοια συγκυρία επωφελήθηκε ενδεχομένως ο Κένεθ Μπράνα, όταν επιχείρησε να συστήσει πρόσφατα εκ νέου το διάσημο έργο του Αντονι Σέφερ σε μια πλήρως αποτυχημένη διασκευή. Ευτυχώς όμως που η δημιουργία του Τζόζεφ Μάνκιεβιτς βρίσκεται επιτέλους στη διάθεση όσων θέλουν να απολαύσουν το σκοτεινά ψυχαγωγικό αυτό έργο στη μορφή που του έπρεπε.

Το «Σλουθ» γεννήθηκε από τη θεατρική πένα του Αντονι Σέφερ. Ανέβηκε στο σανίδι του λονδρέζικου Γουέστ Εντ και του νεοϋορκέζικου Μπρόντγουεϊ το 1970 και ολοκλήρωσε την πορεία του μετά από 4.500 περίπου παραστάσεις, έχοντας αποτελέσει μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του σύγχρονου βρετανικού θεάτρου. Ο λόγος της απήχησής του ήταν απλός και απολύτως δικαιολογημένος: ο Σέφερ σκαρφιζόταν στις σελίδες του ένα σχεδόν σατανικό παιχνίδι εξουσίας, επικράτησης και αλλεπάλληλων ανατροπών. Το μοίραζε ανάμεσα σε δυο ψυχωτικούς συμμετέχοντες, το εμπλούτιζε με μερικές από τις πιο αιχμηρές και πνευματώδεις στιχομυθίες που έχουν γραφτεί στο μοντέρνο θέατρο και φρόντιζε ώστε με κάθε αιφνίδια τροπή της ιστορίας να προηγείται διαρκώς ένα βήμα μπροστά από το κοινό. Ο θεατής που πλήρωνε εισιτήριο για να δει το «Σλουθ» επί σκηνής αντίκριζε μια σύνθετη παρτίδα σκάκι, της οποίας την ψυχολογία των παιχτών ήταν αδύνατο να προβλέψει μεμιάς, τις ανατροπές της πλοκής απίθανο να μαντέψει και την τελική έκβαση να φανταστεί.

Πρόσκληση σε γεύμα από έναν υποψήφιο δολοφόνο
Χωρίς να θέλω να αποκαλύψω πολλά από την παμπόνηρη δομή του «Σλουθ», θα πω μόνο ότι πρωταγωνιστές του είναι ένας διάσημος συγγραφέας βιβλίων αστυνομικού μυστηρίου κι ένας άσημος κομμωτής. Ο πρώτος επωμίζεται τον άχαρο ρόλο του απατημένου συζύγου. Ο δεύτερος είναι ο άντρας για τον οποίο τον εγκατέλειψε η γυναίκα του. Ο συγγραφέας μένει πλέον μόνος σε μια απομονωμένη γοτθική έπαυλη την οποία έχει μετατρέψει σε έναν ατέλειωτο παιχνιδότοπο γεμάτο μηχανικές κούκλες, πλαστικούς κλόουν, κινέζικες μινιατούρες, κρυμμένους σκελετούς.

Στην καρδιά αυτού του υπερφορτωμένου ντεκόρ, ο μεσήλικας συγγραφέας προτίθεται να φιλοξενήσει τον αρκετά νεότερό του ερωτικό αντίζηλο. Τον προσκαλεί και προοδευτικά τον παγιδεύει σε έναν σύνθετο ιστό που σκοπό έχει να τον οδηγήσει στον εξευτελισμό και την ταπείνωση. Γιατί το παιχνίδι που εκτυλίσσεται ανάμεσα στους δυο πρωταγωνιστές του «Σλουθ» δεν κρύβει τίποτα το αθώο και το ξένοιαστο μέσα του. Αντίθετα, προδίδει από νωρίς ότι πρόκειται για ένα ενήλικο ξεκαθάρισμα λογαριασμών που πραγματώνεται με όρους κοινωνικούς, ταξικούς και σεξουαλικούς. Ο Σέφερ χωρίζει το έργο σε δυο νοητά μέρη. Στο πρώτο μέρος, ο ζηλόφθονος συγγραφέας ορίζει τους κανονισμούς της ιδιόρρυθμης πλεκτάνης που έχει σκαρφιστεί με σκοπό να κατατροπώσει τον ανταγωνιστή του. Στο δεύτερο μέρος, ο ανταγωνιστής ανατρέπει τους ισχύοντες κανόνες για να πάρει την ανορθόδοξη αυτή παρτίδα σκάκι στα χέρια του και να αποδείξει στον αντίπαλό του με τον πιο δαιμόνιο και μαζί ευρηματικό τρόπο πόσο πολύ τον είχε εξαρχής υποτιμήσει. Οι δύο άντρες θα περιπλανηθούν μέχρι τέλους στους πάμπολλους μυστικούς διαδρόμους που ακολουθεί η πλοκή του Σέφερ.

Κονσέρτο για δύο μετά φόνου
Ενας βετεράνος της υποκριτικής και ένας λιγότερο γνωστός συνάδελφός του υποδύθηκαν αρχικά στο θέατρο τους ήρωες του «Σλουθ». Ο Αντονι Κουέιλ έπαιξε τον συγγραφέα και ο Κιθ Μπάξτερ τον κομμωτή. Κι ενώ δεν αμφισβητώ την αποτελεσματικότητα των δυο αυτών ερμηνευτών στους ρόλους τους, μου είναι αδύνατο να φανταστώ το «Σλουθ» χωριστά από το δίδυμο που κλήθηκε να το ενσαρκώσει στο σινεμά. Ερχόμενοι σε εξαιρετικό συγχρονισμό τόσο με την περίτεχνη λεκτική ρυθμολογία του έργου όσο και μεταξύ τους, ο Λόρενς Ολίβιε και ο Μάικλ Κέιν σε υποχρεώνουν επί δύο και κάτι ώρες να τους παρακολουθείς αποσβολωμένος, βλέποντάς τους να μηχανορραφούν, να σαρκάζονται, να αγωνιούν και να σφαδάζουν στην ξέφρενη πορεία τους για το ποιος θα στεφθεί νικητής στο διεστραμμένο παιχνίδι που έχουν σκαρφιστεί.

Το κινηματογραφικό «Σλουθ» δεν αποτελεί ωστόσο μόνο ένα ερμηνευτικό θαύμα. Συντάσσει κι ένα έξοχο μάθημα για το πώς οφείλει κανείς να διασκευάζει θέατρο για τις ανάγκες της μεγάλης οθόνης. Παρ όλο που βρισκόταν στη δύση της καριέρας του (το «Σλουθ» αποτέλεσε άλλωστε και το κύκνειο άσμα του), ο Τζόζεφ Μάνκιεβιτς ανταποκρίνεται σε αυτό το θρίλερ δωματίου με ενθουσιασμό νεανικό, σεβόμενος απόλυτα τους όρους του αρχικού εμπνευστή του και ξεφεύγοντας από τους θεατρικούς περιορισμούς που επέβαλε το έργο. Με μια αεικίνητη κάμερα που δεν σταματά λεπτό να ακολουθεί κυκλωτικά τους ήρωες, αξιοποιεί όσο περισσότερες γωνίες μπορεί από το εξεζητημένο σκηνικό στο οποίο εγκλωβίζεται η δράση. Διαλέγοντας από την άλλη να μην φανεί υπεροπτικός απέναντι στο κείμενο στο οποίο βασίζεται, εμφανώς συνεπαρμένος από τις δαιδαλώδεις παραμέτρους που κρύβει μέσα του, ο Μάνκιεβιτς βουτά τη σκηνοθεσία του βαθιά σε καθεμιά από τις πυκνογραμμένες σελίδες του Σέφερ. Η ταινία του αποθεώνει τη δύναμη του γραπτού λόγου, των διαλογικών μερών, της πιο έξοχης υποκριτικής. Από αυτά ρουφά το διεστραμμένο κέφι της. Τις λεπτομέρειες ωστόσo είναι καλύτερο να τις ανακαλύψει καθένας θεατής χωριστά. Το «Σλουθ» μοιάζει με θαυμαστό κουτί. Το ανοίγεις και συναντάς μέσα του μόνο εκπλήξεις.

Λουκάς Κατσίκας

Η ταινία κυκλοφορεί σε DVD περιοχής 2 από την εταιρεία Anchor Bay με βασικό extra μια 22λεπτη εφ όλης της ύλης συνέντευξη του συγγραφέα Αντονι Σέφερ.

Δυο - τρία πράγματα που ξέρω για το «Σλουθ»

Την πρώτη φορά που ο Αντονι Σέφερ προσέγγισε τον μεγαλοπαραγωγό του Γουέστ Εντ, Μπίνκι Μπόμοντ, για να συζητήσουν το ενδεχόμενο ανεβάσματος του «Σλουθ», εκείνος προέβλεψε ότι το έργο δεν θα άντεχε παραπάνω από ένα βράδυ στο σανίδι. Πίστευε ότι η αστυνομικού μυστηρίου ίντριγκα του Αντονι Σέφερ θα αποτύγχανε να βρει το παραμικρό σημείο επαφής με ένα κοινό που εκείνη την εποχή αρεσκόταν στις ανθρώπινες ιστορίες και στα έργα «με μήνυμα». Προφανώς κι έκανε λάθος. Ξεκινώντας από τον Γενάρη του 1970 τη θεατρική σταδιοδρομία του, το «Σλουθ» πραγματοποίησε 2.358 παραστάσεις στο Λονδίνο και περισσότερες από 2.000 στο Μπρόντγουεϊ, κερδίζοντας στο μεταξύ το βραβείο Τόνι καλύτερου έργου και ξεκινώντας ένα άκρως πετυχημένο ταξίδι στις περισσότερες θεατρικές σκηνές του πλανήτη. Μία από τις ασφυκτικά γεμάτες από κόσμο παραστάσεις του «Σλουθ» στο Λονδίνο έτυχε να παρακολουθήσει και ο Λόρενς Ολίβιε, δηλώνοντας μετά το τέλος ότι αυτό που είδε ήταν ένα «σκέτο κάτουρο». Ενα χρόνο αργότερα, βέβαια, πρωταγωνίστησε στην κινηματογραφική διασκευή του έργου, φτάνοντας να διεκδικήσει μία υποψηφιότητα για Οσκαρ αντρικού ρόλου, μία υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα και να κερδίσει το βραβείο της ένωσης κριτικών της Νέας Υόρκης. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ολίβιε δεν υπήρξε η αρχική επιλογή του συγγραφέα για να επωμισθεί τον ρόλο του ζηλιάρη και δολοπλόκου Αντριου Γουάικ στην οθόνη. Επιθυμία του Σέφερ ήταν ο χαρακτήρας να δοθεί και πάλι στον Αντονι Κουέιλ που τον είχε ενσαρκώσει στο θέατρο, ενώ για τον ρόλο του «ανταγωνιστή» Μάιλο Τιντλ πίεζε τον Μάνκιεβιτς να διαλέξει τον Αλαν Μπέιτς, αντί του Μάικλ Κέιν ο οποίος και επικράτησε. Ευτυχώς που στο τέλος φάνηκε να πρυτανεύει η λογική.