Η Εκδίκηση Είναι Δική Μου

22.04.2008
Μια από τις πιο δημοφιλείς προσθήκες στη φιλογραφία του Ιάπωνα σκηνοθέτη. Εργα και ημέρες ενός αμείλικτου δολοφόνου που βασίζονται με τη σειρά τους σε μια αληθινή ιστορία

Vengeance Is Mine, 1979

Η Ιστορία Εργα και ημέρες ενός αμείλικτου δολοφόνου που βασίζονται με τη σειρά τους σε μια αληθινή ιστορία

Στο διάστημα ανάμεσα στο τέλος του 1963 και στις αρχές του 1964, οι ιαπωνικές Αρχές εξαπέλυσαν ένα μανιώδες κυνηγητό στο εσωτερικό της χώρας, αναζητώντας τα ίχνη ενός κατά συρροήν δολοφόνου που φρόντιζε με κάθε τακτική μετακίνησή του από πόλη σε πόλη να αφήνει πίσω του και μερικά πτώματα. Μετά από κοπιώδεις έρευνες που διήρκεσαν 78 ημέρες, η αστυνομία συνέλαβε έναν άντρα με το όνομα Ακίρα Νισιγκούτσι, ο οποίος απεδείχθη τελικά ότι ήταν και ο άνθρωπος που αναζητούσαν. Η μέθοδός του ήταν απλή: υποδυόμενος κάθε φορά κι έναν διαφορετικό ρόλο- καθηγητής και δικηγόρος ήταν μόλις δύο από αυτούς- ξεγελούσε τα θύματά του, τους αποσπούσε χρήματα και στο τέλος τους σκότωνε. Μπορεί ο Νισιγκούτσι να οδηγήθηκε εν τέλει στο ικρίωμα, η περίπτωσή του όμως εξακολούθησε να απασχολεί τη γιαπωνέζικη κοινή γνώμη για αρκετό καιρό ακόμη, πυροδοτώντας την κυκλοφορία σειράς βιβλίων πάνω στο θέμα.

Χρησιμοποιώντας ως αφετηρία ένα από τα βιβλία αυτά, ο Ιμαμούρα αποφάσισε 15 χρόνια μετά το κλείσιμο της υπόθεσης να μεταφέρει την εγκληματική δράση του παμπόνηρου serial killer στην οθόνη, πραγματοποιώντας έτσι την επιστροφή του στην μυθοπλασία, μετά από μακροχρόνια θητεία στο ντοκιμαντέρ. Αναβαπτίζοντας τον πραγματικό δολοφόνο σε Ιουάου Ενοκίζου και αναθέτοντας στον Κεν Ογκάτα να τον υποδυθεί- εγκαινιάζοντας έτσι μια συνεργασία που θα επεκτεινόταν σε τέσσερις ακόμη ταινίες- ο Ιμαμούρα ξεκίνησε να γυρίσει ένα φιλμ που θα μπορούσε θεωρητικά να χαρακτηριστεί ως θρίλερ, αν ο 52χρονος δημιουργός του δεν οραματιζόταν κάτι περισσότερο σύνθετο.

Με έναν παροιμιώδη κυνισμό, κανέναν απολύτως θετικό ήρωα, καταστάσεις που αντλούν την ύπαρξή τους από διαφορετικές μορφές σωματικής, ψυχολογικής και κοινωνικής βίας και ουδεμία υποψία λυτρωτικής για τον θεατή κατακλείδας, ο Ιμαμούρα επεδίωξε η δημιουργία του να δουλευτεί σε έναν ευρύτερο καμβά που να μην αφορά μοναχά την κατάδυση στο εσωτερικό ενός ταραγμένου μυαλού, αλλά να επιχειρεί ένα καθόλου κολακευτικό πορτρέτο της μεταπολεμικής ιαπωνικής κοινωνίας. Απλώνοντας ένα πανόραμα εκβιασμών, φόνων, διπροσωπίας και φθοράς κάθε παραδοσιακής αξίας, ο Ιμαμούρα αντίκριζε μέσα από το βλέμμα του ήρωά του μια χώρα τόσο παραδομένη στη σήψη και τον μηδενισμό, ώστε ένα δολοφονικό καρκίνωμα όπως ο Ενοκίζου να αποτελεί φυσικό της παράγωγο. Αυτό δεν σημαίνει, εντούτοις, ότι η «Εκδίκηση» αναλώνεται στην αναπαραγωγή ενός γνώριμου μοντέλου κοινωνικού ρεαλισμού. Υιοθετώντας ένα γοργό αφηγηματικό βηματισμό, ο Ιμαμούρα καταργεί τη σαφήνεια του χρόνου και λοξοδρομεί από μια βήμα προς βήμα δομή. Ετσι, μετά από ένα πρώτο εικοσάλεπτο που απεικονίζει τον ήρωα να επιδίδεται με κάθε λεπτομέρεια σε δύο άκρως απεχθείς φόνους, η ταινία πισωδρομεί στο παρελθόν και ξεδιπλώνεται μέσα από μια σειρά φλασμπάκ που αποκτούν τη χρησιμότητα επεξηγηματικής βινιέτας.

Ο Ιμαμούρα δεν αφήνει, ωστόσο, το θέμα του να εκπέσει στη βολική λύση των απλοϊκών εξηγήσεων. Αυτό που διαχωρίζει την ταινία από μια ξεκάθαρη μελέτη ψυχοπάθειας είναι πως το αντικείμενο που επιλέγει να ερευνήσει δεν έχει το παραμικρό αναγνωρίσιμο κίνητρο. Είναι ένας ελκυστικός άντρας της διπλανής πόρτας που σκοτώνει με τον ίδιο αβίαστο τρόπο που αναπνέει ή περπατά στον δρόμο. Μέχρι τέλους παραμένει μια αινιγματική περίπτωση ανθρώπου που έχει ξεκάθαρη συναίσθηση του τιμήματος που αναμένεται να του επιφέρουν οι πράξεις στις οποίες επιδίδεται και όμως συνεχίζει, αδιαφορώντας. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές σκηνές του φιλμ τον απεικονίζει άλλωστε να τραγουδά ξένοιαστος στο πίσω μέρος του περιπολικού που τον μεταφέρει στο κελί του και να αστειεύεται, προσπαθώντας να μαντέψει την ημερομηνία που θα εκτελεστεί η θανατική ποινή που θα του επιδικάσουν. «Σκότωσα» λέει ειρωνευόμενος, «άρα μάλλον πρέπει να πεθάνω». Λίγα λεπτά αργότερα, ο σκηνοθέτης τον παρακολουθεί επί το έργον: με γυάλινο βλέμμα και επιθετική απάθεια, ο Ενοκίζου ξεπαστρεύει το ένα θύμα μετά το άλλο, δείχνοντας ενδιαφέρον μόνο για τους λεκέδες που αφήνει το αίμα στα ρούχα και στα χέρια του.

Ξεφεύγοντας από τον χαρακτήρα ενός κοινωνικού συμπτώματος, ο ήρωας μεγεθύνεται σε μια ενσάρκωση απόλυτου Κακού που δεν ζητά αιτιολογία, διότι έχει προ πολλού πάρει διαζύγιο από κάθε υποψία ανθρώπινης λογικής. Αυτό το Κακό παίρνει τις αναμνήσεις από μια διαβρωμένη οικογένεια, έναν συμβιβασμένο πατέρα, μια άρρωστη μάνα, έναν αποτυχημένο γάμο, μια ανειλικρινή γυναίκα, μια φυσική ροπή προς την παρανομία, και τις μετατρέπει σε ένα κουβάρι φθόνου και οργής που ξετυλίγεται αργά. Η μόνη βεβαιότητα με την οποία πορεύεται ο Ενοκίζου είναι αυτή ενός ανάξιου παρελθόντος και ενός ανύπαρκτου μέλλοντος. Αναγνωρίζοντας το παρόν ως μοναδικό αντικειμενικό χρόνο, μεταμορφώνεται γοργά σε ένα στοιχείο αταξίας και αναρχίας που δρα στο εσωτερικό ενός κόσμου που υποκρίνεται την τάξη και την ασφάλεια. Ταυτόχρονα όμως υιοθετεί μια εντελώς προκλητική αίσθηση πλήρους και αδιάκοπης ελευθερίας που δεν γνωρίζει τι θα πει ηθικολογία και φτύνει στα μούτρα κάθε έννοια χριστιανικής αγάπης. Νικώντας από νωρίς τον φόβο και το δέος του θανάτου, καταπατώντας την υψηλότερη αξία αυτού του κόσμου που είναι η ίδια η ζωή, ο ήρωας διαπράττει την μέγιστη ύβρη και υπογράφει εξαρχής την δική του καταδίκη. Φροντίζει, όμως, στον δρόμο προς τον τάφο να το διασκεδάσει ανενόχλητος. Και όταν πλέον έχει αποδημήσει στους ουρανούς, ο Ιμαμούρα του χαρίζει το τελευταίο γέλιο, σε ένα χλευαστικό φινάλε που υπονοεί πως, αντίθετα με τον πατέρα ή τη σύζυγο ή τους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν, ο Ενοκίζου θα εξακολουθήσει να υφίσταται στη συλλογική μνήμη, παγωμένος για πάντα στα πλάνα μιας ταινίας που θα επικαλείται το όνομά του. Εφ όρου ζωής.

Η ταινία κυκλοφορεί εδώ και καιρό σε ελληνικό DVD από την εταιρεία Art Free χωρίς όμως το παραμικρό επιπλέον υλικό. Οσοι επιθυμούν μια πλουσιότερη έκδοση, ωστόσο, ας αναζητήσουν την κυκλοφορία της Criterion Collection που περιλαμβάνει δύο μικρές συνεντεύξεις του σκηνοθέτη, τρέιλερ, ένα βιβλιαράκι με άρθρα πάνω στην ταινία και τη γνωστή τελειομανία της εταιρείας σε επίπεδο οπτικοακουστικής επεξεργασίας. Δεν περιέχει όμως ελληνικούς υπότιτλους.

ΛΟΥΚΑΣ ΚΑΤΣΙΚΑΣ